Πολιτικη & Οικονομια

Ξέρουμε; Σκεφτόμαστε; Θέλουμε;

Ομιλία σε εκδήλωση στη Ρόδο

Τάσος Γιαννίτσης
15’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Αν η ομιλία μου* καλείται να δώσει απάντηση στα τρία ερωτήματα του τίτλου της, η απάντηση είναι καταφατική: Σήμερα, με επτά χρόνια στην κρίση και αντιμέτωποι με επώδυνες καταστάσεις είτε προσωπικές, είτε ευρύτερα κοινωνικές ή εθνικές, φυσικά και ξέρουμε, φυσικά και σκεφτόμαστε και φυσικά θέλουμε. Ωστόσο, αυτά είναι η μισή απάντηση. Η άλλη μισή είναι ότι υπάρχουν πολλά που δεν τα ξέρουμε, που δεν τα σκεφτόμαστε, που δεν τα θέλουμε. Μπορεί να πει κάποιος, ότι δεν αρκεί να ξέρουμε, να σκεφτόμαστε, να θέλουμε. Υπάρχει και το ερώτημα: Κάνουμε; Κάνουμε κάτι προς την κατεύθυνση που έχουμε σκεφτεί και θέλουμε; Και αν κάνουμε κάτι, είναι αυτό αρκετό για να αλλάξει την πραγματικότητά μας; Γιατί, σε τελευταία ανάλυση, αυτή η αλλαγή είναι που μετράει.

Δεν θα μείνω όμως σε τέτοια ερωτήματα. Με όσα έχω να πω στον περιορισμένο χρόνο μου, θα ήθελα στο τέλος αυτής της εκδήλωσης να έχω συμβάλει, ώστε:

Πρώτον, να έχετε μια πιο καθαρή εικόνα της δύσκολης κατάστασης που αντιμετωπίζουμε, αλλά ταυτόχρονα να έχετε την αίσθηση, ότι αν θέλουμε, μπορούμε συλλογικά να ανατρέψουμε την πτωτική μας πορεία,

Δεύτερον, να έχετε αίσθηση ότι οι δυσκολίες που αντιμετωπίζουμε έχουν μεν και εξωγενείς πηγές, όμως κατά βάση, δημιουργήθηκαν από δικά μας λάθη, εμμονές και αυτοκαταστροφικές τάσεις. Προφανώς και η Ευρώπη έχει κάνει σοβαρά λάθη, όμως υπάρχει μια διαφορά: εμείς έχουμε έλεγχο στις δικές μας επιλογές και πράξεις. Αυτές μπορούμε να αλλάξουμε ή να μην αλλάξουμε. Τα ευρωπαϊκά μπορούμε να προσπαθήσουμε να τα επηρεάσουμε, αλλά με κανένα τρόπο να τα προσδιορίσουμε.

Τρίτον, να δούμε ορισμένα κεντρικά εθνικά διακυβεύματα, απέναντι στα οποία κάποτε πρέπει ως πολίτες να πάρουμε θέση.

Το θέμα μου, στην ουσία, είναι ένα: Πού βρισκόμαστε σήμερα και κυρίως που πάμε αύριο. Έχουν γίνει αναρίθμητες αναλύσεις για τα αίτια της κρίσης, ποιος φταίει και για ποια ζητήματα. Παρ’ όλα αυτά, από το 2009, που καταλάβαμε ότι κάτι δεν πάει καθόλου καλά μέχρι σήμερα έχουν περάσει επτά χρόνια, είμαστε όλο και χειρότερα και πρέπει να σταματήσει κάποια στιγμή η τσουλήθρα αυτή. Πρέπει να σταματήσει επίσης το γαϊτανάκι του ‘εσύ, όχι εγώ’, ‘οι άλλοι, όχι εμείς’, ‘το 1905 και όχι το 2013 ή το 2016’, που κρύβει μια καθολική αποποίηση ευθυνών, και πρέπει να δούμε τι κάνουμε για να μην τελματωθούμε για άλλη μια δεκαετία.

Ας σκεφτούμε κάτι εξοργιστικό. Το 1999 ήταν η χρονιά που εξοφλήσαμε την τελευταία δόση του χρέους μας μετά την εγκαθίδρυση του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου το 1898. 100 χρόνια ελέγχου! 100 χρόνια αποπληρωμής των λαθών των κυβερνήσεων των παππούδων μας. Η χρονική διάρκεια μέχρι να δημιουργήσουμε επονείδιστα και επαχθή χρέη, που μας ξανάφεραν σε συνθήκες πτώχευσης, κράτησε μόλις 11 χρόνια. Γι’ αυτά τα 11 χρόνια θα μείνουμε πάλι σε διεθνή εποπτεία για απροσδιόριστο διάστημα, δεκαετίες, ίσως και έναν αιώνα. Θα ήθελα να θέσω το ερώτημα ποιος τελικά είναι επονείδιστος στη διαδικασία αυτή. Τα χρέη, εμείς, η Ευρώπη, όσοι πουλάνε κίβδηλες φαντασιώσεις, όλοι;

Αν θέλουμε να αφήσουμε πίσω μας τα λάθη και να δούμε τι πρέπει να κάνουμε, υπάρχει μια βασική προϋπόθεση: πρέπει συλλογικά να θέλουμε να κάνουμε κάτι. Η αναφορά στο συλλογικό σημαίνει ότι υπάρχει μια κρίσιμη μάζα κόσμου, που θέλει πράγματι να κάνουμε κάτι, και μάλιστα κάτι που να μην κινείται στη σφαίρα της ουτοπίας. Αυτό δεν είναι διόλου αυτονόητο. Θεωρώ, ότι όσο ανεπτυγμένες είναι οι ατομικές μας ικανότητες, τόσο η συλλογική ευφυϊα μας ως κοινωνία είναι αναιμική. Δεν πιστεύουμε σε συλλογικές αξίες, ευρωπαϊκές ή και εθνικές, δεν έχουμε κανένα σοβαρό όραμα, όχι μόνο για την οικονομική μας ανάπτυξη, αλλά ούτε για την κοινωνική μας οργάνωση, την εθνική μας υπόσταση, το μέλλον μας ή τα παιδιά μας. Απορρίπτουμε κεντρικές αρχές επιτυχίας, όπως την συνέργεια, απορρίπτουμε την εμπειρία επιτυχημένων κοινωνιών, φθονούμε όσους είναι μπροστά από εμάς, αλλά μόλις καταφέρουμε να τους πλησιάσουμε, κάνουμε ότι μπορούμε για να οπισθοχωρήσουμε προς τα κάτω. Μέτρα που κάθε φορά φαντάζουν επώδυνα, αργότερα σκεφτόμαστε πόσο λάθος ήταν που τα απορρίπταμε. Και αυτό επαναλαμβάνεται συνεχώς.

Πολλοί από σας θα σκέφτονται ίσως το ζήτημα του ασφαλιστικού. Δεν θα υπεισέλθω σε λεπτομέρειες ή στο παρελθόν. Θα θέσω το ερώτημα, πώς ένα θέμα, στο οποίο κόμματα, φορείς και πολλά άτομα, που συν-διαμόρφωσαν το σκηνικό στα τελευταία 15-20 χρόνια, και που κινούνταν με ειλικρινή στόχο την διασφάλιση του κοινωνικού χαρακτήρα του ασφαλιστικού, κατέληξε τελικά σε ένα μεγάλο κοινωνικό φιάσκο, και μάλιστα φιάσκο, όχι μόνο για τους συνταξιούχους, αλλά ακόμα περισσότερο για τους εργαζόμενους, τους άνεργους, την χώρα την ίδια και τις προοπτικές της. Αναφέρομαι στο ασφαλιστικό, γιατί είναι μεν το πιο γνωστό, όχι όμως και το μόνο θέμα με τέτοια αποτελέσματα. Έχουν κοινωνικό πρόσημο όλες οι κοινωνικά δήθεν ευαίσθητες επιλογές, που γύρισαν μπούμερανκ στα κεφάλια των πιο αδύναμων (οι απλόχερες κατανομές μισθών και προσόδων, η δημιουργία αναρίθμητων δημόσιων φορέων χωρίς αντικείμενο, ο ανορθολογισμός στη δημόσια διοίκηση και αναρίθμητα άλλα); Οι πρακτικές αυτές ήταν ειλικρινείς, αλλά δεν αλλάζει τίποτα στο ότι πολλές κατέληξαν στο ανάποδο αποτέλεσμα. Κάτι δεν πάει καλά. Αν ισχυριζόταν κανείς την στιγμή που αυτές υιοθετούνταν, ότι θα είχαν κοινωνικά δυσμενείς επιπτώσεις, θα στιγματιζόταν ως ανάλγητος, νεοφιλελεύθερος, αρπακτικό έτοιμο να κατασπαράξει κι εγώ δεν ξέρω τι. Αυτό συνέβαινε στο παρελθόν, συμβαίνει και τώρα.

Τελικά, το ερώτημα είναι πώς ορίζεται το ανάλγητο, το αντιλαϊκό; Σε συνάφεια πάλι με το ασφαλιστικό, ο ορισμός του αντιλαϊκού αναφέρεται μόνο στον κόσμο των συνταξιούχων ή στον κόσμο αυτό, αλλά και στους εργαζόμενους με κάθε μορφή απασχόλησης; Καθορίζεται λαμβάνοντας υπ’ όψη τι γίνεται μόνο σε ένα στενό ορίζοντα 3 ή μηνών ή και σε ένα βάθος χρόνου κάποιων ετών, στο οποίο οι επιπτώσεις είναι πολύ διαφορετικές απ΄ ο,τι σε λίγους μήνες; Είναι αντιλαϊκό ο,τι μπορεί να επιδεινώνει ισορροπίες κάποιας δεδομένης στιγμής, αλλά αποτρέπει μεγαλύτερες, πολλαπλές και μακροχρόνιες αρνητικές εξελίξεις για ευρύτερα στρώματα και την χώρα; Είναι λαϊκό ο,τι φαινομενικά αφήνει ανέπαφες καταστάσεις που λίγο αργότερο καταρρέουν, συμπαρασύροντας σημαντικά κοινωνικά τμήματα με υψηλό κόστος;

Τα παραπάνω μας δείχνουν την ιδιόμορφη σχέση μεταξύ χρόνου και πολιτικής, που όμως έχει κορυφαία σημασία. Ανάλογα με το χρονικό ορίζοντα που επιλέγει κανείς να δει, το αποτέλεσμα μιας πολιτικής μπορεί να είναι πολύ διαφορετικό. Η πολιτική έχει διάφορες δυνατότητες να προκαλεί θετικές επιδόσεις στο βραχύ χρόνο, που όμως μπορεί να κρύβουν ισχυρές αποσταθεροποιητικές ή και ανατρεπτικές επιπτώσεις, όταν ξεπεραστεί ο χρόνος αυτός. Η επιτυχία των πολιτικών επιλογών σε βραχύ χρόνο (π.χ. σε έξη μήνες ή σε ενάμισι χρόνο) διόλου δεν σημαίνει επιτυχία σε μακρύτερο χρόνο (π.χ. σε τρία ή πέντε χρόνια). Υπάρχει ορθός χρόνος αναφοράς και ποιος θα ήταν; Μια απάντηση δεν είναι εύκολη.

Τα ερωτήματα αυτά τίθενται γύρω από κάθε μεγάλο ζήτημα πολιτικής. Δεν θα επιχειρήσω να τα απαντήσω, γιατί θεωρώ, ότι αφ’ ενός, μετά από πολλά που έχουν μεσολαβήσει, κάθε πολίτης οφείλει να δώσει, είτε στον εαυτό του, είτε με πιο ανοικτό τρόπο, την απάντηση που ο ίδιος πιστεύει, και αφ’ ετέρου ότι ανάλογα με το αν τα κριτήρια είναι στενά εγωιστικά ή όχι, οι απαντήσεις διαφέρουν. Όπως γνωρίζουμε όλοι, η κατάρρευση του ασφαλιστικού είναι τετελεσμένη, και όπως θα αναφέρω στη συνέχεια, ο πόλεμος των γενεών είναι ήδη σε εξέλιξη. Μέχρι στιγμής, πάντως, στον πόλεμο αυτό η ήττα είναι συντριπτική: έχουν ηττηθεί οι νεότερες γενεές, η κοινωνική προστασία, η ανάπτυξη, η απασχόληση, η χώρα η ίδια και οι προοπτικές της. Έχουν ηττηθεί, γιατί κάθε καίρια πραγματικότητα όλου αυτού του κόσμου είναι σήμερα σημαντικά χειρότερη απ’ ο,τι ήταν κάποια χρόνια πριν και γιατί η υπέρβαση αυτής της χειρότερης πραγματικότητας απαιτεί πρόσθετες θυσίες, σε σχέση με προηγούμενες φάσεις. Η ανάπτυξη και η κοινωνική δικαιοσύνη ήταν οι μόνιμες αναφορές όλων. Και τα δύο κατέρρευσαν. Όταν λοιπόν ακούω μεγαλοστομίες για προστασία των αδύναμων φοβάμαι για το αντίθετο. Από όπου και αν προέρχεται.

Στην κοινή γνώμη κυριαρχούν πολλές κατασκευές χωρίς σχέση με την πραγματικότητα. Θα σταθώ σε μία, που είναι αρκετά διαδεδομένη: ότι την κρίση την πλήρωσαν οι πιο αδύναμοι. Την κρίση την πλήρωσαν όλοι. Οι κάτω, οι μεσαίοι και οι επάνω. Με πολύ αναλυτικά στοιχεία, η μέση μείωση εισοδήματος για όλους ήταν 21%, οι επάνω είδαν όμως το εισόδημά τους να μειώνεται κατά 40% με 58%, όσοι ήταν πολύ πολύ χαμηλά κατά 36% με 82% και όσοι ήταν στη μέση κατά 13% με 18%. Στα ποσοστά αυτά προστίθενται οι πρόσθετοι φόροι, που κατά μέσο όρο επιβάρυναν όλα τα εισοδήματα με άλλο 10%. Εκτιμήσαμε, ότι αθροιστικά τα πέντε χαμηλότερα δεκατημόρια, δηλαδή το 50% των νοικοκυριών είχαν απώλεια εισοδήματος το 2012 σε σύγκριση με το 2008 3,5 δισεκ. ευρώ, πριν από τους φόρους. Για το μεσαίο 40% των νοικοκυριών η αντίστοιχη απώλεια ήταν 10,7 δισεκ. ευρώ, ενώ για το ανώτατο 10% η απώλεια ήταν 13,2 δισεκ. ευρώ, όση δηλαδή όλων των άλλων μαζί. Πέρα από τα ποσοστά αυτά, έχουμε και το πρόβλημα των 1,3 εκατομμυρίων άνεργων. Τι σημαίνουν αυτά; Σημαίνουν ότι υπάρχει ένα κορυφαίο κοινωνικό πρόβλημα για ευρύτερα στρώματα, που έπεσαν σε πολύ χαμηλό επίπεδο. Το πρόβλημα αυτό έχει εξαιρετική προτεραιότητα και είναι πολύπλοκο. Σημαίνουν, όμως, επίσης, ότι η απώλεια τόσο σημαντικού εισοδήματος από τις μεσαίες και υψηλότερες εισοδηματικές ομάδες πέρα από τις κοινωνικές διατάσεις για ορισμένα τμήματά τους, είναι ένα τεράστιο οικονομικό πρόβλημα, γιατί καθορίζει την ύφεση, την απουσία επενδύσεων και την ανεργία στη χώρα, και, συνεπώς, όσο δεν λύνεται, κρατά καθηλωμένα και τα μεγάλα κοινωνικά προβλήματα.

Μπορεί κάποιος να ισχυριστεί, ότι η πολιτική δεν θα ασχοληθεί με τις απώλειες των μεσαίων και πλουσίων. Όμως, κάθε σοβαρή μεταβολή επηρεάζει το σύνολο της οικονομίας και κοινωνίας, άρα και των πιο αδύναμων, και οφείλουμε να ξέρουμε τι επιπτώσεις προκύπτουν από κάθε τέτοια μεταβολή σε κάθε κρίσιμο κρίκο της κοινωνικής και οικονομικής αλυσίδας, τόσο για να κατανοήσουμε γιατί έχουμε και θα συνεχίσουμε να έχουμε το ένα ή το άλλο πρόβλημα, όσο και γιατί κάθε διακριτή μεταβολή στο κοινωνικό σύνολο απαιτεί διακριτές παρεμβάσεις.

Το ερώτημα γιατί όλες οι άλλες χώρες σε κρίση, χωρίς να ανθούν, βρίσκονται πάντως σε αναπτυξιακή πορεία, δεν απαντιέται με το ότι η Ελλάδα πέρασε στην κρίση με πολύ χειρότερες συνθήκες. Γιατί αυτή η ασύμμετρη εξέλιξη; Όπως πάντα, δεν υπάρχει μια εξήγηση. Στο κέντρο όμως της ελληνικής αποτυχίας βρίσκεται η μόνιμη διάρρηξη της σχέσης ανάπτυξης και διαρθρωτικών αλλαγών. Σε έναν κόσμο που αλλάζει ραγδαία, αρνηθήκαμε κάθε αλλαγή (παραοικονομία, φοροδιαφυγή, διαφθορά στον δημόσιο ή και στον ιδιωτικό τομέα, δυσλειτουργία των θεσμών και πολλά άλλα). Δεν θελήσαμε να δούμε ότι έτσι φτάναμε σε ένα οριακό σημείο, όπου το φράγμα θα έσπαγε και θα έπρεπε γίνουν πολλές αλλαγές για να αντισταθμιστούν οι συνέπειες της συστηματικής και μακρόχρονης αντίδρασής μας. Ποτέ και από κανένα δεν λέχθηκε ότι όλο αυτό το ξέφρενο πανηγύρι θα είχε ένα τραγικό τέλος, όπου κάποιοι θα είχαν εξασφαλίσει τρελή απόλαυση και άλλοι θα πλήρωναν το τίμημα μέσα σε τραγικές συνθήκες. Όμως και η απερισκεψία μιας κοινωνίας που δεν θέλει με κανένα τρόπο, αν όχι να διδαχθεί από τα πλήγματα που η ίδια προκάλεσε στον εαυτό της, τουλάχιστον από το πώς άλλοι έλυσαν ίδια προβλήματα, είναι πρωτόγνωρη. Είναι χαρακτηριστικό μιας κοινωνίας, της κοινωνίας στην οποία ανήκω και εγώ και πολλοί από εσάς, που μετά το 1974 «τα θέλαμε όλα και τα θέλαμε τώρα». Τα πήραμε, αλλά η κατάληξη είναι τραγική και το τέλος της δεν φάνηκε ακόμα.

Αντί να δούμε πώς εξελίσσονται οι σύγχρονες κοινωνίες, προσφεύγαμε στο δηλητηριώδες βάλσαμο του μαζικού δανεισμού, που από την μια τον βαφτίζουμε επονείδιστο και επαχθή, και από την άλλη ζητάμε να αυξηθεί και άλλο, για να επιβιώσει η οικονομία μας. Η δυνατότητα αυτή δεν υπάρχει πια. Ο ρόλος του δανεισμού στην οικονομία μας, όπως τον γνωρίσαμε, τελείωσε. Η επιστροφή της χώρας στις διεθνείς χρηματοοικονομικές αγορές, όταν γίνει, θα συνδέεται με πολύ μικρότερη έκταση δανεισμού και με υψηλότερα επιτόκια από ό,τι στο παρελθόν. Αυτό σημαίνει, ότι αν δεν ενισχύσουμε τους εγγενείς μηχανισμούς της ανάπτυξής μας, η χώρα θα κινείται σε συνθήκες χαμηλής πτήσης.

Η προσπάθεια σήμερα έχει να αντιμετωπίσει πολλά, νέα και σημαντικά ζητήματα:

Κατ’ αρχάς, όσα πρέπει να γίνουν, πολλαπλασιάστηκαν, απαιτούν μεγάλο διάστημα για να αποδώσουν και οι δυσκολίες αυξήθηκαν. Ο,τι δεν έγινε για δεκαετίες, πρέπει να ξεκινήσει τώρα και σε πολλά πεδία ταυτόχρονα. Έξι χρόνια συνεχόμενης κατάρρευσης δείχνουν ότι ο στόχος της ανάπτυξης πρέπει να αποκτήσει απόλυτη πολιτική και κοινωνική προτεραιότητα. Οι άνεργοι θα βρουν δουλειά όταν αρχίσει να εμφανίζεται ανάπτυξη. Η αύξηση των εισοδημάτων, των μισθών, των αμοιβών των επαγγελματιών ή των κερδών θα γίνει με τη μετάβαση σε ανάπτυξη. Η μείωση της φτώχειας θα αρχίσει όταν περάσουμε σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης. Η εμπιστοσύνη μέσα και έξω από τη χώρα θα αρχίσει να φαίνεται και να παράγει αποτελέσματα όταν περάσουμε σε ανάπτυξη.

Η ανάπτυξη όμως απαιτεί νέου τύπου πρωτοβουλίες, θεωρήσεις, στόχους, τρόπους λειτουργίας και πολλά άλλα, χιλιοειπωμένα μεν, ανολοκλήρωτα δε. Απαιτεί πολιτική σταθερότητα, αλλά και πολιτικό σύστημα και κράτος με αναπτυξιακές λειτουργίες. Χωρίς τα δεύτερα η πολιτική σταθερότητα μένει άκαρπη. Ανάπτυξη χωρίς αναδιάρθρωση του παραγωγικού συστήματος, επενδύσεις, σοβαρές προσαρμογές του εκπαιδευτικού συστήματος, ενίσχυση της καινοτομίας, της επιχειρηματικότητας, χωρίς μεταρρύθμιση του κοινωνικού, ασφαλιστικού και του νοσηλευτικού συστήματος, χωρίς σοβαρές νέες υποδομές και χωρίς ένα Κράτος που να λειτουργεί, δεν θα έρθει ποτέ.

Μιλώντας για αναπτυξιακή πολιτική δεν μπορεί να μην επισημάνω την σημασία του μη-τυχαίου στις πολιτικές επιλογές. Η αναπτυξιακή εξελικτική δεν έχει έναν δρόμο, ούτε μια απάντηση. Όμως κανένας από τους περισσότερους δρόμους δεν μπορεί να είναι τυχαίος ή αυθαίρετος, δηλαδή όποιος θα ήθελε ο καθένας. Υπάρχουν περισσότερες, και σε κάθε περίπτωση εξαιρετικά σύνθετες, επιλογές. Η επιτυχία καθεμιάς καθορίζεται κάθε φορά από ιδιαίτερα λεπτές ισορροπίες στο συνδυασμό ενός μεγάλου αριθμού οικονομικών, κοινωνικών και πολιτικών παραμέτρων. Άλλοι συνδυασμοί επιτυγχάνουν, άλλοι όχι, και αυτό δεν είναι θέμα τύχης. Για το λόγο αυτό, υπογραμμίζω την σημασία του μη-τυχαίου και του μη-αυτόματου ως όρων επιτυχίας μιας αναπτυξιακής πολιτικής. Επίσης, πολλές περιπτώσεις αναπτυξιακής επιτυχίας στην σύγχρονη ιστορία της ανάπτυξης συνδύασαν στοιχεία ορθόδοξα με επιλεκτικά ανορθόδοξες θεσμικές ή πολιτικές παρεμβάσεις. Οι περιπτώσεις αυτές υποδηλώνουν την κρίσιμη σημασία μιας ελεύθερης, αδογμάτιστης και καινοτόμας σκέψης και τη σημασία ενός πραγματισμού, που αναζητά λύσεις, αποφεύγοντας ιδεολογικές εμμονές.

Ωστόσο, μετά από επτά χρόνια κρίσης, χρειάζεται μια μεγάλη πολιτική παραδοχή: ότι ο στόχος της μεγέθυνσης θα είναι απόλυτη προτεραιότητα. Ακόμα και η ανάδειξη της μεγέθυνσης ως μείζονος πολιτικής προτεραιότητας δεν σημαίνει τίποτα, αν δεν αξιοποιηθούν στην πράξη τα εργαλεία πολιτικής που με απτό τρόπο μπορούν πράγματι να οδηγήσουν σε αυτήν. Ο στόχος της μεγέθυνσης αποκτά περιεχόμενο, μόνο αν συνδυαστεί με πολιτικές που πράγματι μπορούν να τον υλοποιήσουν. Διαφορετικά, παραμένει ένα νεφέλωμα, και δεν μετατρέπεται σε πραγματικότητα. Τελικά, η ανάπτυξη δεν επιτυγχάνεται με αποφάσεις ‘από επάνω’, αλλά με την δημιουργική ικανότητα των ‘επάνω’. Η ανάπτυξη προϋποθέτει επίσης γνώση, τόλμη, σύγκρουση με το παλιό και κατανόηση των αποτυχιών, της κρίσης, της φτώχειας και όλων των νέων πραγματικοτήτων, που εμείς δημιουργήσαμε. Δεν έχει νόημα να λέει κανείς ότι θέλει μεγέθυνση, αλλά ταυτόχρονα να αρνείται να αλλάξει καταστάσεις που μπλοκάρουν την μεγέθυνση, να αρνείται να επιλέξει πολιτικές που θα οδηγήσουν σε αυτήν, πόσο μάλλον να επιλέγει πολιτικές που την αντιστρατεύονται. Δεν έχει νόημα να μιλάμε για την προτεραιότητα της ανάπτυξης και των επενδύσεων, όταν στη χώρα μας είναι διάχυτος ένας εκτεταμένος ‘φόρος διαφθοράς’, που τον αντιμετωπίζουν πρόσωπα και επιχειρήσεις σε πολλές συναλλαγές τους με το δημόσιο σύστημα, και που λειτουργεί ως φράγμα στην ανάπτυξη.

Επικρατεί η εντύπωση ότι έχουμε βαθμούς ελευθερίας για να κάνουμε πολλά. Όμως την ελευθερία αυτή δεν την έχουμε. Όλοι και πάντα στην ιστορία έχουν όρια. Πρέπει να ξέρουμε κάθε στιγμή μέχρι πού μπορούμε να φτάσουμε, ποια είναι τα όριά μας. Ιστορικά, έχουμε ένα πρόβλημα στη σχέση μας με τα όρια. Η σοφία που οι αρχαίοι μας πρόγονοι δώρισαν στην ανθρωπότητα με τα αποφθέγματα στο Μαντείο των Δελφών ‘μηδέν άγαν’, ‘γνώθι σαυτόν’ ή ‘μέτρον άριστον’ δεν φαίνεται να μας οδήγησε στο να δούμε πιο καθαρά το καταστροφικό αποτέλεσμα που προκύπτει κάθε φορά που η απληστία, η ύβρις, η άγνοια και η αδιαφορία ή όλα μαζί καθορίζουν τις συμπεριφορές μας. Στην πλούσια ιστορία μας, έστω και με την μορφή της μυθολογίας, έχουμε δύο παραδείγματα: του Ικαρου, που πέτυχε ένα μεγαλούργημα χιλιετίες πριν αυτό γίνει πραγματικότητα, αλλά που όντας ελαφρόμυαλος, δεν μπόρεσε να το διαχειριστεί και κατακρημνίστηκε, και του πολυμήχανου Οδυσσέα, που ακόμα και όταν περνούσε από το νησί με τις Σειρήνες κατάφερε να συνδυάσει το πάθος του, να ακούσει μάλιστα τα τραγούδια τους, αλλά χωρίς να καταστραφεί όπως όσοι είχαν προηγηθεί.

Μπορώ να φανταστώ τον αντίλογο. Το πάθος; Ποια θέση έχει το πάθος, η υπερβολή, το παράλογο, ο ενθουσιασμός, που αποτελούν συστατικά της ομορφιάς στη ζωή μας; Τη θέση αυτή θα την βρει ο καθένας για τον εαυτό του. Όμως, πρέπει να κατανοήσουμε, ότι άλλες αξίες και ευθύνες έχουμε όταν ενεργούμε για τον εαυτό μας, και άλλες όταν αναφερόμαστε στη χώρα και οι επιλογές μας επηρεάζουν την τύχη άλλων, αγγίζουν το συλλογικό, το εθνικό, το συνολικό.

Στο Κράτος πρέπει να γίνουν εξαιρετικά προωθημένες μεταρρυθμίσεις. Μηδενικές αλλαγές παράγουν μηδενικά αποτελέσματα. Είναι υποκριτικό πλέον να μιλάει κανείς για διαφθορά, ανικανότητα, σπατάλη, αναποτελεσματικότητα και απουσία πειστικής και σταθερής αναπτυξιακής και κοινωνικής πολιτικής. Υποκριτικό, γιατί η εκατομμυριοστή αναφορά στα προβλήματα έχει φτάσει να λειτουργεί ως άλλοθι, ότι με τον τρόπο αυτό απαλλάσσεται κανείς από τη λύση τους. Όμως, το συγκεκριμένο Κράτος είναι ο κεντρικός μοχλός της κρίσης μας. Χωρίς ένα διαφορετικό κρατικό σύστημα, θα μένουμε ακινητοποιημένοι.

Οι ανατροπές που ζήσαμε στην πολιτική συμπεριφορά της ελληνικής κοινωνίας όλα αυτά τα χρόνια δείχνουν για πρώτη φορά μια ιδιότυπη, ισχυρή και πρωτόγνωρη σύγκρουση: τη σύγκρουση των νέων με το παλιό και την απόφαση σημαντικότατου τμήματος των νέων ότι αυτή η κοινωνία έχει υπονομεύσει βαθύτατα το μέλλον τους, ότι οι διαγενεακές ανισορροπίες όπου βρίσκονται εγκλωβισμένοι είναι βαθύτατες και ότι το μέλλον τους εξαρτάται από την αμφισβήτηση και ανατροπή της ισχύουσας λογικής. Το αν η σύγκρουση αυτή δεν πήρε ακόμα ισχυρές και ορατές διαστάσεις δεν αίρει τη ριζική διαφορά στο είδος της αντιπαράθεσης που έχει ξεκινήσει στη βιολογικά και ιδεολογικά γερασμένη Ελλάδα. Η σύγκρουση αυτή δεν παίρνει χαρακτηριστικά φυσικής βίας. Θα περάσει από πολλά κύματα καθώς θα μορφοποιείται, αλλά θα κινείται προς την ίδια κατεύθυνση. Ηδη, η μετανάστευση 425 χιλιάδων ατόμων στις πιο παραγωγικές ηλικίες και με μέσο υψηλό μορφωτικό επίπεδο μεταξύ 2008 και 2015 είναι έκφραση της σύγκρουσης αυτής. Η σύγκρουση αυτή είναι η μεγάλη πρόκληση των επόμενων ετών. Ας σκεφτούμε τι σημαίνει: 500 με 700 χιλιάδες πρόσθετοι συνταξιούχοι, πάνω από 420 χιλιάδες άτομα που φεύγουν στο εξωτερικό και πάνω από ένα εκατομμύριο άνεργοι.

Στην ομιλία μου χρησιμοποίησα πολλές φορές το εμείς. Ξέρω ότι μια τέτοια αναφορά είναι ένα πολύπλοκο ζήτημα. Το θέμα δεν είναι γλωσσολογικό. Αφορά το μερίδιο που έχει ο καθένας στην εξέλιξη της χώρας μας. Οπωσδήποτε αφορά τις κυβερνήσεις μας. Οπωσδήποτε αφορά και όλο το πολιτικό σύστημα της χώρας και όσους είχαν και έχουν την δύναμη να επηρεάζουν τις εξελίξεις. Οπωσδήποτε αφορά όμως και την κοινωνία, ακόμα και τον καθένα μας προσωπικά, σε ένα ελάχιστο κλάσμα. Αλλιώς πρέπει να δεχθούμε ότι κοινωνία και πολίτες είμαστε ανύπαρκτοι, είμαστε παθητικά πλάσματα που δεν μετέχουμε, δεν επηρεάζουμε, ακολουθούμε και υποτασσόμαστε σε ο,τι γίνεται τυχαία ή αποφασίζεται σε από κάποιο σύστημα πάνω από εμάς. Αυτό δεν ισχύει και το ξέρουμε. Συνεπώς, το ερώτημα που τίθεται, είναι πώς ξεπερνάμε τον ρόλο του θεατή στα συλλογικά δρώμενα. Αν δεν το απαντήσουμε, είναι σαν να δεχόμαστε το όποιο αποτέλεσμα. Αυτό δεν είναι αδιάφορο ούτε για όποιον το αποφασίζει,, ούτε για τους άλλους. Έχει ουσιαστική επίπτωση στην ποιότητα της Δημοκρατίας στη χώρα μας.

Συμπληρωματικά προς το εθνικό οικονομικό σκηνικό, είναι αναγκαίο να εξετάσει κανείς και διεθνείς παραμέτρους. Σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης, το ερώτημα για μια χώρα όπως η Ελλάδα είναι πώς διαχειρίζεται πραγματικότητες που βρίσκονται έξω από τον έλεγχο της πολιτικής της. Στην ουσία, αυτό που ζούμε δεν είναι κάτι νέο. Ιστορικά, οι πιο αδύναμες, αλλά και όλες οι χώρες, αντιμετώπιζαν περιορισμούς και εμπόδια από το εξωτερικό περιβάλλον τους. Κάθε φορά το ζητούμενο για μια χώρα ήταν να διαμορφώσει την πολιτική της με δεδομένους τους ευρύτερους καταναγκασμούς. Διαπιστώνουμε, ότι οι παράγοντες-κλειδιά της ανάπτυξης αλλάζουν συνεχώς, αλλά οι κοινωνίες που κατανοούν έγκαιρα τους τρόπους προσαρμογής, έχουν τη συλλογική ικανότητα να παρακολουθήσουν τις νέες ευκαιρίες και τις αλλαγές που είναι σκόπιμες, εξελίσσονται ανοδικά. Οι υπόλοιποι καθηλώνονται και μένουν πίσω. Για το λόγο αυτό, η ιστορία της εξέλιξης χωρών και κοινωνιών είναι γεμάτη από παραδείγματα κίνησης προς τα επάνω και πτώσης προς τα πίσω. Κάθε κοινωνία πέτυχε την υπέρβαση μιας μεγάλης κρίσης μόνο όταν έβαλε σε κίνηση πολιτικές και συνθήκες, που μακροχρόνια δημιουργούσαν ανθεκτικές και αποτελεσματικές συνθήκες ανάπτυξης.

Σήμερα, στην Ευρώπη, αλλά και αλλού, και βέβαια και σε εμάς, διαπιστώνουμε την άνοδο κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων που καλλιεργούν τον φανατισμό, τον αυταρχισμό, την τυφλή σύγκρουση, ακόμα και το παράλογο. Σε τελική ανάλυση, διαπιστώνουμε ότι τα θέματα στα οποία αναφέρθηκα και πολλά στα οποία δεν αναφέρθηκα δεν είναι μόνο οικονομικά ή κοινωνικά. Είναι πολιτικά, γιατί δημιουργούν σοβαρούς κινδύνους για την Δημοκρατία, που οι εξελίξεις δείχνουν ότι δεν είναι μόνο κίνδυνοι και δεν αφορούν μόνο την Ελλάδα. Η πολιτική αδυναμία που οδήγησε στην κρίση και που, επιπλέον, οδήγησε στην παράταση της κρίσης μετατρέπεται σε πολιτική αδυναμία αυτοπροστασίας της Δημοκρατίας. Το βλέπουμε μέσα και έξω από την Ελλάδα. Μέσα σε πέντε χρόνια αναδείχθηκαν στην Ευρώπη και στην Ελλάδα δυνάμεις που ήταν ανύπαρκτες πέντε ή δέκα χρόνια πριν. Όσο, συνεπώς, δεν λαμβάνονται υπόψη τα νέα δεδομένα, ώστε να αλλάξουν πολιτικές, αντιλήψεις, και να αναπροσανατολιστεί η πολιτική προς την ανατροπή όσων μας οδήγησαν στο σήμερα, τόσο δυναμώνουν οι τάσεις για πολιτικές συγκρούσεις ή, ακόμα πιο επικίνδυνο, για πολιτικές ανατροπές που έρχονται ως ώριμο φρούτο, γιατί αφήνουν αδιάφορη μια κοινωνία εξαντλημένη και απελπισμένη. Σε τέτοιες συνθήκες ανθούν ο αυταρχισμός και καταστάσεις, που ποτέ στην ιστορία δεν είχαν καλό αποτέλεσμα για τις κοινωνίες που αφέθηκαν στην μαγεία τους. Το τίμημα ήταν πάντα πολύ βαρύ για όσους αδιαφόρησαν, αλλά και για όσους δεν αδιαφόρησαν.

Φτάνοντας προς το τέλος αυτής της ομιλίας, θέλω να επισημάνω ότι στην πολιτική πρέπει να θέλεις να κάνεις το ανέφικτο εφικτό, με την έννοια του να δημιουργήσεις συνθήκες που θα παραμερίζουν εμπόδια, ώστε κάποια στιγμή να κάνει εφικτή την εκπλήρωση ρεαλιστικών προσδοκιών και κοινωνικών και εθνικών επιδιώξεων. Όλα τα προβλήματα στα οποία αναφέρθηκα είναι μια αλυσίδα. Κανένα δεν προχωράει μόνο του, αν δεν προχωρήσουν παράλληλα και αρκετά άλλα. Για να μην είμαστε παθητικοί θεατές πολλαπλών ανατροπών, αυτό που προέχει είναι να πάμε πίσω από τα μεμονωμένα προβλήματα και να σκεφτούμε τις αξίες με τις οποίες βλέπουμε τον κόσμο –την πραγματικότητά μας. Μ’ αυτές που είχαμε πριν την κρίση οδηγηθήκαμε στην πτώχευση. Προφανώς μια μηδενιστική αντίληψη είναι ασυγχώρητη. Πολλές από τις βασικές αξίες μας δεν πτώχευσαν. Όμως, σε όσες πτώχευσαν, η λύση είναι μια: πατροκτονία. Μπορεί να ακούγεται ψυχολογικά δύσκολο, αλλά ο εναλλακτικός δρόμος είναι το μακροχρόνιο αδιέξοδο και το τέλμα. Γι’ αυτό χρειάζεται στρατηγική θεώρηση στα μεγάλα ζητήματα, χρειάζεται εμμονή και διάρκεια στην πράξη και χρειαζόμαστε όλα τα μέσα. Αλλού συγκρούσεις, αλλού αμοιβαίες παραχωρήσεις, ρεαλισμό, τόλμη και προπάντων γνώση του κόσμου, της ιστορίας, γνώση των θέσεων του άλλου, των ανθρώπων και των κοινωνιών με τις οποίες συμπράττουμε, και διαίσθηση πώς να πράξει ή να μην πράξει κανείς. Η προσδοκία ότι θα φτάσουμε πάλι στον Χαμένο Παράδεισο, με την ανόρθωση όσων μας οδήγησαν στην κατάρρευση, θα σημαίνει παράταση της σημερινής εμπλοκής.

Στα χρόνια αυτά ιδεολογίες, ιδεοληψίες, στερεότυπα, ταμπού τσακίστηκαν. Αυτό που δεν φαίνεται ακόμα είναι η οικοδόμηση του νέου. Ένα νέο, που θα μας βγάλει αργά και επώδυνα από την κρίση, θα αρχίσει να εκπέμπει θετικά μηνύματα σε σχέση με την παραγωγή, την απασχόληση, την φτώχεια, τα εισοδήματα, την αποτελεσματικότητα της πολιτικής. Ενα τέτοιο ‘νέο’ δεν μπορεί να προκύψει από τα κάτω. Θα γίνει μόνο από τα πάνω. Το πρόβλημα είναι ότι σημαντικό τμήμα της κοινωνίας χάνει τις προσδοκίες του στο πολιτικό σύστημα, αλλά και λειτουργεί αντιφατικά. Περιμένει από τις πολιτικές δυνάμεις να συγκρουστούν με ό,τι προκάλεσε την κρίση, ενώ ταυτόχρονα αντιδρά σε κάθε αλλαγή. Περιμένει, επίσης, να δει στοιχεία που να εμπνέουν. Αυτά δεν φαίνονται. Οι αλλαγές είναι ελάχιστες, δειλές και ενοχικές. Εξ άλλου, μια υπέρβαση των πολιτικών και άλλων στερεότυπων, που θα σηματοδοτούσαν αλλαγή προσανατολισμού, θα πληρωθεί ακριβά από όσους πρωτοπορήσουν. Όποιος όμως κατανοήσει, ότι αξίζει το τίμημα, οτι αξίζει να πάρει το ρίσκο, όποιος δημιουργήσει ελπίδες που αρχίσουν να μετατρέπονται σε πραγματικότητα, θα πιστωθεί και την επιτυχία.


*Την εκδήλωση οργάνωσε η Μονάδα Έρευνας για την Ευρωπαϊκή και Διεθνή Πολιτική του Τμήματος Μεσογειακών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αιγαίου.