Πολιτικη & Οικονομια

Edito 399

Σε είδα, σου φώναξα, δεν γύρισες, περπατούσες βιαστικά με τα μάτια κάτω, δεν μ’ άκουσες;

Φώτης Γεωργελές
ΤΕΥΧΟΣ 399
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Σε είδα, σου φώναξα, δεν γύρισες, περπατούσες βιαστικά με τα μάτια κάτω, δεν μ’ άκουσες; ρωτάει λίγο με παράπονο, λίγο με υποψία, μήπως την απέφυγα; Επαναλαμβανόμενες διαδρομές με τα μάτια κάτω, στροφή, ευθεία, στροφή. Οθόνη τα πλακάκια του πεζοδρομίου, νοερή επεξεργασία κειμένου, φανάρι, τελεία, παράγραφος. Γράφω, αυτή είναι η δουλειά μου, μια δουλειά που σταδιακά εξαφανίζεται, οι αναγνώστες δεν θέλουν πια να διαβάζουν. Γράφουν μόνοι τους, παρατηρήσεις εκτυφλωτικής οξυδέρκειας στο Facebook: Ήρθε πάλι το καλοκαιράκι! Τρία θαυμαστικά, like. Δεν μπορώ να τους κατηγορήσω, κι όταν διάβαζαν, μήπως τους χρησίμεψαν σε τίποτα όσα διάβασαν;

Κατεβασμένα μάτια, απόμακρο ύφος, αέρινη κίνηση «μόλις έφευγα», η μόνιμη στάση του σύγχρονου Αθηναίου. Δεν ακούω, δεν προσέχω, δεν σε βλέπω. Αυτή την εποχή δεν σου κάνει καλό να κοιτάς τα μάτια των ανθρώπων, είναι σκοτεινιασμένα. Νιώθεις την ατμόσφαιρα συνεχώς έκρυθμη, περιμένει πάντα μια σπίθα. Τώρα τελευταία ρωτάς κάτι απλό ή κάνεις μια ανώδυνη παρατήρηση και ξαφνικά γίνεσαι αποδέκτης μιας κραυγής γεμάτης συμπυκνωμένη οργή που μαρτυράει άγχος, φόβο, απώλεια. Τι μας συνέβη ξαφνικά; Κανείς δεν έχει καταλάβει πώς φτάσαμε ως εδώ, χωρίς χάρτη πορείας, χωρίς πινακίδες στο δρόμο.

Κάπως έτσι σιγά σιγά, και μετά απότομα, βρεθήκαμε εδώ που είμαστε. «Με συγχωρείτε». Κατεβασμένα μάτια, απότομη επιτάχυνση στο βήμα, απλανές ύφος. Η αντίδραση του σημερινού Αθηναίου. Δεν είμαι επαίτης, κύριε Γεωργελέ, λέει η φωνή προσβεβλημένη πίσω μου, κάτι να ρωτήσω για την εφημερίδα ήθελα. Ντροπή, ενοχές, δικαιολογίες, όρκοι εσωτερικοί με τον εαυτό σου, ηλίθιε, φοβισμένε ανθρωπάκο, πάντα θα σταματάς όταν σου μιλάνε. Σταματάω. Φίλε, έχεις ένα ευρώ; Δεν είμαι πρεζόνι, αδελφέ, 40 λεπτά, να συμπληρώσω για το εισιτήριο. Θα μου πάρεις μια τυρόπιτα; Έχεις ένα τσιγάρο; Να σου πω τη μοίρα σου, όμορφε; Μόλις αποφυλακίστηκα. Κατεβασμένο βλέμμα, απλανές ύφος, βιαστικό βήμα, οι κάτοικοι της Αθήνας.

Δεν μ’ άκουσες; ξαναρωτάει. Θα ’μουν αφηρημένος, της λέω.

Γαβγίζει σπαρακτικά στο μπαλκόνι. Παρκάρω, σβήνω, κλείνω την πόρτα, δύο η ώρα τη νύχτα. Ουρλιάζει στο μπαλκόνι, γουουφ με παράπονο. Τι πάθαμε, του λέω, γιατί φωνάζεις; Γουφ, κάνει, σταματάει τις φωνές και βάζει το κεφάλι του στα κάγκελα για να δει καλύτερα. Μοναξιές, ε; Δεν είσαι μόνος. Απλώς νιώθεις μόνος. Τον αφήνω να το σκέφτεται, γυρνάω, μπαίνω στη δικιά μου πολυκατοικία. Καθώς περιμένω το ασανσέρ, τον ακούω που αρχίζει ξανά να γαβγίζει. Όταν νιώθεις μόνος, είσαι μόνος, νομίζω ότι λέει, αλλά δεν ξέρω και καλά τη γλώσσα.

Ερμού νύχτα, σκοτάδι, φωτισμένη βιτρίνα, τραπέζια. Παγωμένο γιαούρτι. Ράθυμες παρέες. Ένα κορίτσι, δυο αγόρια. Αυτός αναλύει την πολιτική κατάσταση. Νύχτα με καύσωνα, στην ησυχία η φωνή του υπνωτιστική, σίγουρη, γεμάτη αυτοπεποίθηση. Εξηγεί την επικαιρότητα και η αφήγησή του είναι τόσο στέρεη, που σχεδόν τον ζηλεύω. Η πολιτική ως κόμικ, επεισόδιο από το «X-men», η επιστροφή. Οι καλοί, οι κακοί, οι λιποτάκτες που πήγαν με τους κακούς, οι δικοί μας, οι εχθροί, μάχες μέχρι την επικράτηση. Στη σταθερή του φωνή δεν υπάρχει ούτε μια ρωγμή, δεν υποψιάζεται καν ότι σε όσα λέει το πρόβλημα δεν είναι οι πολιτικές του θέσεις αλλά η άγνοια. Όταν θυμάμαι όσα πίστευα όταν ήμουν μικρός, νομίζω ότι ήμουν ηλίθιος. Άραγε το ίδιο θα νομίζω σε 20 χρόνια και για όσα πιστεύω τώρα; Δεν ξέρω. Ελπίζω να το μάθω όταν έρθει η ώρα. Αν είμαι τυχερός.

Ο Ιούλιος θα είναι δύσκολος και μετά ο Οκτώβριος πάρα πολύ δύσκολος, λέει ο προφήτης της τελευταίας σελίδας. Θες να σου φτιάξω το προφίλ για να σου πω λεπτομέρειες; Δεν θέλω να ξέρω, αρνούμαι έντρομος, τότε γιατί ζούμε αν όχι για την περιέργεια να μάθουμε τι θα γίνει μετά; Στο θυρωρείο δεν υπάρχουν πια γράμματα προσωπικά. Μόνο γράμματα χωρίς όνομα, αξιότιμε κύριε διαχειριστά, αξιότιμε ιδιοκτήτη. Διαφημιστικά προσπέκτους, ντελίβερι, λογαριασμοί. Αν κάποιος γράψει ένα γράμμα σε χαρτί κανονικό όπως παλιά, θα θεωρηθεί έργο τέχνης, θα το εκθέσουν σε μια γκαλερί στο Μεταξουργείο. Τώρα τελευταία η σύνθεση των προσπέκτους έχει αλλάξει. Λιγότερα ντελίβερι, περισσότερα μέντιουμ. Saidyjah international African spiritual healer and advisor. Κυψέλη-Αθήνα. Μπορώ να κάνω τους ερωτευμένους καλύτερα από πριν. Πότε πριν, δηλαδή; Μπορώ να κάνω άγνωστους μεταξύ τους ανθρώπους να ερωτευθούν. Αυτό τώρα είναι καλό; Επίσης δίνω πανίσχυρο φυλακτό για προστασία. Λύνω σημαντικές δικαστικές υποθέσεις σεξουαλικού περιεχομένου. And many other things. Αν ο Πανόπουλος συνεχίσει να προβλέπει δυσκολίες και δεινά, θα τηλεφωνήσω στον SAIDYJAH. Εντάξει; Άσε που είναι κι απ’ την Κυψέλη.

Κυριακή πρωί, 39 βαθμοί, ανεμιστήρας, καφές, δυνατή, βασική γεύση, αττικός ήλιος εκτυφλωτικός νικάει τα πατζούρια. Τσιγάρο, βαριές κινήσεις, σκόρπιες σκέψεις. Μια φωνή από μεγάφωνο. Καθαρίζω το περιβάλλον, καθαρίζω το χώρο σας, τα πάντα παίρνω, ό,τι έχετε, ο παλιατζής. Μέσα στη ζέστη και την αποχαύνωση, στην ησυχία της Κυριακής, μια φωνή απειλητική υπόσχεται ό,τι δεν μπορεί να πραγματοποιήσει, να καθαρίσει το περιβάλλον, να πάρει τις έγνοιες μας. Απ’ την μπαλκονόπορτα μπαίνουν φύλλα, σκορπάνε στο δωμάτιο, ξεραμένα φύλλα στο χαλί, πρέπει να σηκωθώ να κλείσω, θα γεμίσει ο τόπος, φυσάει, φύλλα πετάνε παντού, κάποια στιγμή θα σηκωθώ, σε λίγο, χωρίς δύναμη τα κοιτάζω ράθυμα, θα γεμίσουν το δωμάτιο, φύλλα, φυτά, θα γίνει ζούγκλα, πράσινη, σκοτεινή, υγρή, αδιαπέραστη, θα χαθώ μέσα, στην άγρια ζούγκλα θα χαθώ.