Πολιτικη & Οικονομια

Διαχείριση πλήθους, αστυνομία, όχλος

Για μια ακόμα φορά δεν συμμερίζομαι την αντίληψη «μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι»

Σώτη Τριανταφύλλου
ΤΕΥΧΟΣ 354
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Για μια ακόμα φορά δεν συμμερίζομαι την αντίληψη «μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι» που χαρακτηρίζει υπανάπτυκτες κοινωνίες με έξαλλα οράματα αναρχίας. Οι αναμετρήσεις με τα όργανα της τάξεως είναι φαινόμενο σύμφυτο στην ανθρώπινη οργάνωση και φύση, η οποία από τη μία πλευρά επιζητεί την ευταξία, ενώ από την άλλη έχει την τάση να αψηφά τον νόμο και τους εκπροσώπους της. Στην Ελλάδα, τα γεγονότα των τελευταίων τριάντα χρόνων υπερβαίνουν τον μέσο όρο της έντασης ανάμεσα στον πολίτη και την αστυνομία και παρέχουν πληροφορίες για το πολιτικό μας ήθος και τη δημοκρατική μας παιδεία.

Η ελληνική αστυνομία δείχνει να μην ξέρει πώς να διαχειρίζεται πλήθη. Ίσως δεν διδάσκεται σωστά πώς μπορεί να εμποδιστεί η βία που ενδέχεται να εκδηλωθεί όταν συγκεντρώνεται μεγάλος αριθμός ανθρώπων σε σχετικά «μικρό» χώρο: σε αγώνες ποδοσφαίρου, σε διαδηλώσεις, σε φυλακές, σε δημόσια θεάματα. Έτσι, εμφανίζεται θρασύδειλη, χωρίς στρατηγική, χωρίς κύρος. Ως εκ τούτου, είναι επιρρεπής είτε σε άτακτη υποχώρηση μπροστά στον εξαγριωμένο όχλο –πράγμα που δημιουργεί αρνητικό προηγούμενο, ηττοπάθεια και αίσθημα χάους– είτε σε πράξεις ανώφελης και τυφλής βίας, πράγμα που γεννά όλο και περισσότερη τυφλή βία.

Η διαχείριση του πλήθους είναι μια ολόκληρη φιλοσοφία που εφαρμόζεται όχι μόνον με συγκεκριμένη διάταξη και χωροταξικούς κανόνες (όπως σε μια μάχη), με συγκεκριμένη συμπεριφορά και συνεργασία αλλά και με μια σειρά τεχνικά μέσα: το μοναδικό «τεχνικό μέσο» που φαίνεται να χρησιμοποιεί η ελληνική αστυνομία είναι τα δακρυγόνα. Ίσως μάλιστα να μην έχει συνειδητοποιήσει καλά-καλά πώς, πού και γιατί χρησιμοποιούνται.

Όμως το πρόβλημα στην ελληνική πραγματικότητα δεν είναι η αστυνομία που ενοχοποιείται για όλα τα έκτροπα, τα τόσο συνήθη στους ελληνικούς δρόμους. Το πρόβλημα είμαστε εμείς οι πολίτες που δεν έχουμε ξεπεράσει την εφηβική περιφρόνηση της εξουσίας: οι ενήλικοι άνθρωποι σέβονται τα εσκαμμένα όρια της συμπεριφοράς, αναγνωρίζουν το ρόλο των οργάνων του κράτους και επαγρυπνούν ειρηνικά ώστε αυτά τα όργανα να σέβονται τα ανθρώπινα δικαιώματα. Ένας έφηβος συγχωρείται όταν βγάζει τη γλώσσα του στον εκπρόσωπο της εξουσίας: στον δάσκαλο, στον γονέα, στον σεκιουριτά του νάιτ-κλαμπ. Όταν όμως κάνει κάτι τέτοιο ένας ενήλικας, πρέπει να θεωρείται ψυχοπαθής. Εξίσου ψυχοπαθής είναι ο εκπρόσωπος της εξουσίας που ανέχεται αυτή τη συμπεριφορά παριστάνοντας ότι δεν τη βλέπει ώστε να μη χρειαστεί να την αντιμετωπίσει.

Από την πρώτη κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, μέσα στο τρελό φιλολαϊκό πανηγύρι, η αστυνομία μεταμορφώθηκε: ενώ παλιότερα επρόκειτο για μια συμμορία χωρικών ειδικευμένων σε βασανισμούς αντιφρονούντων, έγινε ο εύκολος στόχος του όχλου. Αναρχικοί, αναρχοφασίστες, αριστεριστές, νεοφασίστες και χούλιγκανς προστατεύτηκαν για πολλά χρόνια από ένα είδος ασυλίας: στην Ελλάδα όταν ένας αστυνομικός ασκεί βία θεωρείται «γουρούνι, δολοφόνος», όταν ένας πολίτης ασκεί βία θεωρείται επαναστάτης. Όταν ένας αστυνομικός παραβιάζει τη νομοθεσία ο όχλος απαιτεί λιθοβολισμό και λιντσάρισμα – όταν οι βάνδαλοι εισβάλλουν στα πανεπιστήμια, όταν καίνε τις πλατείες, όταν καταλαμβάνουν δημόσια κτήρια ο όχλος χειροκροτεί. Και παρά τις σκανδαλωδώς λιγοστές συλλήψεις, στις φυλακές υπάρχουν κάμποσοι τέτοιοι επαναστάτες για την απελευθέρωση και τον δοξασμό των οποίων εντείνονται οι εξωτερικές πιέσεις. Οι τοίχοι στο κέντρο της Αθήνας είναι γεμάτοι συνθήματα για την αποφυλάκιση «συντρόφων»: μετά από 37 χρόνια δημοκρατίας, το ποινικό έγκλημα εκλαμβάνεται ως στάση ανταρσίας και η ανταρσία καθαγιάζεται.

Η αστυνομία δεν κατάφερε να οργανώσει και να επανδρώσει τον μηχανισμό ελέγχου του ελληνικού πλήθους, μέρος του οποίου εκδηλώνει ξανά και ξανά λεκτική και πρακτική επιθετικότητα. Εξάλλου, ένα μέρος της αστυνομίας φαίνεται κουρασμένο και εξοργισμένο από αυτή τη σχέση μίσους με αποτέλεσμα ετοιμότητα για την «τελική λύση», για πράξεις ένοπλης βίας. Τέλος, υπάρχουν, έτσι κι αλλιώς, αστυνομικοί με πρωτόγονα ένστικτα, απαίδευτοι και, εν δυνάμει, επικίνδυνοι.

Το «εν δυνάμει» ενεργοποιείται από τα πρωτόγονα ένστικτα του πλήθους: οι περισσότεροι Έλληνες –τουλάχιστον αυτοί που συμμετέχουν σε διαδηλώσεις– πιστεύουν ότι οι πράξεις βίας και βανδαλισμού οφείλονται σε «προβοκάτσιες». Ούτε σ’ αυτό θα συμφωνήσω. Οι ασχημίες και τα έκτροπα οφείλονται σ’ εμάς τους ίδιους· όχι σε κάποιο σκοτεινό σχέδιο: εμείς είμαστε το σκοτεινό σχέδιο. Ανάμεσά μας υπάρχουν πολλοί –πάρα πολλοί– άνθρωποι με νοσηρή ευερεθιστότητα, οι οποίοι δεν αναλαμβάνουν την ευθύνη της παραβίασης των νόμων. Συχνά, το ελληνικό πλήθος μοιάζει «μεθυσμένο»: δείχνει υπερβολική αυτοπεποίθηση, απερισκεψία, πείσμα, έλλειψη συναισθηματικού ελέγχου, παιδικόμορφη εκφορά του λόγου, ασθενή αίσθηση της αυτοσυντήρησης, έντονη παρορμητικότητα – ακριβώς όπως κάποιος που έχει μεθύσει άσχημα.

Αντί λοιπόν για την κατάργηση της αστυνομίας την οποία φαίνεται να πρεσβεύουν οι Έλληνες του «μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι», χρειάζεται εκσυγχρονισμός της. Όμως αυτός ο εκσυγχρονισμός δεν μπορεί να συμβαδίζει με ένα διαλυμένο κράτος που προσκαλεί τους πολίτες σ’ ένα παιχνίδι χωρίς κανόνες. Κανόνες πρέπει να τίθενται όχι μόνον για τα ζητήματα της πολιτικής συμπεριφοράς αλλά και για ζητήματα πρακτικά: για παράδειγμα, η πλατεία Συντάγματος δεν μπορεί να αποτελεί χώρο διαδηλώσεων. Καμιά πόλη του κόσμου δεν παραδίδεται ολοκληρωτικά στα κοινωνικά κινήματα: επιβάλλονται χωροχρονικά όρια, περιορισμοί. Η οργάνωση των διαδηλώσεων από την πλευρά των πολιτών είναι επίσης μια τέχνη και μια τεχνική – η διαχείρισή τους από την πλευρά του Νόμου είναι μια άλλη. Για να υπακούσουν οι  Έλληνες στο νόμο, πρέπει ο νόμος να υπάρχει. Επίσης πρέπει να υπάρχει ο τρόπος και η βεβαιότητα της επιβολής του.