Πολιτικη & Οικονομια

Ράιχενμπαχ ή Παναγιωτακόπουλος;

Μαρία Σωτηρίου
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Το 2004, από μια διοργάνωση που δεν έπρεπε να την πάρουμε και που ακόμα την πληρώνουμε, μας έμειναν ωστόσο σημαντικότατες υποδομές, που βελτίωσαν πολύ τη ζωή μας (αεροδρόμιο, μετρό, θερμικά λεωφορεία, το «ποτάμι» που έφτασε στο ΣΕΦ, Ολυμπιακό χωριό, τραμ κλπ). Έτσι και τώρα, άσχετα από το ποια θα είναι η έκβαση της κρίσης, η ανάγκη εξωτερικού δανεισμού και η πίεση της τρόικας και της ευρωζώνης είναι μια ευκαιρία (αφού δεν το κάναμε τόσες δεκαετίες από μόνοι μας), να μειώσουμε το δημόσιο τομέα και να προωθήσουμε οικονομικές και άλλες μεταρρυθμίσεις, τέτοιες, που να μείνουν και στο μέλλον.

Το θέμα περνάει κατ΄ ανάγκην από το μνημόνιο και, γενικότερα, από τις συμφωνίες με την τρόικα και τις χώρες της ευρωζώνης. Αντιδημοφιλείς αλλά (στοιχειωδώς) ρεαλιστικές, οι συμφωνίες αυτές (ιδίως η συμφωνία της 21ης Ιουλίου, που μάλλον δεν την έχουν προσέξει οι Έλληνες όσο της αξίζει), δίνουν ωστόσο τη μοναδική (αν και ισχνότατη) πιθανότητα μη χρεοκοπίας. Κι αφού η μη χρεοκοπία περνάει από τις συμφωνίες με τους ξένους, περνάει κατ΄ ανάγκην και από την κυβέρνηση, που υλοποιεί (;) αυτές τις συμφωνίες. Και, αρέσει δεν αρέσει, περνάει και από τον κ. Ράιχενμπαχ (για τον οποίο έχουν περισσέψει τα αστειάκια και τα σκιτσάκια τα σχετικά με το όνομά του και τους δήθεν τίτλους που δήθεν έχει: ανθύπατος, γκουλάιτερ, Χίτλερ κλπ κλπ, ενώ δεν είναι παρά ένας κοινοτικός συλλογέας τεχνικών στοιχείων, πιθανότατα καλοπροαίρετος).

Εξετάζοντας τους τομείς όπου η κυβέρνηση πράγματι παρουσιάζει έργο, βλέπουμε ότι, υπό τη γενική σκέπη, πλέον, του Βενιζέλου (που, μετά την αποχώρηση της τρόικας πριν δέκα μέρες πήρε την υπόθεση πάνω του και δείχνει να έχει καταλάβει την κρισιμότητα της κατάστασης, αν και συνεχίζει τα φάουλ πχ. με τη Στατιστική Αρχή), προχωρούν τα εξής:

Στη Δημόσια Διοίκηση εφαρμόζονται (κουτσά στραβά) το 1πρός 10 (μία πρόσληψη για κάθε 10 συνταξιοδοτήσεις) και εν μέρει οι μετατάξεις, ενώ εξαγγέλθηκαν η μη ανανέωση συμβάσεων ιδιωτικού δικαίου, η αξιολόγηση, η εφεδρεία για τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, το νέο πειθαρχικό δίκαιο και το ενιαίο μισθολόγιο (το τελευταίο για εξακοσιοστή, περίπου, φορά) Στην Ανταγωνιστικότητα, καταργήθηκε το κρατικό μονοπώλιο σε μια σειρά τομείς, ενώ φαίνεται ότι ανοίγουν όλα τα επαγγέλματα αμέσως και χωρίς εξαιρέσεις. Ειδικά στις Μεταφορές, το άνοιγμα που επιβάλλει ο Ραγκούσης είναι ριζικό στην Υγεία, ο Λοβέρδος παλεύει με τα χειρότερα, ίσως, οργανωμένα συμφέροντα, προωθεί μεταρρυθμίσεις και δε μασάει τα λόγια του, στα Πανεπιστήμια, η Διαμαντοπούλου κατάφερε να περάσει το νόμο που κατάργησε το «πανεπιστημιακό άσυλο» στην ελληνική του εκδοχή και την έωλη φοιτητική συμμετοχή στη διοίκηση, στην ΕΡΤ, ο Μόσιαλος πράγματι μειώνει κανάλια και σταθμούς, ενώ έκλεισε και τους πρώτους άχρηστους οργανισμούς της δικαιοδοσίας του, στα Ναρκωτικά, προωθείται η αποποινικοποίηση της χρήσης, μέτρο που –εκτός των άλλων- θα αποσυμφορήσει τις φυλακές.

Όλα αυτά τα παραπάνω καλά είναι και θα παίξουν θετικό ρόλο στο να μη χρεοκοπήσουμε (Αλλά μακάρι να μας μείνουν προίκα έτσι κι αλλιώς, ακόμα κι αν χρεοκοπήσουμε, για όταν -και όπως- ξαναστήσουμε το μαγαζί.). Όμως, από κει και πέρα, ακινησία και τέλμα. Ούτε μια ΔΕΚΟ δεν έχει πουληθεί. Οι εφορίες υπολειτουργούν, έτσι που την πληρώνουν πάντα οι ίδιοι και οι ίδιοι, ενώ οι φοροφυγάδες πίνουν πάντοτε εις υγείαν των κορόιδων. Ουδείς εμπλεκόμενος σε οποιουδήποτε είδους σκάνδαλο πλήρωσε οποιοδήποτε τίμημα (ούτε καν μη πολιτικοί, όπως ο Κεντέρης ή η Θάνου). Θύλακοι του στενού και ευρύτερου δημόσιου τομέα παραμένουν εντελώς ή βασικά άθικτοι (αστυνομία, βουλή, εξοπλισμοί, προεδρία, στρατός, εκκλησία,).

Αλλά και ολόκληροι υπουργοί μάχονται κάθε μεταρρύθμιση. Το ίδιο και πρωτοκλασάτοι βουλευτές και βουλευτίνες, που στο παρελθόν είχαν αναλάβει σημαντικά αξιώματα (π.χ. ο κ. Κακλαμάνης που εξακολουθεί να διαφωνεί με το μάζεμα στην ΕΡΤ). Με στόχο να μη θίγονται οι διορισμένοι από το σύστημα, δηλαδή η πολιτική πελατεία τους, μιλάνε για «προδοσία της ιδεολογίας του ΠΑΣΟΚ»- σα να υπάρχει «ιδεολογία» σημαντικότερη από τη μη χρεοκοπία της χώρας. Έτσι, η κοινοβουλευτική ομάδα του κυβερνώντος κόμματος είναι πάντα ένα ενδιαφέρον αίνιγμα: θα στηρίξει ή δε θα στηρίξει κάθε νέο νόμο που φέρνει η κυβέρνηση; Ο δε Γιώργος Παναγιωτακόπουλος (εκφραστής του βαθέος, του «βαθύτατου –τόσο – που – δεν – πιάνεις – πάτο» ΠΑΣΟΚ) κατηγορεί συλλήβδην την κυβέρνηση για νεοφιλελευθερισμό. Παράλληλα, ποικίλες κοινωνικές ομάδες απεργούν, απέχουν, απαιτούν διατήρηση επιδομάτων, καταλαμβάνουν χώρους εργασίας και σπουδών, διακόπτουν την κυκλοφορία, απειλούν, μιλάνε για «μη εφαρμογή νόμων» κλπ.: το μόνο που αποδεικνύουν είναι ότι δεν καταλαβαίνουν σε ποια φάση βρίσκεται η χώρα, δείχνοντας ότι ενδιαφέρονται μόνο για το στενό συμφέρον και βόλεμά τους.

Στη μέση όλων αυτών, ο Γιώργος Παπανδρέου προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στα τρία ΠΑΣΟΚ: το μεταρρυθμιστικό, το αναχρονιστικό του Παναγιωτακόπουλου και το πολυαριθμότερο, το οπορτουνιστικό, που περιμένει να δει που θα φυσήξει ο άνεμος. Αυτό τον καιρό, ο Παπανδρέου φαίνεται να στηρίζεται βασικά στους μεταρρυθμιστές, αν και όχι με συνέπεια. Με τις χαρακτηριστικές καλές του προθέσεις, αλλά και την εξίσου χαρακτηριστική αναποφασιστικότητά του, ο πρωθυπουργός άφησε ενάμιση χρόνο να περάσει σχεδόν αναξιοποίητος. Τώρα, έχοντας πειστεί ότι άλλη λύση δεν υπάρχει και ότι η μικρή πιθανότητα σωτηρίας περνάει μέσα από την υλοποίηση των συμφωνιών με τους ξένους, τρέχει και δε φτάνει. Δεν ελπίζει απλά να πάρει την 6η δόση, ελπίζει ότι θ΄ αντέξει η οικονομία (και η κυβέρνηση), θα μαζευτούν οι φόροι και του χρόνου θα υπάρξει, επιτέλους, πρωτογενές πλεόνασμα (Τώρα, το πώς θα λειτουργήσει επικοινωνιακά η εννιαήμερη απουσία του από τη χώρα, ο καθένας μπορεί να το κρίνει).

Δύσκολο το πρωτογενές πλεόνασμα του χρόνου; Όχι απλά δύσκολο. Χειρότερα, σχεδόν αδύνατο. Όμως άλλη πιθανότητα δεν έχουμε, αφού κυβέρνηση Παναγιωτακόπουλου μάλλον θα πρέπει να αποκλειστεί.

Υ.Γ. Το editorial του Φώτη Γεωργελέ στο τρέχον φύλλο της «Athens Voice» τελειώνει ώς εξής: «Αν δεν συµβεί κανένα θαύµα, η ώρα τού ‘ο σώζων εαυτόν σωθήτω’ είναι πιο κοντά». Ίσως «θαύμα» να εννοεί αυτή την ελάχιστη πιθανότητα, που περνάει από τις τεχνικές εκθέσεις του κ. Ράιχενμπαχ. Με οποιαδήποτε κριτήρια κοινής λογικής, προτιμότερος ο Ράιχενμπαχ από τον Παναγιωτακόπουλο.