Τάκης Σκριβάνος
1’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Φόραγε ένα καπέλο του Ολυμπιακού και πάνω από αυτό ένα σκούφο. Δεν είναι Ολυμπιακός, αλλά ότι μπορεί να βάλει στο κεφάλι του για να προστατευτεί από το κρύο καλό είναι. Καθαρή Δευτέρα απόγευμα στην οδό Σαρρή, στου Ψυρρή. Η μύτη του φαινόταν μελανιασμένη αλλά δεν ρώτησα. «Τι λέει;». «Τι να λέει, πολύ κρύο, ήρθα από δω μήπως βρω τίποτα λεφτά να πάρω κάνα κρασί και να φάω».

Ο Κώστας μένει στο δρόμο τα τελευταία 5 χρόνια. Είναι 55 χρόνων. Συνήθως κοιμάται στα πέριξ της Κουμουνδούρου, για κάποιο καιρό μοιραζόταν με μια ηλικιωμένη άστεγη γυναίκα τα μεγάλα σκαλιά έξω από ένα κινέζικο μαγαζί στην αρχή της Ευριπίδου, ο καθένας μέσα στο χαρτόκουτό του. Μέχρι που οι ιδιοκτήτες έβαλαν κάγκελα για να μη χωράνε. Τώρα κοιμάται σε ένα εγκαταλειμμένο αυτοκίνητο στο Γκάζι, τα κλειδιά του τα έδωσε η ιδιοκτήτρια. «Να κεράσω μια μπίρα;». «Κέρνα, κέρνα». Βγήκαν δύο ευρώ και 3 τσιγάρα. Ύστερα από δύο ώρες ήταν πάλι εκεί. Ξαναπήγα κοντά. Είχε στη χούφτα του ένα σωρό κέρματα, δεν κατάλαβε ποιος ήταν και τα έβαλε στην τσέπη στα γρήγορα. Δίπλα του είχε μια σακούλα με τρία μπουκάλια του νερού γεμάτα κρασί. Και αίματα στο χέρι. «Άσε, πήγα να πάρω κρασί, κι εκεί που ερχόμουνα από το στενό μου την πέσανε τρία άτομα να μου πάρουνε τα κρασιά. Με πετάξανε κάτω και σκίστηκα στο χέρι». Άναψε ένα τσιγάρο, άνοιξε το ένα μπουκάλι και άρχισε να πίνει.

Τον άστεγο που βρέθηκε νεκρός στο Θησείο μπορεί να τον ξέρει. Ξέρει πολλούς. Και από τον ξενώνα του δήμου όπου έμεινε κάποιους μήνες και από τον ξενώνα της εκκλησίας. «Ο ένας είναι τρελός και φωνάζει όλη νύχτα, ο άλλος είναι μαστουρωμένος συνέχεια, δεν μπορούσες να κλείσεις μάτι εκεί μέσα, αλλά τουλάχιστον δεν έκανε κρύο και ξάπλωνες σε ένα κρεβάτι».

Στα 55 του μοιάζει με 70. Δεν είναι σε φάση να ψάξει για δουλειά. Ποιος θα τον πάρει με αυτά τα ρούχα και αυτά τα μούσια; Δεν μπορεί να σταθεί στα πόδια του από μόνος του. Πρέπει να τον πάρει κάποιος από το χέρι, να τον βάλει σε ένα δωμάτιο, να μπορέσει να πλυθεί, να ξυριστεί, να ντυθεί, να κόψει λίγο το κρασί, ίσως να βρει μια δουλειά, μήπως και κάπως μπορέσει κάποτε να αρχίσει να αυτοεξυπηρετείται μόνος του. Ίσως να μην τα καταφέρει και ποτέ αλλά τι να γίνει, να περιμένει να πεθάνει στα επόμενα χιόνια ή στον επόμενο καύσωνα; Το ίδιο ισχύει για όλους τους άστεγους της Αθήνας, που υπολογίζονται σε 20.000. Το ότι είναι δύσκολη η εποχή και κόβουμε από παντού δεν είναι καλή δικαιολογία. Μήπως τις ευκολότερες εποχές πάλι στο δρόμο δεν ήτανε;