Πολιτικη & Οικονομια

Γιατί ο Τσίπρας δεν χρησιμοποίησε διερμηνέα

Και γιατί στις ΗΠΑ το σχέδιο Τσίπρα απέτυχε, παταγωδώς...

Σεραφείμ Κοτρώτσος
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Πολλές συζητήσεις έγιναν σε σχέση με την επάρκεια του Τσίπρα στα αγγλικά και την εικόνα του εκτός Ελλάδος. Νομίζω ότι η συζήτηση είναι σε εντελώς λάθος βάση. Όχι μόνο επειδή ο Τσίπρας έχει σημειώσει μεγάλη πρόοδο στην αγγλική τα τελευταία χρόνια. Αυτό είναι ένα γεγονός. Κυρίως επειδή το πρόβλημα δεν είναι τόσο γλωσσικό, αλλά εν μέρει επικοινωνιακής τακτικής και κυρίως κοσμοθεωρίας. 


Ο πρωθυπουργός θα μπορούσε άνετα να αποφεύγει τις κακοτοπιές χρησιμοποιώντας διερμηνέα. Όμως δεν το επιλέγει. Όχι γιατί είναι ριψοκίνδυνος, ούτε γιατί θέλει να κάνει απόσβεση της επένδυσής του σε εντατικά μαθήματα αγγλικών, ίσως ούτε καν επειδή ντρέπεται να επικοινωνεί μέσω διερμηνέα εκεί όπου οι περισσότεροι μιλούν χωρίς. Κυρίως επειδή θέλει να περνάει διαφορετικά μηνύματα στο φιλοθεάμον ελληνόφωνο ακροατήριο κι άλλα στο εκτός Ελλάδος. Η γλώσσα είναι ένα εργαλείο που εξυπηρετεί σε κάποιο βαθμό αυτή τη στόχευση. Τουλάχιστον για μεγάλο μέρος από το ντόπιο ακροατήριο που ενδιαφέρει τον πρωθυπουργό. Αυτή νομίζω είναι η κύρια αιτία. 


Στην Ελλάδα θέλει να κλαίγεται για μια σκληρή συμφωνία που όμως υποχρεώθηκε να υπογράψει και θα εφαρμόσει με βαριά καρδιά για να αποφύγει να σκάσει η βόμβα στα χέρια του. Θέλει να λέει ότι θα επαναδιαπραγματευτεί με ισοδύναμα (;). Στο εξωτερικό θέλει να μιλά για το πρώτο ρεαλιστικό σχέδιο για την Ελλάδα που προσφέρει σταθερότητα και προοπτική. Στην Ελλάδα δεν θέλει να μιλάει για ιδιωτικοποιήσεις και ξένα κεφάλαια ή ιδιωτικό κέρδος αλλά για αγώνες ενάντια στο κεφάλαιο. Στο εξωτερικό εκλιπαρεί για επενδύσεις κι έστω ένα πολιτικό καθρεφτάκι (π.χ. μια συμβολική απομείωση του δημόσιου χρέους) ώστε να διατηρήσει στη νιρβάνα τους τους ιθαγενείς που σε μεγάλα ποσοστά συνεχίζουν να νομίζουν ότι το κύριο πρόβλημα στη χώρα είναι το συσσωρευμένο δημόσιο χρέος. Προσπαθεί για αυτό να δίνει την εικόνα του πιστού συμμάχου χωρίς να ενδιαφέρεται για τη διεθνή σκακιέρα. 


Την ίδια στιγμή προς το εσωτερικό θέλει να πουλάει πατριωτικές κορόνες (με λαγό τον Καμμένο που στρώνει κόκκινα χαλιά πάνω σε παλέτες προσφέροντας δωρεάν διασκέδαση στο λαό) και κοντόφθαλμα νταϊλίκια (π.χ. με τη μη συμμετοχή στη διεθνή διάσκεψη για το προσφυγικό με πρόσχημα τη FYROM, θέμα που ασφαλώς έπρεπε να έχει αντιμετωπιστεί πολύ πριν τη σύσκεψη). Στο κάθε ακροατήριο θέλει να προσφέρει εντελώς διαφορετική εικόνα. Κάθε πελάτης έχει τις δικές του ανάγκες και αν και δεν έχει ο Τσίπρας εμπειρία από την πραγματική οικονομία, αυτό προφανώς το γνωρίζει καλά, καθώς στην επικοινωνία έχει δουλέψει επί χρόνια. Βγάζοντας άλλη εικόνα σε κάθε ακροατήριο πιστεύει ότι θα μεγιστοποιεί τα κέρδη του ή μάλλον θα ελαχιστοποιήσει τις ζημιές. Όχι για τη χώρα, φυσικά. Για τη δική του πολιτική ηγεμονία. 


Φυσικά, τα δύο ακροατήρια δεν είναι απομονωμένα το ένα από το άλλο. Κάτι παίρνει το αυτί των μεν για το τι λέει στους δε και αντίστροφα. Όμως άλλο να ακούς κάτι στη γλώσσα σου κι άλλο από μετάφραση. Η μετάφραση πάντοτε έχει μικρότερη απήχηση. Αν δε κάτι πάει στραβά, οι μεταφραστές ρίχνονται στην πυρά. Ούτως ή άλλως πάντοτε η μετάφραση περνάει κι από το φίλτρο του υποκειμενισμού του μεταφραστή και τη γραμμή του μέσου ενημέρωσης που θα μεσολαβήσει. 


Όμως στις ΗΠΑ το σχέδιο Τσίπρα απέτυχε. Παταγωδώς. Απέτυχε όχι στα δύσκολα, αλλά στα πολύ απλά. Δεν ερωτήθηκε τίποτε περίεργο. Έπεσαν αυτά που είναι τόσο θεμελιώδη που δεν θεωρούνται καν SOS. Αυτά που υποτίθεται προσφέρονται για το ζέσταμα της συζήτησης. Όπως άκουσα να αναφέρει και ο Α. Παπαχελάς, ο Κλίντον έστησε την μπάλα ένα μέτρο προ εντελώς κενής εστίας (χωρίς τερματοφύλακα ή αμυντικούς), ο Τσίπρας πήρε φόρα και παραδόξως την έστειλε απελπιστικά άουτ. 


Και απέτυχε γιατί ο πρωθυπουργός δεν ήταν απλώς αδιάβαστος, αλλά απολύτως ανυποψίαστος. Δεν φανταζόταν τίποτε από αυτά που ετέθησαν. Ήταν ανυποψίαστος για το τι σημαίνει ελεύθερο, δημοκρατικό κράτος στο δυτικό κόσμο. Ανυποψίαστος για το τι αναζητά ένας επενδυτής. Βλέπετε, στο σοβιετικό μοντέλο στο οποίο ο Τσίπρας έχει εντρυφήσει οι επενδύσεις γίνονται από τα κράτη μετά από πολιτικές συμφωνίες των ηγετών. Στο μετασοβιετικό κατόπιν συμφωνιών κορυφής μεταξύ ολιγαρχών. Στη δημοκρατική κι ελεύθερη δύση όμως οι επενδυτές είναι ως επί το πλείστον ιδιώτες. Ρισκάρουν και δικά τους λεφτά, όχι μόνο τρίτων. Λαμβάνουν ελεύθερα τις αποφάσεις τους. Αναζητούν ευκαιρίες. Σταθμίζουν τους κινδύνους. Καταστρώνουν πλάνα. Αν κρίνουν ότι το προσδοκώμενο κέρδος αξίζει τους κινδύνους μιας επένδυσης και βλέπουν να υπάρχει κάποια αποδεκτή οδός διαφυγής σε περίπτωση που αλλάξουν γνώμη, τότε προχωρούν. 


Έτσι λοιπόν, πολύ λογικά, ρωτάνε τι επενδυτικές ευκαιρίες έχεις να προσφέρεις, πώς με προστατεύεις από το να εγκλωβιστώ στη χώρα σου και σε τι απόδοση μπορώ να προσδοκώ. Τα ρωτάνε όχι γιατί δεν γνωρίζουν τι συμβαίνει στη χώρα μας. Δεν έχουμε παράπονο, τα τελευταία χρόνια είμαστε μόνιμη ενότητα στο περιεχόμενο της διεθνούς οικονομικής και πολιτικής ενημέρωσης. Ρωτάνε για να ανιχνεύσουν τις προθέσεις της «νέας» κυβέρνησης ώστε να γνωρίζουν αν έχει νόημα να ρίχνουν έστω κάποιες ματιές προς τη χώρα μας ή πρέπει να την ξεχάσουν για πολλά ακόμα χρόνια. Απλά πράγματα που αντιλαμβάνεται ως αυτονόητα ο μέσος πολίτης σε ένα δημοκρατικό κράτος του δυτικού κόσμου, αλλά σχεδόν κανένας στην Ελλάδα. 


Αυτά δυστυχώς δεν τα είχε ψυχανεμιστεί ο πρωθυπουργός. Ήταν για αυτόν εντελώς εκτός ύλης ως τώρα. Δεν περιλαμβάνονταν ούτε στο «Αντιμνημόνιο 1.0» που επί χρόνια μελετούσε, ούτε καν στο «Ηρωϊκή Διαπραγμάτευση 1.0» παρά τα ακριβά δίδακτρα. Λέτε να περιλαμβάνονται στο «Πρώτη φορά Αριστερά 2.0»; Το βλέπω πολύ απίθανο. Βλέπετε, είναι ασύμβατα με την ύλη του μαθήματος «Δεν μου φταίνε όλοι οι άλλοι 1.0» και το «Τα λάθη του παρελθόντος δεν διορθώνονται με ακόμα μεγαλύτερα 1.0», τα οποία τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει απαγορευτικά ακριβά και σχεδόν κανένας δεν τα παρακολουθεί.