Πολιτικη & Οικονομια

Το... τιμημένο το Κιλελέρ

Αν επιδιώκουν νέο ξεσηκωμό ο Μπουτάς κι η κομπανία του, αυτός δεν μπορεί να αποσκοπεί στη συνέχιση του παρασιτισμού

Φάνης Ουγγρίνης
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Eίναι λοιπόν μια παρέα που κάθεται σ’ ένα τραπέζι. Όλοι τρώνε, πίνουν, φλερτάρουν, αμπελοφιλοσοφούν, κουτσομπολεύουν και γενικά περνούν καλά. Έρχεται λοιπόν κάποια στιγμή, ως είθισται, και ο λογαριασμός, ο οποίος σίγουρα δεν είναι και μικρός, μια που το τσιμπούσι ήταν πλούσιο. Κι ενώ όλοι βγάζουν τα πορτοφόλια τους για να πληρώσουν αυτό που τους αναλογεί, ένας της παρέας μένει ακίνητος και ατάραχος. Μαζεύονται τα χρήματα και φυσικά δεν φτάνουν, κι όλοι ζητούν από τον μπαταχτσή να δώσει κι αυτός το μερτικό του. Οπότε εκείνος, αντί να νιώσει άσχημα και να ψευτοδικαιολογηθεί που πήγε να επιβαρύνει τους υπόλοιπους, κάνει κάτι άλλο. Όλο ύφος, τους αρχίζει ένα λογύδριο όπου τους λέει πως αυτός είναι μάγκας κι αυτοί κορόιδα, πως σιγά μη κουβαλούσε λεφτά πάνω του, πως η ταβέρνα δεν ήταν αντάξια του γούστου του, πως το ελληνικό φαΐ δεν αξίζει φράγκο μπροστά στο ξένο, πως χάρη τους έκανε που έκατσε μαζί τους και τελικά πως αν ο λογαριασμός ήταν σε χάντρες κι όχι σε ευρώ θα τον πλήρωνε, επειδή από δαύτες έχει μπόλικες. Αν τύχαινε σε σας κάτι τέτοιο, τι θα κάνατε. Θα λέγατε «Μπράβο του που είναι θρασύς, κι εγώ την άλλη φορά θα κάνω το ίδιο»; Ή μήπως «Δε θέλω να έχω ξανά παρτίδες μ’ αυτό τον τύπο, που δε φτάνει που μας κλέβει, μας τη λέει κι από πάνω»; Αν ανήκετε στην πρώτη κατηγορία, δεν νομίζω πως υπάρχει λόγος να διαβάσετε το υπόλοιπο κείμενο. Αν όμως ανήκετε στη δεύτερη, ίσως το βρείτε ενδιαφέρον.

Ο θρασύς της ιστορίας μας είναι ο τυπικός ελληνάρας που ήθελε και θέλει επιστροφή στη δραχμή, καθώς έχει τα λεφτά του έξω και τις ζημιές του μέσα. Όμως αυτές τις μέρες έχει κάνει πολύ δυναμικά την εμφάνισή της και μια άλλη κατηγορία δραχμολάγνων, οι αγαπητοί μας αγροτοπατέρες. Στο πρόσφατο δημοψήφισμα συχνά πίεζαν του συναδέλφους τους προς το Όχι, ισχυριζόμενοι πως τάχα με τη δραχμή θα αυξηθούν οι εξαγωγές και θα μειωθούν οι εισαγωγές. Το ότι τα εισαγόμενα καύσιμα, φυτοφάρμακα, λιπάσματα και αγροτικά μηχανήματα θα πήγαιναν στο Θεό παραδόξως δεν φαίνεται να τους απασχολούσε.

Μα είναι δυνατόν να μην είχαν εξετάσει αυτές τις παραμέτρους κόστους όταν προέτρεπαν σε κάτι τέτοιο; Τόσο στο πόδι πια; Εννοείται πως όχι. Απλώς το διακύβευμα ήταν άλλο, πιο κυνικό, αφορούσε στην ευνοϊκή φορολόγηση του κλάδου. Τώρα πια όλοι πάνω κάτω γνωρίζουμε πως επί δεκαετίες οι αγρότες δεν φορολογούνταν βάσει δηλωμένων εσόδων μα στο περίπου, τεκμαρτά. Τόση γη έχω, τέτοιο προϊόν βγάζω, τόσα θα δώσω. Παραδόξως όμως είχαν στη διάθεσή τους και κανονικότατα μπλοκ τιμολογίων, όπου μπορούσαν να χρεώσουν ό,τι ήθελαν, σε όποια τιμή ήθελαν, και να μην τους στοιχίσει αυτό τίποτε απολύτως.

Και τι μας νοιάζει εμάς, θα μου πείτε; Μας νοιάζει και μας παρανοιάζει, επειδή βάσει αυτών των εικονικών τιμολογίων χρέωναν οι χονδρέμποροι αγροτικών προϊόντων τους πελάτες τους, λιανοπουλητές και βιομηχάνους, κι εκείνοι όλους εμάς. Εμείς οι τελικοί καταναλωτές πληρώναμε τη νύφη καθημερινά, στο τραπέζι μας. Όταν λοιπόν υλοποιήθηκε η μνημονιακή δέσμευση για τήρηση βιβλίων και από τους αγρότες ακούστηκαν πολλά για το ότι αυτοί, ως φτωχοί κι αγράμματοι άνθρωποι, δε γινόταν να επιβαρυνθούν με τέτοιες υποχρεώσεις και πως το παλιό καθεστώς ήταν μια χαρά. Δε μπορούσαν όμως να το παρατραβήξουν επειδή ήταν πολύ κραυγαλέα παράλογο το αίτημα τους, κι έτσι σώπασαν. Μέχρι αυτό τον χειμώνα, όταν η προωθούμενη μερική φορολογική και ασφαλιστική εξίσωση τους με τους λοιπούς ελευθέρους επαγγελματίες τους έβγαλε ξανά στους δρόμους.

Έχουν πάρει πολλά χρήματα οι αγρότες όλα αυτά τα χρόνια, ευρωπαϊκά μα και ελληνικά, κι έχουν να παρουσιάσουν μικρές επιδόσεις. Στο μισό η παραγωγή οσπρίων, μείωση και στην παραγωγή εσπεριδοειδών, οι τοπικές ποικιλίες βοοειδών αγνοούνται, η εκτροφή αιγοπροβάτων γίνεται όπως στην εποχή του Οδυσσέα, παρουσιάζεται χρόνια ανεπάρκεια στο αγελαδινό γάλα, υφίσταται ουσιαστική απώλεια της παραγωγής ζαχαρότευτλων, τα σπαράγγια δεν εξάγονται πια, ακόμη και στις ντομάτες οι Ολλανδοί είναι φθηνότεροι. Μα και στη μεταποίηση των αγροτικών προϊόντων δεν τα έχουμε πάει καλύτερα. Οι ελιές εξάγονται κατά 80% σε μεγάλα βαρέλια, το λάδι σε δεξαμενές, η τυροκομική παραγωγή των νησιών είναι κατακερματισμένη, το μέλι μας δεν έχει τη δέουσα αναγνώριση, τα ιχθυοτροφεία φλερτάρουν με τη χρεωκοπία, στο τόσο υδροβόρο βαμβάκι δίδεται ελάχιστη προστιθέμενη αξία, μαλλί από τα πρόβατα και τα κατσίκια δεν παράγουμε.

Έχουμε όμως 180.000 τεράστια τρακτέρ και πάνω από 500.000 ανθρώπους να δηλώνουν αγρότες, παράγοντας ένα μικροσκοπικό τμήμα του ΑΕΠ, αφού υποτίθεται πως ζουν καλλιεργώντας τους μικρότερους κλήρους στην Ευρωζώνη, 48 στρέμματα κατά μέσο όρο. Και με αυτά τα 48 στρέμματα και με τα ψίχουλα που δίνουν στον ΟΓΑ απαιτούν ευρύχωρο σπίτι, καινούργιο τρακτέρ, δυνατό αυτοκίνητο, φροντιστήρια για τα παιδιά, καφέ και ταβέρνα στην πόλη, κάνα ταξιδάκι στο εξωτερικό και φυσικά ασφαλτοστρωμένους δρόμους, καλά και κοντινά σχολεία και πλήρη ιατροφαρμακευτική περίθαλψη. Απαιτούν δηλαδή το τυπικό επίπεδο ζωής ενός μέσου αυτοαπασχολούμενου συμπολίτη τους, ο οποίος επιβαρύνεται σκληρότατα από εφορία, ασφαλιστικό ταμείο και δήμο. Σα να μου θυμίζουν τον ήρωα της αρχικής ιστορίας μας οι συνδικαλιστές των αγροτών, αυτοί με τα πραγματικά μεγάλα κτήματα και τις πιο παχυλές επιδοτήσεις.

Εδώ και χρόνια προσφέρονταν στους αγρότες πολλά χρήματα ώστε να συντηρούν ένα επίπεδο ζωής το οποίο δεν δικαιούνταν από την εργασία τους. Δεν ενισχύθηκαν ποτέ ώστε να γίνουν πιο καινοτόμοι στην παραγωγή, ώστε να μεγαλώσουν τις εκμεταλλεύσεις τους, ώστε να μειώσουν το κόστος τους, ώστε να δώσουν μεγαλύτερη προστιθέμενη αξία στο προϊόν τους, ώστε να βγάλουν εκλεκτότερα και άρα ακριβότερα αγαθά. Και τώρα πια που βλέπουν πως η Ευρώπη δεν προτίθεται να τους τσοντάρει άλλο, θέλουν και δραχμή, ώστε να συνεχίσουν να επιβαρύνουν τους υπόλοιπους συμπολίτες τους όπως έμαθαν, επειδή τώρα πια δεν μπορούν, λέει, να ξεμάθουν. 


Επισκεπτόμενος το Κιλελέρ το 1982 ο Ανδρέας ευλόγησε τις δυναμικές κινητοποιήσεις τους. Τους έκλεισε το μάτι για να γίνουν διεκδικητικοί, και μετά άρχισε να ρέει ανεξέλεγκτο το χρήμα από τα ΜΟΠ, ξεκινώντας μια πρακτική της οποίας η κατάληξη είναι γνωστή, με τον Χατζηγάκη τον χουβαρντά. Αν επιδιώκουν ένα νέο ξεσηκωμό ο Μπουτάς κι η κομπανία του, αυτός δεν μπορεί πια να αποσκοπεί στη συνέχιση του παρασιτισμού. Πρέπει να ζητήσουν ομαδοποίηση της παραγωγής, αγροτικά λύκεια, καλύτερα σχετικά ΤΕΙ, τίμιους γεωπόνους και κτηνιάτρους, διαφανείς σχέσεις με τους χονδρεμπόρους και τους μεταποιητές. Άντε, γιατί μπουχτίσαμε πια με το… τιμημένο το Κιλελέρ!