Πολιτικη & Οικονομια

Το εθνικό μας σύμπλεγμα

Η πατριωτική ρητορεία είναι προϋπόθεση για την πολιτική σταδιοδρομία

Αγγελική Σπανού
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Κάθε εθνική επέτειος είναι μια ευκαιρία να αναδυθούν συλλογικές φαντασιώσεις, εμμονές, απωθημένα. Το ένδοξο παρελθόν γίνεται επιχείρημα για να τονωθεί η εθνική αυτοπεποίθηση και να ξεχαστεί το μίζερο παρόν. Κάπως έτσι συζητάμε για τους αντιφασιστικούς αγώνες του ελληνικού λαού αφήνοντας στην άκρη τους νεοναζί που αποτελούν την τρίτη πολιτική δύναμη στο κοινοβούλιο. Ανακαλούμε το παράδειγμα του Δαβίδ εναντίον του Γολιάθ σαν να οφείλεται βασικά στη δική μας χώρα το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ενώ δεν μπλέκουμε με τον εμφύλιο που ακολούθησε στο όνομα της εθνικής συμφιλίωσης, η οποία είναι φενάκη όπως αποδεικνύει ο διαρκής διχασμός της κοινωνίας. Με την ευκαιρία της 28ης Οκτωβρίου αποκτούν νέα ορμή τα αντιγερμανικά πάθη, νέο περιεχόμενο ο εθνολαϊκισμός και νέα φόρτιση η πίστη στην Ελλάδα που αντιστέκεται, ποτέ δεν πεθαίνει και νικάει – ανάλογα με τη συγκυρία.

Το χειρότερο είναι ότι είμαστε βαθιά ανιστόρητοι. Ξέρουμε διάφορα κλισέ, τα εύκολα. Στο σχολείο μάθαμε –και μαθαίνουν ακόμη τα παιδιά– κάτι σαν μυθολογία, μια περιγραφή των γεγονότων που δεν αγγίζει τα προβληματικά σημεία και τις σκοτεινές περιοχές της δικής μας πλευράς, η οποία παρουσιάζεται μόνο γενναία, ωραία και αθώα.

Αλλά αυτό το αφήγημα, του περιουσίου, αδικημένου και ηρωικού λαού είναι κυρίαρχο σε όλη τη δημόσια σφαίρα, η δυναμική του δεν εξαντλείται στο πλαίσιο του εκπαιδευτικού συστήματος. Η πλειοψηφία θρέφεται διαρκώς με την ιδέα της εξαίρεσης – δεν είμαστε σαν τους άλλους και αυτό είναι πλεονέκτημα, όχι αδυναμία.

Η πατριωτική ρητορεία είναι προϋπόθεση για την πολιτική σταδιοδρομία, δεν θα περίμενε κανείς από κόμματα και επαγγελματίες της εξουσίας να πουν και να αναζητήσουν αλήθειες κοιτάζοντας προς τα πίσω ή να μεταδώσουν το μήνυμα ότι, όχι, δεν είναι στο DNA μας η αρετή και η τόλμη ούτε μονοιασμένοι μπορούμε τα πάντα, γιατί, αν αυτά συνέβαιναν, τότε δεν θα είχαμε αποτύχει τόσο οικτρά αλλά θα περνούσαμε μέσα από την παγκόσμια οικονομική κρίση με μεγαλύτερη αξιοπρέπεια, όπως όλες οι άλλες χώρες της ευρωζώνης.

Οι στρατιωτικές παρελάσεις κοστίζουν και θα είχε δημοσιονομικό όφελος η κατάργησή τους, αλλά ποιος θα τα πει ή θα τα κάνει αυτά, όταν θεωρείται κανονικό να ντύνονται στα καλά καθούμενα οι κυβερνώντες με στολή παραλλαγής και όταν όλοι μαζί φωνάζουν «καμία υποχώρηση στα εθνικά θέματα» ενώ, λογικά, δεν γίνεται να υπάρξει περήφανη εξωτερική πολιτική σε συνθήκες χρεοκοπίας.

Αλλά και οι μαθητικές παρελάσεις συνεχίζονται απρόσκοπτα. Είναι τόσο ισχυρό το στερεότυπο που πώς θα τολμήσει ένας μαθητής που δεν το θέλει να μην συμμετάσχει και πώς θα μπορέσει μια άριστη μαθήτρια να αρνηθεί θέση σημαιοφόρου και πώς θα γίνει κατανοητό ότι το «εν-δυο, εν-δυο» δεν εκπαιδεύει ελεύθερες προσωπικότητες και Ευρωπαίους προοδευτικούς πολίτες, ότι δεν είναι σωστός ο διαχωρισμός των παιδιών ανάλογα με το ύψος, ότι δεν έχει νόημα να χάνουν το χρόνο τους σε πρόβες για πειθαρχημένο βηματισμό.

Αν όλα αυτά συνέβαιναν με παιδιά που είχαν μπροστά τους δρόμους ανοιχτούς, θα μπορούσε κανείς να το ανεχτεί ως μια ασήμαντη γραφικότητα. Αλλά εδώ μιλάμε για τα παιδιά της παρακμής, μιας χώρας συνταξιούχων και ανειδίκευτων, όπου τυφλοί οδηγούν τυφλούς ελπίζοντας στην καλή τύχη, στον από μηχανής Θεό, στους υδρογονάνθρακες, στο μεγάλο κόλπο, στο θαύμα, στο ελληνικό happy end όπως το διδασκόμαστε.

Και επειδή είναι και τα θρησυκευτικά πολύ της μόδας, τουλάχιστον να διαβάζαμε το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο: «ἄφετε αὐτούς· ὁδηγοί εἰσι τυφλοὶ τυφλῶν· τυφλὸς δὲ τυφλὸν ἐὰν ὁδηγῇ, ἀμφότεροι εἰς βόθυνον πεσοῦνται».