Πολιτικη & Οικονομια

Τα ψεύτικα δάκρυα για τη φυγή των επιστημόνων

Συμπυκνώνουν όλη την παθολογία της ελληνικής κρίσης

Σπύρος Βλέτσας
ΤΕΥΧΟΣ 540
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Στην τελευταία προεκλογική περίοδο περίσσεψαν οι αναφορές στη μετανάστευση Ελλήνων επιστημόνων.

Στην τελευταία προεκλογική περίοδο περίσσεψαν οι αναφορές στη μετανάστευση Ελλήνων επιστημόνων. Όπως και με άλλα σοβαρά προβλήματα –με πρώτο αυτό της ανεργίας– η συζήτηση εξαντλείται μεταξύ καταγγελίας και συγκίνησης, χωρίς να ασχολείται κανείς ούτε με τις αιτίες του προβλήματος αλλά ούτε και με τρόπους αντιμετώπισής του.

H λύση του προβλήματος υποτίθεται ότι θα ήταν να μπορούν όλοι οι επιστήμονες να βρουν δουλειά στην πατρίδα τους, ώστε να μην αναγκάζονται να ξενιτεύονται. Όμως, στις περισσότερες επιστημονικές ειδικότητες στη χώρα μας υπάρχει, αναλογικά με τον πληθυσμό, μεγαλύτερος αριθμός ενεργών επαγγελματιών σε σχέση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες.

Ας πάρουμε για παράδειγμα τους γιατρούς. Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας έχουμε σχεδόν 62 γιατρούς ανά 10.000 πληθυσμού, αναλογικά διπλάσιους από την αντίστοιχη αναλογία των ευρωπαϊκών χωρών, όπου υπάρχουν μόλις 33 γιατροί ανά 10.000 άτομα. Λύση, φυσικά, δεν είναι να πάμε σε τριπλάσιους γιατρούς.

Είναι προφανές ότι η Ελλάδα παράγει πολύ περισσότερους πτυχιούχους από όσους χρειάζεται. Μάλιστα, οι χώρες υποδοχής των επιστημόνων βρίσκουν έτοιμους τους ειδικευμένους επαγγελματίες που τους λείπουν χωρίς να ξοδέψουν τίποτε για την εκπαίδευσή τους. Το κόστος αυτό το έχει αναλάβει το χρεοκοπημένο ελληνικό κράτος, το οποίο γέμισε προηγουμένως την επικράτεια με πανεπιστήμια και ΤΕΙ για να ικανοποιηθούν οι τοπικές κοινωνίες στα πλαίσια του πελατειακού συστήματος.

Αντί το κράτος να ευνοήσει την παραγωγική διαδικασία για να δημιουργηθούν δουλειές στην επαρχία, υποκαθιστούσε την παραγωγή με την κατανάλωση που έφερναν οι φοιτητές. Μάλιστα, τα τελευταία χρόνια πριν την κρίση, αλλά και κατά τη διάρκειά της, το δημόσιο ξόδευε λεφτά που δεν είχε και χρηματοδοτούσε την ίδρυση και λειτουργία των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων από τα δανεικά.

Τον σοκ της χρεοκοπίας δεν ήταν ικανό να αλλάξει τις νοοτροπίες και τις παθογένειες που οδήγησαν στην κρίση. Το 2014 αυτό που έλειπε από την καταρρέουσα Ελλάδα ήταν η όγδοη Αρχιτεκτονική Σχολή, η οποία και ιδρύθηκε στα Γιάννενα. Τότε ο πρώην πρόεδρος της Αρχής για την αξιολόγηση των πανεπιστημίων καθηγητής Σπ. Αμούργης είχε επισημάνει στην εφημερίδα το «Βήμα» (24-8-14):«Και τι χρειάζεται ένα ακόμη τέτοιο τμήμα στη χώρα μας; Στις ΗΠΑ, με πληθυσμό περίπου 317 εκατομμύρια, το ακαδημαϊκό έτος 2013-14 εισήχθησαν 3.700 φοιτητές στις σχολές αρχιτεκτονικής. Την ίδια χρονιά εμείς, με 10,5 εκατομμύρια κατοίκους, είχαμε 800 εισακτέους φοιτητές στις αρχιτεκτονικές σχολές· σε μια χώρα με τρεις φορές περισσότερους αρχιτέκτονες από τη Γαλλία και την Αγγλία».

Αν εμείς επιμένουμε να πληρώνουμε για να βγάζουμε πολλαπλάσιους γιατρούς, δικηγόρους και μηχανικούς από όσους χρειάζεται η οικονομία μας, δεν μπορούμε να θρηνούμε όταν δεν βρίσκουν δουλειά. Αντί για δάκρυα θα ήταν προτιμότερο να ξανασκεφτούμε αν θέλουμε, τώρα που τελείωσαν τα δανεικά, το κράτος μας να ξοδεύει τα χρήματά μας για να προσφέρει δωρεάν γιατρούς σε χώρες όπως η Γερμανία.

Ό,τι κι αν κάνουμε, πάντα θα μας περισσεύουν επιστήμονες όσο από τα πανεπιστήμια θα αποφοιτούν τόσοι πολλοί. Για να απασχοληθεί ένα μέρος τους θα πρέπει να επανέλθει η σταθερότητα και να ενισχυθεί το παραγωγικό και εξωστρεφές κομμάτι της οικονομίας. Θα πρέπει να μπορούμε να πουλάμε περισσότερα προϊόντα και υπηρεσίες (όπως ο ιαματικός τουρισμός) σε ξένους. Επίσης θα πρέπει να συνδεθούν τα πανεπιστήμια με την παραγωγική διαδικασία, να ανοίξουν τα επαγγέλματα και κυρίως να γίνουμε ελκυστικοί σε επενδύσεις που θα μειώσουν την ανεργία, επιστημόνων και μη.

Μέχρι τώρα η οργή και τα δάκρυα έδιωξαν δουλειές με την πολιτική αστάθεια και την οικονομική ανασφάλεια που έφεραν. Το δε δημόσιο προτίμησε να μειώνει συνεχώς τα τελευταία χρόνια το πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων (για να μπορεί να πληρώνει προνόμια) και έτσι αυξήθηκε κι άλλο η ανεργία. Τους τελευταίους μήνες αποφασίστηκε η επαναπρόσληψη πελατών του συστήματος χωρίς προσόντα (όπως οι σχολικοί φύλακες) και υπαλλήλων με βαριά παραπτώματα (οι λεγόμενοι επίορκοι) τη στιγμή που πάγωσαν οι προσλήψεις νέων πτυχιούχων, επιτυχόντων του ΑΣΕΠ.

Στην Ελλάδα, παρά την ανεργία των πτυχιούχων, η ζήτηση για την πανεπιστημιακή εκπαίδευση είναι τεράστια. Οι οικογένειες θέλουν πάση θυσία τα παιδιά τους να σπουδάσουν. Το κράτος –που αλλού περικόπτει απαραίτητες δαπάνες– προσφέρει απλόχερα τη δυνατότητα δωρεάν σπουδών ακόμη και σε πολύ πλούσιους μαθητές, ακόμη και σε μαθητές με κάκιστες επιδόσεις. Από τη μία δεν μπορεί κανείς να απαγορεύσει στον καθένα να σπουδάσει, αλλά από την άλλη δεν μπορεί το χρεοκοπημένο κράτος μας να πληρώνει τις σπουδές τόσο πολλών.

Παρά τη γενναιοδωρία του κράτους, η ζήτηση για σπουδές δεν καλύπτεται και χιλιάδες νέοι φεύγουν για να φοιτήσουν στο εξωτερικό. Μια δραστηριότητα που θα μπορούσε να δημιουργεί εισοδήματα και απασχόληση (σε επιστήμονες και άλλους) στην Ελλάδα, έχουμε την πολυτέλεια να τη στέλνουμε αλλού. Αντί να φέρνουμε χρήμα από ξένους που θα ήθελαν να σπουδάσουν εδώ (όπως κάνει η Κύπρος) παραιτούμαστε από μια ακόμη δυνατότητα ανάπτυξης, επιμένοντας σε μια αναχρονιστική απαγόρευση του μετεμφυλιακού κράτους.

Η εκμετάλλευση της μετανάστευσης των πτυχιούχων συμπυκνώνει όλη την παθολογία της ελληνικής κρίσης. Υποκρισία και οδυρμός για τα αποτελέσματα της κατάρρευσης και αγώνας για να μην αλλάξει τίποτε από τις δομές που μας έφεραν στη χρεοκοπία. Μόνο δάκρυα για να προκληθεί συναισθηματική ταύτιση των πολιτών και να ακολουθήσει η εκμετάλλευση της αγανάκτησης. Αγανάκτηση, η οποία μετασχηματίστηκε σε μια τεράστια αντιδραστική δύναμη που έκανε την ύφεση βαθύτερη και απομάκρυνε την ανάκαμψη. Κάπως έτσι, την ώρα που οι άλλοι γυρίζουν δυναμικά στην ανάπτυξη και δημιουργούν θέσεις εργασίας, εμείς ανακυκλώνουμε την κρίση και αυξάνουμε την ανεργία. Συνεχίζοντας την κλάψα.