Πολιτικη & Οικονομια

Πόσο βιώσιμη είναι η προσέγγιση Ερντογάν-Πούτιν;

Μια οικονομική προσέγγιση

Βασίλης Καραγιάννης
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Στις γεωπολιτικές εξελίξεις μπορεί τα θέματα άμυνας κι ασφάλειας να είναι αυτά που λαμβάνουν κυρίαρχη θέση στα μέσα ενημέρωσης αλλά, κατά τη γνώμη μου, είναι η οικονομία αυτή που παίζει καταλυτικό ρόλο. Κι αυτό είναι λογικό γιατί διανύουμε την εποχή της παγκοσμιοποίησης, κατά την οποία οι οικονομικές σχέσεις φέρνουν τα κράτη πιο κοντά. Ακόμα κι αυτά που παραδοσιακά βρίσκονταν σε αντίπαλα γεωπολιτικά στρατόπεδα.

Παρακολουθώντας την πρόσφατη προσέγγιση Τουρκίας-Ρωσίας, εύλογα δημιουργείται το ερώτημα «πόσο θα διαρκέσει το συγκεκριμένο ειδύλλιο;».

Για να έχουμε πλήρη εικόνα της κατάστασης, θα πρέπει να προσεγγίσουμε το ζήτημα από την πλευρά της οικονομίας. Θα έλεγα μάλιστα ότι τις περισσότερες φορές, η οικονομική προσέγγιση αποτελεί τον ασφαλή τρόπο γιατί ξεπερνά κλασσικές ιδεοληψίες και βασίζεται αποκλειστικά στην ανάγνωση των πραγματικών δεδομένων (hard facts).

Για παράδειγμα, μπορεί να έχουμε μία αναμέτρηση ισχύος μεταξύ της Δύσης και της Ρωσίας στο θέμα της Ουκρανίας, αλλά την ίδια στιγμή η ΕΕ αποτελεί τον Νο1 πελάτη των ρωσικών εξαγωγών φυσικού αερίου. Κι αυτό έχει παγιώσει την κατάσταση ή/και έχει αποτρέψει τη γενικευμένη σύρραξη.

Επίσης, μπορεί να έχουμε μία αναμέτρηση ισχύος μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας, αλλά την ίδια στιγμή τα κινέζικα κεφάλαια αποτελούν τον Νο1 κάτοχο των ομολόγων του αμερικανικού δημοσίου. Και φυσικά τα κινέζικα προϊόντα εξάγονται μαζικά στις ΗΠΑ. Κι αυτό εκ των πραγμάτων δημιουργεί σχέσεις αλληλεξάρτησης.

Στο θέμα μας τώρα, η Τουρκία και η Ρωσία ιστορικά βρίσκονταν σε αντίπαλα στρατόπεδα λόγω των διαφορετικών γεωπολιτικών συμφερόντων στη Μέση Ανατολή, τα οποία συμπεριλαμβάνουν και διαφορές σε θρησκευτικό επίπεδο. Η αντιπαράθεση κλιμακώθηκε το τελευταίο διάστημα με την άμεση εμπλοκή της Ρωσίας στην εμφύλια σύρραξη της Συρίας και κλιμακώθηκε με την περσινή κατάρριψη του ρωσικού πολεμικού αεροσκάφους από τουρκικό F16.

Η μεγάλη εικόνα των οικονομικών σχέσεων Ρωσίας-Τουρκίας δείχνει ότι οι οικονομικές σχέσεις των δύο χωρών είχαν αναπτυχθεί σημαντικά από την ανάληψη της εξουσίας από τον Ερντογάν, στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας. Παρ’ όλα αυτά, οι οικονομικές σχέσεις επιδεινώθηκαν το τελευταίο διάστημα. Πιο συγκεκριμένα:

• Τουρισμός: Η Τουρκία ήταν ο πιο δημοφιλής προορισμός των Ρώσων τουριστών και ο αριθμός των αφίξεων από τη Ρωσία αποτελούσαν τον 2ο μεγαλύτερο για την Τουρκία. Μετά την περσινή κατάρριψη του ρωσικού αεροσκάφους, το μπαράζ τρομοκρατικών ενεργειών και το αποτυχημένο πραξικόπημα, η πτώση στις αφίξεις Ρώσων τουριστών στην Τουρκία έχει ξεπεράσει το -93% τον Ιούνιο του 2016 (σε σχέση με τον Ιούνιο του 2015). Επίσης, η συνολική πτώση των αφίξεων των Ρώσων τουριστών κατά το 1ο μισό του 2016 έφτασε το -87% και η πτώση των εσόδων έφτασε τα 900 εκατ.

• Εμπόριο: Το 2008 το διμερές εμπόριο Ρωσίας Τουρκίας ανερχόταν στα $38 δις, ενώ το 2015 μειώθηκε στα 23,3 δις. Το 2015, η Ρωσία αποτελούσε τον Νο2 προορισμό για τις τουρκικές εξαγωγές, ενώ η Τουρκία αποτελούσε τον Νο3 προορισμό για τις ρωσικές εξαγωγές. Αν και η πτώση της τιμής του πετρελαίου επηρέασε ευνοϊκά την πλευρά της Τουρκίας (εισαγωγέας ενέργειας), η αντιπαράθεση στο Συριακό και η κατάρριψη του ρωσικού πολεμικού αεροσκάφους από τουρκικά F16 επηρέασαν αρνητικά και τις τουρκικές εξαγωγές προς τη Ρωσία. Πιο συγκεκριμένα, κατά το 1ο μισό του 2016 καταγράφηκε μείωση κατά 60,5% των τουρκικών εξαγωγών προς τη Ρωσία (συνολική αξία 737 εκατ.) ενώ μόνο τον Ιούνιο του 2016, κατέγραψαν πτώση 63% σε ετήσια βάση.

• Ενέργεια: Η Τουρκία εισήγαγε περί τα 27 δις κ.μ. φυσικού αερίου από τη Ρωσία (για να έχουμε ένα μέτρο σύγκρισης, το σύνολο των ελληνικών εισαγωγών φυσικού αερίου ήταν στα 3 δις κ.μ.) και μελετά την κατασκευή του πυρηνικού εργοστασίου του Akkuyu, εξ ολοκλήρου από ρωσικές εταιρίες.

Με βάση τα παραπάνω γίνεται αντιληπτό ότι το οικονομικό διακύβευμα στις σχέσεις Τουρκίας-Ρωσίας είναι εξαιρετικά υψηλό και εξηγεί σε έναν βαθμό τη στροφή του Ερντογάν προς τη Ρωσία.

Αλλά ακόμα κι αν ο Ερντογάν πετύχει κάποια οικονομικά οφέλη μέσω της επαναπροσέγγισης με τη Ρωσία, ενδεχομένως να βελτιώσει αλλά δεν θα επιλύσει το βασικό πρόβλημα της τουρκικής οικονομίας. Κι αυτό γιατί η τουρκική οικονομία εξακολουθεί να είναι εξαιρετικά ευάλωτη σε εξωγενείς παράγοντες, κι αυτό συμβαίνει παρά την ανάπτυξη που έχει καταγράψει τα τελευταία χρόνια. Πιο συγκεκριμένα:

1) H τουρκική οικονομία προβλέπεται ότι θα καταγράψει αύξηση του ΑΕΠ κατά 3,8% το 2016, αλλά αυτό θα συμβεί σχεδόν αποκλειστικά μέσω της αύξησης της εσωτερικής ζήτησης ως αποτέλεσμα της αύξησης κατά 30% του κατώτατου μισθού που υλοποιήθηκε κατά το 1ο τρίμηνο του 2016. Επίσης, αν κι έχει καταγραφεί βελτίωση στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών λόγω της σημαντικής πτώσης της τιμής της ενέργειας (η Τουρκία εισάγει άνω του 73% των ενεργειακών αναγκών της), εξακολουθεί να διατηρεί μεγάλο έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών (-3,5% έναντι ΑΕΠ).

2) Το στοιχείο που κάνει την τουρκική οικονομία εξαιρετικά ευάλωτη σε εξωγενείς παράγοντες είναι ότι δεν χρηματοδοτεί το έλλειμμα με ιδία κεφάλαια αλλά με βραχυχρόνιο, εξωτερικό δανεισμό του τραπεζικού της συστήματος (περί τα 194 δις ή 27% του ΑΕΠ). Αυτό σημαίνει ότι ανά πάσα στιγμή ενδέχεται τα ξένα κεφάλαια να σταματήσουν να χρηματοδοτούν την τουρκική οικονομία και να προκληθεί ασφυξία ρευστότητας ή/και χρεοκοπία. Κι επειδή ο δανεισμός είναι βραχυχρόνιος, τα αποτελέσματα θα είναι άμεσα. Για να δώσουμε μία ένδειξη του κινδύνου, ο μέσος όρος του χρόνου αποπληρωμής του τουρκικού δανεισμού φθάνει στα 3 με 4 έτη, ενώ ο αντίστοιχος μέσος όρος του ελληνικού χρέους είναι 16 με 17 έτη (το ελληνικό χρέος έχει πολύ πιο ασφαλές προφίλ).

3) Το άλλο ποιοτικό στοιχείο του εξωτερικού δανεισμού είναι ότι, ενώ μέχρι πρότινος τα κεφάλαια που χρηματοδοτούσαν το τουρκικό έλλειμα προερχόταν από τη Δύση, σταδιακά οι δυτικές τράπεζες «εξαφανίστηκαν» από την τουρκική οικονομία και τη θέση τους πήραν τα αραβικά κεφάλαια. Αυτό δεν σημαίνει απλά αλλαγή δανειστή, αλλά και ότι τα αραβικά κεφάλαια διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο. Κι αυτό γίνεται κάθε μέρα και πιο εμφανές στην οικονομία, στην κοινωνική ζωή ή/και στην εξωτερική πολιτική της Τουρκίας,

Κι ερχόμαστε να συνδέσουμε την κατάσταση στην οικονομία με την προσέγγιση Ερντογάν-Πούτιν. Αυτοί μπορεί να είναι ένας από τους παρακάτω ή συνδυασμός αυτών:

1. Όλες οι ενδείξεις παραπέμπουν σε ήττα του Ισλαμικού κράτους στη Συρία. Σε συνδυασμό με την επιδείνωση των σχέσεων Τουρκίας Δύσης λόγω του κουρδικού ζητήματος, ο Ερντογάν προσπαθεί να επαναφέρει την κανονικότητα στις εμπορικές σχέσεις Τουρκίας Ρωσίας προσφέροντας ανταλλάγματα όπως Turk Stream ή κατασκευή πυρηνικού εργοστασίου στο Akkuyu.

2. Η κατάρρευση της τιμής του πετρελαίου έχει προκαλέσει σημαντικά οικονομικά προβλήματα στη Σαουδική Αραβία και στα Εμιράτα του Κόλπου. Κι αυτό γιατί το μεγαλύτερο τμήμα των κρατικών εσόδων τους προέρχεται από το πετρέλαιο (>85% για τη Σαουδική Αραβία). Αυτό έχει ως αποτέλεσμα για πρώτη φορά να έχουμε αυξήσεις φορολογίας στα αραβικά κράτη και απολύσεις (αρχικά ξένων εργαζομένων).

Εάν η τιμή του πετρελαίου εξακολουθήσει να κυμαίνεται σε επίπεδα κάτω των 50δολ. το βαρέλι, σε 2-3 χρόνια τα διαθέσιμα των αραβικών κεντρικών τραπεζών ενδεχομένως να στερέψουν. Και φυσικά αυτό δεν θα προκαλέσει μόνο την απόσυρση της αραβικής στήριξης στο ισλαμικό κράτος αλλά και την ενδεχόμενη απεμπλοκή των αραβικών κεφαλαίων από τη χρηματοδότηση του τουρκικού ελλείμματος.

Η Τουρκία βλέποντας ότι δεν είναι βιώσιμη λόγω και οικονομικών δυσχερειών η υφιστάμενη συμμαχία με τα σουνιτικά αραβικά κράτη ενάντια στον Άσσαντ, ετοιμάζεται να απεμπλακεί και να επαναφέρει την κανονικότητα στις σχέσεις με τη Ρωσία. Αλλά γνωρίζει ότι η Ρωσία δεν έχει τις οικονομικές δυνατότητες να στηρίξει το χρηματοδοτικό κενό της τουρκικής οικονομίας.

3. Η Τουρκία κάνει παζάρι εκτιμώντας ότι η γεωπολιτική θέση της είναι ισχυρή, προσδοκώντας είτε να κερδίσει χρόνο είτε ανταλλάγματα είτε και τα δύο. Στο πλαίσιο αυτό, κάνει ανοίγματα προς τη Ρωσία όχι τόσο με σκοπό να αλλάξει γεωπολιτικό στρατόπεδο αλλά για να τραβήξει την προσοχή των παραδοσιακών συμμάχων της (ΕΕ & ΗΠΑ). Κάτι αντίστοιχο είχαμε και στην Ελλάδα στην περίπτωση της «περήφανης διαπραγμάτευσης». Ο Ερντογάν επαναλαμβάνει κάτι αντίστοιχο με τη συμμαχία Κεμάλ-Λένιν (1918), που επανέφερε τις δυτικές δυνάμεις κοντά στην Τουρκία και δημιούργησε τις συνθήκες που οδήγησαν στη Μικρασιατική Καταστροφή.

Ο Ερντογάν προσεγγίζει τη Ρωσία ‒όπως προσέγγισε το Ισραήλ κι όπως θα προσεγγίσει το επόμενο διάστημα ΗΠΑ και ΕΕ‒ λόγω της δεινής πολιτικής κατάστασης στο εσωτερικό και των υψηλών κινδύνων στην οικονομία. Προβλέπει ότι τα αραβικά κεφάλαια με τον ένα ή τον άλλο τρόπο θα απεμπλακούν από τη χρηματοδότηση της τουρκικής οικονομίας και εκβιάζει τη Δύση, μέσω της Ρωσίας, για να επανεπενδύσει στην οικονομία της και να καλύψει το χρηματοδοτικό κενό της.

Αλλά πόσο βιώσιμη είναι η προσέγγιση Τουρκίας Ρωσίας;

• Η προσέγγιση στα οικονομικά θέματα με τη Ρωσία αγνοεί την ανακατανομή ισχύος στα θέματα πολιτισμού/θρησκείας, η οποία έχει προχωρήσει σε σημαντικό βαθμό στο εσωτερικό της Τουρκίας, μέσω της προώθησης της ισλαμικής ατζέντα Ερντογάν. Είναι σίγουρο ότι η συνεργασία της Τουρκίας-Ρωσίας θα συνοδευτεί με πιέσεις για ανοίγματα της τουρκικής κοινωνίας στο χριστιανισμό. Αυτό όμως προσκρούσει στα αραβικά συμφέροντα που έχουν ήδη εισχωρήσει σημαντικά στην τουρκική οικονομία και κοινωνία. Στο πλαίσιο αυτό είναι πιθανότερο να δούμε και ρήξη στις σχέσεις Τουρκίας-Σαουδικής Αραβίας που θα επιταχύνει την ασφυξία στη χρηματοδότηση ή πολλαπλασιασμό των τρομοκρατικών ενεργειών από τη πλευρά του Ισλαμικού Κράτους, παρά βιώσιμη στρατηγική σχέση Τουρκίας Ρωσίας.

• Η επανάληψη από τον Ερντογάν του παλαιότερου εκβιασμού Κεμάλ μέσω της συμφωνία με το Λένιν δεν μπορεί να επαναληφθεί με επιτυχία στο σύγχρονο γεωπολιτικό περιβάλλον. Κι αυτό γιατί η κατάρρευση της τιμής του πετρελαίου σε συνδυασμό με την ανάπτυξη των εναλλακτικών μορφών ενέργειας και την ανακάλυψη νέων μορφών εξόρυξης, έχουν μειώσει σημαντικά τη γεωπολιτική σημασία της Μέσης Ανατολής και κατ’ επέκταση της Τουρκίας. Επίσης, το γεγονός ότι η Τουρκία λειτουργεί αποσταθεροποιητικά στην περιοχή ή εκβιάζει την Ευρώπη μέσω της προσφυγικής κρίσης, μάλλον επιβαρύνει τη θέση της και την απομακρύνει από τη Δύση.

Στα θετικά της θέσης της Τουρκίας είναι ότι η μεγάλη εικόνα στην παγκόσμια οικονομία δείχνει σχετική επανεπένδυση κεφαλαίων στις αναδυόμενες αγορές. Αυτό καταγράφεται και στο σχετικό σύνθετο δείκτη νομισμάτων των αναδυόμενων αγορών ο οποίος έχει ανατιμηθεί κατά 10% από την αρχή του 2016. Αλλά η κατάσταση είναι διαφορετική στην περίπτωση της Τουρκίας, όπου έχουμε σχετική διολίσθηση της λίρας κι ενδεχομένως να χειροτερεύσει εάν η Κεντρική Τράπεζα των ΗΠΑ (Fed) αυξήσει τα επιτόκια.

Επίσης, το κέντρο βάρους της παγκόσμιας οικονομίας μεταφέρεται ανατολικά, η Τουρκία παραμένει μία σημαντική χώρα της Μέσης Ανατολής, ο μέσος όρος ζωής είναι χαμηλότερος του κινέζικου (26 χρόνια), οι δυνατότητες αξιοποίησης είναι τεράστιες κι ο Ερντογάν ο αδιαμφισβήτητος ηγέτης της με δημοφιλία που ενδεχομένως να ξεπερνά το 50%.

Παρ’ όλα αυτά το μέλλον της Τουρκίας βραχυπρόθεσμα παραμένει εξαιρετικά αβέβαιο λόγω: α) των διαρθρωτικών προβλημάτων της οικονομίας της, τα οποία την καθιστούν εξαιρετικά ευάλωτη σε εξωγενείς παράγοντες και β) της αλλοπρόσαλλης εξωτερικής πολιτικής της, η οποία έχει δημιουργήσει μόνο εχθρούς και προβλήματα σε παραδοσιακούς συμμάχους της (ΕΕ & ΗΠΑ).

Με βάση τα παραπάνω, η Τουρκία «διέβη το Ρουβίκωνα» και η προσέγγιση Ερντογάν-Πούτιν όχι μόνο δεν είναι βιώσιμη αλλά θα επιταχύνει τις εξελίξεις στη γείτονα χώρα. Το ερώτημα δεν είναι «εάν η Τουρκία θα αντιμετωπίσει πρόβλημα στη χρηματοδότηση της οικονομίας της;» αλλά το «πότε;».