Πολιτικη & Οικονομια

Edito 348

Μια φορά, κάποια ρωτούσε πολλά, ήθελε να μάθει πού γεννήθηκα, πού μεγάλωσα, πώς έζησα σ’ αυτή την πόλη.

Φώτης Γεωργελές
ΤΕΥΧΟΣ 348
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Μια φορά, κάποια ρωτούσε πολλά, ήθελε να μάθει πού γεννήθηκα, πού μεγάλωσα, πώς έζησα σ’ αυτή την πόλη.  Είναι δύσκολο να μιλάς για το παρελθόν με λέξεις, έκανα κάτι άλλο. Ένα ανοιξιάτικο βράδυ, την πήρα μια βόλτα με τα πόδια. Σόλωνος, Νομική, Ναυαρίνου, Εξάρχεια, Μπουμπουλίνας, Γ΄ Σεπτεμβρίου, Πλατεία Βικτωρίας, στοά Μπρόντγουεϊ, Μαυρομματαίων, Γκρην Παρκ, Πεδίον του Άρεως, Φωκίωνος Νέγρη. Στην πλατεία Αγίου Γεωργίου, κουρασμένοι, παγωτό στη Δωδώνη. Τα κατάλαβα όλα, είπε. Την κοίταξα καχύποπτα: Τι παγωτό; Γιαούρτι, απάντησε και αμέσως κατάλαβε το λάθος της. Όχι, όχι, παρφέ σοκολάτα. Διαβάζω ξανά τα «Γουρούνια στον Άνεμο» του Νίκου Νικολαΐδη και θυμάμαι τις διαδρομές. Αν ήθελα τώρα να κάνω αυτή τη βόλτα δεν θα μπορούσα, θα δίσταζα. Σκέφτομαι, δεν χάσαμε μόνο τη μισή μας πόλη, μας πήραν και τις αναμνήσεις μας, μας αφαίρεσαν τον πλανήτη της παιδικής μας ηλικίας.

Μεσημέρι Σαββάτου, εφημερίδα, καφές, νιώθω μια παρουσία, την αίσθηση ότι ένα βλέμμα είναι καρφωμένο επάνω σου. Στο μπαλκόνι μια γάτα έχει κολλήσει τη μουσούδα στο τζάμι, παρατηρεί προσηλωμένη. Την κοιτάζω κλεφτά, ακίνητη παρακολουθεί για ώρα. Δεν προσπαθώ να ανοίξω την πόρτα, ξέρω τα κόλπα, οι γάτες όταν τις φωνάζεις δεν έρχονται. Κάνουν ότι ασχολούνται αδιάφορα με τον εαυτό τους και μετά, όταν πια δεν το περιμένεις, έρχονται και τρίβονται επάνω σου. Βγαίνω από την άλλη πόρτα, κοιτάζω κάτω απ’ τα κάγκελα, ανάβω τσιγάρο, αδιάφορος, δεν της δίνω καμία σημασία. Πώς βρέθηκε εδώ, πώς ήρθε τόσο ψηλά, από πού πέρασε, όταν πια δεν αντέχω την επιθυμία να τη χαϊδέψω, πλησιάζω να την αγγίξω. Με μια μόνο κίνηση αστραπιαία, πηδάει στο διπλανό μπαλκόνι, χάνεται. Χρειάζονται υπομονή τα γατίσια κόλπα, οι άνθρωποι ξέρουν ότι δεν είναι εφτάψυχοι, βιάζονται.

Βράδυ στη Σκουφά, ζέστη, μπίρες, συζητήσεις για τον πόλεμο της νύχτας, για τα μαγαζιά, για τον πόλεμο της μέρας, πολιτική και σκάνδαλα. Έχει μιλήσει σε μια εκδήλωση για το έργο της, θα το ανεβάσει το καλοκαίρι, θες να παίξεις κομπάρσος; Τι θα λέω; Τίποτα, θα κάνεις ντους. Μόνος μου; Όχι, εσύ κι άλλοι 15 γυμνοί άντρες. Γελάει, με ξέρει καλά, είναι το έργο που δεν θα έπαιζα ποτέ, στ’ αλήθεια δεν θα μπορούσα να παίξω σε κανένα έργο. Ένα αγόρι από το διπλανό τραπέζι σηκώνεται, συγνώμη. Φαίνεται ότι τα πρόσωπά μας παίρνουν αμέσως τη συνηθισμένη, τελευταίας εποχής αθηναϊκή μάσκα, απασχολημένο ύφος, απλανές βλέμμα, γιατί συμπληρώνει: Δεν είμαι ζητιάνος, ήθελα να ρωτήσω κάτι γιατί ήμουν στην εκδήλωση. Τρεις φωνές, ταυτόχρονα, απαντάνε: Μήπως έχεις τσιγάρο; Μήπως έχεις χαρτάκια; Μήπως θέλεις να παίξεις γυμνός σ’ ένα θέατρο; Το παιδί γελάει, όλοι κάτι ζητάμε απ’ τον διπλανό μας σ’ αυτή τη ζωή, όχι, λέει, θέλετε ένα ευρώ;

Σχολή, διάλειμμα πριν το μάθημα, στα σκαλιά του τρίτου ορόφου, μιλάνε μεταξύ τους, κοιτάζω αφηρημένα απ’ το τζάμι, σκόρπιες κουβέντες, μισές φράσεις, αδιάφορες, σαν υπόκρουση ενός κόσμου που τον νιώθω συνέχεια να απομακρύνεται, να μην τον καταλαβαίνω. Είναι απαρηγόρητη, της έχουν κλέψει το μπουφάν, σκίζει μια κόλα χαρτί, γράφει βιαστικά και το κολλάει στο τζάμι. Πλησιάζω αδιάφορα. Κύριε κλέφτη. Δεν πειράζει που πήρατε το ωραίο τζιν μπουφανάκι μου, παρόλο που ήταν το αγαπημένο μου. Ούτε για το κινητό πειράζει, για τη συσκευή. Όμως στο τηλέφωνο είχα όλα του τα μηνύματα που μου ’στελνε τρία χρόνια. Όλα αυτά που διάβαζα ξανά για να θυμάμαι τι έζησα, τώρα που πια δεν τον έχω. Τι θα διαβάζω τώρα, κύριε κλέφτη μου, πώς θα ξέρω ότι τα έζησα στ’ αλήθεια; Κρατήστε τα όλα, μπορείτε όμως, σας παρακαλώ, να μου επιστρέψετε τα τρία χρόνια απ’ τη ζωή μου; Νιώθω τα μάτια μου λίγο να τσούζουν κάτω απ’ τα μαύρα γυαλιά, κανένας κόσμος δεν είναι μακριά, κανείς δεν είναι απόμακρος, ό,τι γλώσσα κι αν μιλάει.

Βράδυ αργά στην Κηφισίας, βενζινάδικο, αμάξια στις αντλίες, φουλάρουν το ντεπόζιτο. Σταματάει το αυτοκίνητο πιο πέρα στην αντλία, να βάλει αέρα. Μαύρη κοντή φούστα, σκύβει, ξεβιδώνει το μπουλόνι, γονατίζει, συμπληρώνει τον αέρα στο λάστιχο. Ξαφνικά, σαν από διαίσθηση, σηκώνει τα μάτια, όλα ακινητοποιημένα, τα μαρσαρίσματα έχουν σταματήσει, τα αυτοκίνητα σταματημένα, οι δέσμες των προβολέων επάνω της, πίσω από τα μαύρα τζάμια πρόσωπα ρουφάνε με λαιμαργία που γίνεται οδυνηρή, εικόνες που θα τους συντροφεύσουν το υπόλοιπο βράδυ μιας σκληρής πόλης, μιας σκληρής ζωής. Διστάζει, ντροπαλός αισθησιασμός που δεν έχει επίγνωση της επίδρασης στους άντρες, μισοσηκώνεται, μετά γονατίζει πάλι, ρίχνει τα μαλλιά στο πρόσωπο, βιδώνει την τάπα, σηκώνεται νωχελικά, λουσμένη στους προβολείς, φεύγει. Μαθαίνει. Οι άντρες είναι πιο μόνοι. Οι γυναίκες έχουν κοινό πάντα, νιώθουν τα μάτια όλων επάνω τους, έχουν συνηθίσει τα βλέμματα. Κλειδιά στις μηχανές, αυτοκίνητα παίρνουν μπρος, ξαφνικά ο ήχος επιστρέφει, μαρσαρίσματα, ο θόρυβος της λεωφόρου, οδηγοί στρίβουν, άντρες μόνοι παίρνουν το δικό τους δρόμο, στα μάτια τους ακόμα μια φευγαλέα εικόνα, μια μαύρη φούστα, ξανθά μαλλιά, μια αντλία. Μαζί σου έχω γίνει γενναιόδωρη, λέει. Χαμογελάει λίγο θλιμμένος, ξέρει ότι αυτό δεν είναι προς το συμφέρον του.

Ναφθαλίνη, λεβάντα, βότανα, στικ, ταμπλέτες, ευκάλυπτος, γιατί είναι τόσο δύσκολο το σούπερ μάρκετ; Τι μπαίνει πού; Ποιο είναι το πρόβλημα του καλοκαιριού; Πώς κρεμιέται αυτό; Πώς ανοίγει αυτή η συσκευασία; Πόσο άχρηστος είμαι; Τέσσερις το πρωί, έχω δώσει τη μάχη με τα χειμωνιάτικα και την έχασα. Σβήσε το φως. Γλυκιά μέθη, λέγεται αυτό; Ασφυξία από καμφορά; Φως. Τσιγάρο. Χάνω όλες τις καλοκαιρινές μάχες. Περιστέρια, σκόρους. Σβήσε το φως. Ο μέσος άνθρωπος χρειάζεται μόνο 7 λεπτά για να κατεβάσει τους διακόπτες. 15-20 λεπτά για να ξυπνήσει. Βυθίζεσαι πάντα πιο εύκολα. Φως. Grey’s Anatomy. Δεν είμαι ο μέσος άνθρωπος.