Πολιτικη & Οικονομια

Μπουένος Άιρες -Μαϊάμι

Καλώς να έρθει η δόση. Αν όμως δεν γυρίσουν τα λεφτά "από έξω" θα χρειαστούμε κι άλλη

Κώστας Γιαννακίδης
ΤΕΥΧΟΣ 409
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η πτήση από το Μπουένος Άιρες στο Μαϊάμι διαρκεί ακριβώς οκτώ ώρες. Το εισιτήριο κοστίζει, κατά μέσο όρο, 900 δολάρια, αλλά πρέπει να είσαι τυχερός για να βρεις τελευταία στιγμή. Η πτήση είναι πάντα γεμάτη από ανθρώπους που πηγαίνουν στη Φλόριντα για να επισκεφθούν τα λεφτά τους. Οι εύποροι Αργεντίνοι έστειλαν την περιουσία τους στις ΗΠΑ. Αγόρασαν ακίνητα στο Μαϊάμι ή, απλώς, τοποθέτησαν τα χρήματά τους στη θαλπωρή μιας αμερικάνικης τράπεζας. Αυτό το ξέρει και ο τελευταίος άστεγος που ψάχνει χαρτόνια για ανακύκλωση στους δρόμους του Μπουένος Άιρες. Το ξέρουν και οι αρχές. Οι πτήσεις ανάμεσα στο Μπουένος Άιρες και τις ΗΠΑ ελέγχονται για παράνομη διακίνηση συναλλάγματος ή για τη μεταφορά προϊόντων που υπόκεινται σε δασμό – δεν υφίσταται η έννοια του αδασμολόγητου προϊόντος. Αξιοπρέπεια, Αλέξη; Δεν συμβαίνει μόνο στην Αργεντινή.

Συμβαίνει παντού και πάντα. Και εδώ, κατά τις προηγούμενες χρεοκοπίες της χώρας, οι άνθρωποι προσπαθούσαν να στείλουν τα χρήματά τους στο εξωτερικό. Το έκαναν και τώρα. Αντιμετωπίζεται λαϊκίστικα, ως υπόθεση ηθικής. Είναι, όμως, θέμα λογικής. Στη «λίστα Λαγκάρντ» υπάρχουν περίπου 2.000 ονόματα συμπατριωτών μας που έστειλαν τα χρήματά τους στην ασφάλεια μίας ελβετικής τράπεζας. Εγώ, που δεν έχω τις αρχές και το νομικό πολιτισμό του Βενιζέλου, θα τύπωνα τη λίστα, θα ξάπλωνα στον καναπέ και θα τη μαδούσα σαν μαργαρίτα, γεμίζοντας το πάτωμα με σελίδες. Μπορεί και να την έπαιρνα στην τουαλέτα και, τέλος πάντων, δεν είναι θέμα τι θα έκανα εγώ με τη λίστα. Το θέμα είναι τι δεν έκαναν εκείνοι που αρμοδίως όφειλαν να κινηθούν και δεν το έπραξαν επειδή η Ελλάδα είναι μικρή χώρα και όλο και κάποιο κουμπάρο σου θα βρεις μέσα – ανθρώπινο είναι, θα μπορούσε να συμβεί στον καθένα.

Για να είμαι ειλικρινής δεν με απασχολεί η «λίστα Λαγκάρντ». Είναι άλλωστε εξαιρετικά πιθανό ένα μεγάλο κομμάτι της να αναφέρεται σε ναυτιλιακό συνάλλαγμα. Επίσης δεν είναι παράνομο να βγάλεις τα λεφτά σου στο εξωτερικό – ανάμεσά μας σίγουρα θα υπάρχουν αρκετοί που το έχουν κάνει. Παράνομο είναι να έχεις μαύρα λεφτά, ασχέτως με τη χώρα τοποθέτησής τους. Παρακολουθώντας, λοιπόν, την ιστορία με τη «λίστα Λαγκάρντ» και τις κωμικές δικαιολογίες, χάνουμε το αληθινό δάσος. Δεν βλέπουμε τους 54.000 συμπατριώτες μας που έστειλαν χρήματα στο εξωτερικό. Και δεν μιλάμε για κουμπαράδες, αλλά για ποσά μεγαλύτερα των 100.000 ευρώ.

Και εγώ, αν είχα τόσα χρήματα, θα έμπαινα στον πειρασμό. Και αν είχα πολλά περισσότερα θα τα έπαιρνα αγκαλιά, όπως η μάνα το παιδί στη φλεγόμενη Σμύρνη, για να τα βγάλω σε ανώνυμο λογαριασμό στην Ελβετία ή να τα θάψω σε θυρίδα. Θα έκανα οτιδήποτε εκτός από έμβασμα. Κοινώς οι 54.000 είναι «καλές» περιπτώσεις που διακίνησαν τα χρήματα τους με το νόμιμο και πολιτισμένο τρόπο. Το πρόβλημα μεγαλώνει όταν διαπιστώνεις ότι ένας στους τέσσερις πρέπει να έχει κάνει λαδιά στα φορολογικά του. Πόσοι είναι; Περίπου 13.500 ψυχές, όχι από τις πιο αγνές. Για μια χώρα σαν την Ελλάδα δεν είναι λίγοι. Αν το 25% των ανθρώπων που έβγαλαν έξω λεφτά νομίμως ελέγχεται για φοροδιαφυγή, φανταστείτε τι συμβαίνει με εκείνους που τα έβγαλαν μετρητά ή τα έχωσαν σε θυρίδες.

Εδώ, λοιπόν, στεκόμαστε με δέος και δίνουμε χρόνο στον προβληματισμό. Μετά αρχίζει το γέλιο. Διότι το ΣΔΟΕ, λέει, θα καλέσει αυτούς τους 13.500 για φορολογικό έλεγχο. Ρώτησα εφοριακό και μου είπε ότι χρειάζονται δεκαετίες για να το κάνουν με βάση τις συνθήκες και τους ρυθμούς του εξειδικευμένου φορολογικού ελέγχου. Και στο τέλος κατάλαβα ότι το μέγεθος της διαφθοράς είναι τόσο μεγάλο, που ίσως να μην επιδέχεται αποτελεσματικού ελέγχου. Είναι σαν το σκύλο που κυνηγάει την ουρά του. Η αντίφαση μας πνίγει. Θέλεις να πατάξεις τη φοροδιαφυγή, θέλεις ένα ευνομούμενο σταθερό περιβάλλον ανάπτυξης και ταυτόχρονα κάνεις τα πάντα για να διώξεις τα κεφάλαια από τη χώρα. Καλώς να έρθει η δόση. Αν όμως δεν γυρίσουν και τα λεφτά από έξω γρήγορα, θα χρειαστούμε κι άλλη.