Πολιτικη & Οικονομια

Η ανεργία των νέων είναι εθνική υπόθεση

Nα διαμορφώθει ένα νέο όραμα

Δημήτρης Ραπίδης
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Το 2011 ο νεοεκλεγείς τότε Πρωθυπουργός της Πορτογαλίας Πέδρο Πάσος Κοέλιο, μετά την επιτυχία του κόμματός του και την υπόσχεση εφαρμογής του μνημονίου στο ακέραιο, είχε δηλώσει ότι ο καλύτερος δρόμος για τους νέους είναι να φύγουν από τη χώρα και να αναζητήσουν εργασία στο εξωτερικό καθώς οι προοπτικές για εύρεση εργασίας θα ήταν εξαιρετικά δύσκολες. Ανάλογη δήλωση είχε κάνει το 2012 ο Πρωθυπουργός της Ισπανίας Μαριάνο Ραχόι. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις, το μήνυμα ελήφθη. Σύμφωνα με στοιχεία του κέντρου ερευνών Bridging Europe, από το 2011 μέχρι το τέλος του 2014, πάνω από 100,000 νέοι έως 35 ετών εγκατέλειψαν τη Πορτογαλία σε αναζήτηση εργασίας, ενώ στην Ισπανία ο αντίστοιχος αριθμός ξεπέρασε τις 400,000.

Στην Ελλάδα, ο αριθμός είναι εξίσου υψηλός, καθώς πάνω από 190,000 νέοι εγκατέλειψαν την χώρα στο ίδιο διάστημα. Ωστόσο, στη δική μας περίπτωση κανένας πολιτικός αρχηγός δεν τόλμησε ποτέ να αναφερθεί στο ζήτημα της ανεργίας των νέων έχοντας ένα συγκεκριμένο πλάνο ή έστω μια πρόταση ανάλογη με εκείνη των εταίρων μας στην Ιβηρική Χερσόνησο, αφήνοντας το φλέγον αυτό ζήτημα με τεράστιες οικονομικές και κοινωνικές διαστάσεις να αιωρείται αορίστως και αενάως. Μπορεί το ζήτημα να είναι ευρωπαϊκό, ωστόσο στη χώρα μας, και συγκριτικά με το μέγεθος της αγοράς και το βάθος της οικονομικής ύφεσης, η κατάσταση είναι απείρως χειρότερη από το σύνολο της Ευρωζώνης. Όταν κάποιος παρατηρεί τις εκθέσεις της Eurostat, βλέπει τα τελευταία χρόνια την Ελλάδα να βρίσκεται κατά τουλάχιστον 10 μονάδες πάνω από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο στην ανεργία των νέων, απορώντας αν η χώρα είναι όντως μέλος της νομισματικής ένωσης ή τυχαία βρίσκεται στη σχετική λίστα.

Το πρόβλημα στη χώρα μας γίνεται ακόμη πιο σύνθετο όταν προσθέσουμε τον παράγοντα εκπαίδευση στην εξίσωση. Πολλοί είναι εκείνοι που συνεχίζουν τις σπουδές στο εξωτερικό, έχοντας ήδη αποκτήσει τουλάχιστον ένα ή ακόμη και δύο μεταπτυχιακά διπλώματα, προκειμένου να αυξήσουν τις πιθανότητες εύρεσης εργασίας. Ωστόσο, εδώ προκύπτουν τρία επιμέρους προβλήματα:

Το πρώτο είναι ότι η συλλογή διπλωμάτων αυξάνει σε τέτοιο βαθμό τα εκπαιδευτικά / ακαδημαϊκά προσόντα που είναι αδύνατον, στις συνθήκες αγοράς και χαμηλής προσφοράς που βρισκόμαστε σήμερα, να υπάρξει εξίσωση μισθού και προσόντων.

Το δεύτερο πρόβλημα είναι ότι οι συνεχείς σπουδές γεμίζουν ένα βιογραφικό με θεωρητικές γνώσεις και προσόντα, χωρίς όμως να υπάρχει χώρος για την έστω μίνιμουμ εργασιακή εμπειρία. Κατά συνέπεια, ο υποψήφιος για εύρεση εργασίας πάει σε μια συνέντευξη «υπερεξοπλισμένος» εγκεφαλικά, αλλά απόλυτα αδύναμος πρακτικά και εμπειρικά.

Το τρίτο πρόβλημα είναι η δαπάνη που απαιτείται για τις συνεχείς σπουδές. Μια δαπάνη που αν συναθροιστεί με το σύνολο των ετών φοίτησης, το κόστος ζωής και όλα τα συν αυτώ, δίνει ένα διόλου ευκαταφρόνητο ποσό επένδυσης. Το ποσό αυτό, με κατάλληλο χειρισμό και επαγγελματικό προσανατολισμό ήδη από τα χρόνια του Λυκείου, θα μπορούσε να επενδυθεί κατάλληλα, και με την στήριξη ενός κρατικού μηχανισμού που θα ευνοούσε συνθήκες υγιούς επιχειρηματικότητας, να δημιουργήσει εργασία τουλάχιστον για ένα άτομο.

Το (πρόχειρο) συμπέρασμα που εξάγεται είναι πως σε συνθήκες οικονομικής ασφυξίας, το σύνολο όλων όσων συμμετέχουν σε μια συγκεκριμένη οικονομική αλυσίδα (από το σχολείο, το σπίτι, το πανεπιστήμιο, το κράτος) είναι στον βαθμό που τους αναλογεί ξεχωριστά, υπεύθυνοι για τις συνέπειες που αντιμετωπίζουν σήμερα οι νέοι στην Ελλάδα. Πρωτίστως όμως, είναι εθνική ευθύνη και υπόθεση των πολιτικών ηγετών να διαμορφώσουν ένα νέο όραμα για τους νέους, για τη σχέση μάθησης/εκπαίδευσης και εργασίας. Για το γεγονός ότι υπάρχουν πάντα λύσεις, ακόμα και στις πλέον δύσκολες και πρωτόγνωρες συνθήκες.