Πολιτικη & Οικονομια

To Δόγμα του Σοκ ή του… «λάου-λάου»;

Συνηθίζουμε αργά-αργά όλες εκείνες τις παθογένειες που σκεπάζονται από το μανδύα των μνημονίων

Κωνσταντίνος Γκράβας
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η «Μεγάλη Ύφεση» που έπληξε την παγκόσμια οικονομία την περίοδο 2008-2009 ξεκίνησε από το σπάσιμο της φούσκας στην αμερικανική αγορά ακινήτων το καλοκαίρι του 2007. Βασικά αίτια της χρηματοπιστωτικής κρίσης ήταν η απορρύθμιση της αγοράς στεγαστικών δανείων και η ραγδαία ανάπτυξη του συστήματος της «σκιώδους τραπεζικής». Η ανεξέλεγκτη, συχνά δε ασύδοτη, χρηματοδότηση των νοικοκυριών από τις τράπεζες και στη συνέχεια η τιτλοποίηση των δανείων με σκοπό τη διαχείριση του κινδύνου μελλοντικών ζημιών και την παράκαμψη του συνήθους εποπτικού και ρυθμιστικού πλαισίου, φύτεψαν τους σπόρους της κρίσης. Η χαλαρή νομισματική πολιτική της Ομοσπονδιακής Τραπέζης των Ηνωμένων Πολιτειών επί προεδρίας Γκρίνσπαν διευκόλυνε τη δημιουργία της χρηματοπιστωτικής φούσκας.

Το κραχ μετά την κατάρρευση της Lehman Brothers έπληξε την αξιοπιστία της αμερικανικής οικονομίας και το κύρος της παγκοσμιοποιημένης αγοράς θέτοντας υπό αμφισβήτηση το κυρίαρχο καθεστώς του δολαρίου ως παγκόσμιου αποθεματικού νομίσματος. Ο σοβαρός κίνδυνος κατάρρευσης του δολαρίου ένωσε τα συμφέροντα των τριών οικονομικά ισχυρότερων δυνάμεων: ΗΠΑ, Κίνας, Γερμανίας. Η σιωπηρή συμφωνία απέβλεπε στην εδραίωση, μεσοπρόθεσμα τουλάχιστον, της «Νομισματικής Ειρήνης» (Καθημερινή 20.02.2016, «Γράμματα Αναγνωστών»). Ως γέφυρα για να βγει το πράσινο νόμισμα από το μάτι του κυκλώνα και να στραφεί η προσοχή των κερδοσκόπων στην εδώ πλευρά του Ατλαντικού, αναζητήθηκε ο αδύναμος κρίκος της Ευρωζώνης που ήταν η χώρα μας εξαιτίας των δίδυμων ελλειμμάτων: προϋπολογισμού και ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών.

Η ατελής οικονομική ένωση των χωρών που είχαν νόμισμα το ευρώ και η φτωχή αρχιτεκτονική της Ευρωζώνης στη διαχείριση κρίσεων είχαν ως συνέπεια την εμπλοκή του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου ως παγκόσμιου δανειστή έσχατης καταφυγής. Η εφαρμογή της οικονομικής συνταγής του ΔΝΤ «ένα μέγεθος ταιριάζει σε όλα» αποδείχθηκε λανθασμένη για δύο κυρίως λόγους. Πρώτον, διότι το αυστηρό πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής και λιτότητας δεν θεράπευσε δομικές παθογένειες της ελληνικής περίπτωσης (πελατειακό κράτος, φοροδιαφυγή, διαπλοκή). Και δεύτερον, επειδή υποεκτιμήθηκαν οι υφεσιακές επιπτώσεις της μονομερούς «αυστηρότητας» (austerity) καθώς καθυστέρησε η αναγκαία αναδιάρθρωση χρέους, ενώ απουσίαζαν αναπτυξιακά αντισταθμίσματα έναντι της διαρκώς αυξανόμενης ανεργίας, ιδιαίτερα των νέων.

Σε αυτό το πλαίσιο, η οξεία «αντιμνημονιακή» ρητορική εδράστηκε στην κατακεραύνωση του «δόγματος του σοκ», που ακολουθήθηκε με την είσοδο της Ελλάδας την άνοιξη του 2010 στον ad hoc μηχανισμό χρηματοδοτικής στήριξης μέσω διακρατικών δανείων από τους ευρωπαίους εταίρους της χώρας και με τη συμμετοχή του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου.

Και ενώ η ιστορική αναδρομή της παρουσίας του Ταμείου σε χώρες που επλήγησαν από διαφόρων μορφών χρηματοπιστωτικές κρίσεις κατά τις δεκαετίες του 1980 και 1990 καταδεικνύει σε ουκ ολίγες περιπτώσεις την αύξηση της φτώχειας, τη διάρρηξη του κοινωνικού ιστού και τη συρρίκνωση της παραγωγής, δεν πρέπει να παραβλεφθεί το γεγονός ότι συχνά ο κοινωνικός, οικονομικός και πολιτικός εκτροχιασμός οφείλονταν τόσο στην de facto δυσμενή κατάσταση της χώρας εκείνης που αναγκαζόταν να προσφύγει σε πρόγραμμα υπό τον έλεγχο του ΔΝΤ όσο και στην κατασπατάληση των χορηγούμενων δανείων από διεφθαρμένες κυβερνήσεις σε μη παραγωγικές δραστηριότητες.

Στην ελληνική περίπτωση, η ανεργία των νέων απειλεί σαν ωρολογιακή βόμβα τα θεμέλια της οικονομίας αλλά και της κοινωνίας. Η δημογραφική γήρανση σε συνδυασμό με τη διαρροή έμψυχου δυναμικού στο εξωτερικό περιορίζουν τον δυνητικό ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας σε μακροχρόνιο ορίζοντα. Η αύξηση των φτωχών που εξελίχθηκε με γεωμετρική πρόοδο κατά τη διάρκεια της κρίσης δημιουργεί φαύλο κύκλο καθώς ολοένα και περισσότεροι νέοι αδυνατούν να ολοκληρώσουν τη βασική εκπαίδευση, αναζητούν ευκαιριακή απασχόληση χαμηλών προσόντων, δεν μπορούν να πραγματοποιήσουν κανένα οικογενειακό προγραμματισμό ενώ υφίστανται και τις ψυχολογικές επιπτώσεις αποθάρρυνσης, υποτίμησης της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και χαλάρωσης των αντιστάσεων προς ακραίες δημαγωγικές πολιτικές ρητορικές. Γίνονται έτσι οι «φτωχοί νέοι» μαζί με τους «νέους φτωχούς» δεκτικοί σε φαινόμενα εξτρεμισμού υποσκάπτοντας τη δημοκρατική δομή και κουλτούρα της κοινωνίας.

Και ενώ οι κυβερνήσεις επί μια εξαετία διαδέχονται η μία την άλλη με τα μνημόνια να υπογράφονται το ένα μετά το άλλο, η διαχείριση τόσο σε εσωτερικά ζητήματα του κράτους όπως η απο-κομματικοποίηση της δημόσιας διοίκησης, η θέσπιση διαφανών και ενιαίων κανόνων για το δανεισμό κομμάτων και ΜΜΕ, ο εκσυγχρονισμός του δικαστικού συστήματος, όσο και σε διεθνή θέματα όπως το προσφυγικό-μεταναστευτικό, παραπέμπει περισσότερο σε ένα δόγμα του τύπου «λάου-λάου»: αντί για το μεταρρυθμιστικό ράλι που έχει ανάγκη η χώρα για να αποκτήσει ισχυρούς θεσμούς και νοικοκυρεμένο κράτος στην υπηρεσία των πολιτών, ο κόσμος «συνηθίζει» αργά-αργά όλες εκείνες τις παθογένειες που σκεπάζονται κάτω από το μανδύα των μνημονίων…