Πολιτικη & Οικονομια

Γιατί δεν «βγαίνει» το μνημόνιο;

Στην περίπτωση αποτυχίας του προγράμματος, δεν θα υπάρξει νέο πακέτο...

Δημήτρης Ραπίδης
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η ανακεφαλαιοποίηση του τραπεζικού συστήματος είναι ασθενής, ειδικά αν λάβει κανείς υπόψη το ύψος των μη εξυπηρετούμενων δανείων και την έκθεση των τραπεζών σε δανεισμό για την κάλυψη λειτουργικών εξόδων και άλλων υπηρεσιών. Με δεδομένο ότι οι μετοχές δεν συνιστούν πλέον ισχυρό χαρτοφυλάκιο, και ελλείψει πλάνου για χρηματοδότηση της αγοράς, έστω και με μικρού βεληνεκούς επενδύσεις, είναι βέβαιο πως οι τράπεζες δεν μπορούν να κινήσουν την αγορά. Προσθέτοντας και τα stress test που είναι προγραμματισμένα για τον Σεπτέμβριο, δημιουργείται ήδη μια ατμόσφαιρα αυξημένης ανησυχίας. Και εάν στο εσωτερικό βρισκόμαστε στον «πυρετό» των εκλογών, στο εξωτερικό τα μηνύματα δεν είναι θετικά.


Το δεύτερο αποθαρρυντικό στοιχείο άπτεται της φορολογικής πολιτικής. Η αύξηση του ποσού των εισφορών στα κρατικά ταμεία κοινωνικής ασφάλισης και υγείας αποδυναμώνει ακόμη περισσότερο το μηνιαίο/ετήσιο εισόδημα, με άμεσο αποτέλεσμα τη μείωση της καταναλωτικής δύναμης και την πτώση του τζίρου των επιχειρήσεων. Σε καμία περίπτωση η αύξηση της φορολογίας δεν ευνοεί την πάταξη της φοροδιαφυγής, αλλά αντίστροφα, σε καθεστώς οικονομικής ασφυξίας, την ενδυναμώνει. Κατά συνέπεια, και όπως ακριβώς συνέβη με τα προηγούμενα μνημόνια, είναι σχεδόν αδύνατη η πάταξη της φοροδιαφυγής, τουλάχιστον σε εκείνο το επίπεδο και βαθμό που θα μπορούσε να προκύψει από την επόμενη κυβέρνηση κάποιο αντισταθμιστικό όφελος για τα πλέον αδύναμα οικονομικά στρώματα.


Το τρίτο στοιχείο έχει να κάνει με το χρέος. Το ΔΝΤ, το οποίο αποτελούσε εσχάτως το τελευταίο ανάχωμα υποστήριξης της απελθούσας κυβέρνησης στο συγκεκριμένο ζήτημα, δείχνει να εγκαταλείπει την πολιτική της αναδιάρθρωσης ή του κουρέματος, προσανατολιζόμενο στην υιοθέτηση της επίσημης γραμμής της Ευρωζώνης, που αφορά στην επιμήκυνση με διατήρηση όμως των ίδιων υψηλότατων επιτοκίων. Ήδη οι πρώτες ενδείξεις για τις δυσκολίες του ζητήματος είχαν προκύψει από τις ανησυχίες των Βρυξελλών ότι ενδεχόμενη ευνοϊκή μεταχείριση της Ελλάδας θα δημιουργούσε domino σε κράτη-μέλη, όπως η Ισπανία, η Ιταλία και η Πορτογαλία, με ανάλογα προβλήματα εξυπηρέτησης του χρέους τους. Κατά συνέπεια, το δυσθεώρητο χρέος της Ελλάδας αποτελεί έναν από τους μεγαλύτερους ανασταλτικούς παράγοντες για προσέλκυση επενδύσεων στη χώρα. Ή τουλάχιστον επενδύσεων που θα αφήνουν το αποτύπωμά τους στην ανάπτυξη, θα γεννούν εισόδημα για τις τοπικές κοινωνίες, και δεν θα εντάσσονται σε μια πολιτική εκποίησης χωρίς ορίζοντα και συγκεκριμένο στόχο. 


Το τέταρτο και τελευταίο στοιχείο που έρχεται να προστεθεί στα παραπάνω είναι ποιοτικό, και αφορά στο δείκτη επιτυχίας της ασκούμενης πολιτικής. Από το 2010 και μετά, οι κυβερνήσεις που διαχειρίστηκαν να φέρουν σε πέρας τα προγράμματα λιτότητας δεν κατάφεραν τίποτα περισσότερο από το να βυθίσουν την πραγματική οικονομία ακόμη βαθύτερα στην ύφεση. Το βάρος δόθηκε στην εισπρακτική πολιτική του κράτους, διογκώνοντας το χρέος, προβάλλοντας θετικούς δείκτες πρωτογενούς πλεονάσματος, όχι όμως ως αποτέλεσμα υγιούς οικονομικής δραστηριότητας και σταθερότητας.


Εκείνο που αξίζει να σημειώσουμε είναι πως ακόμα και σε περίπτωση που επιτευχθεί ο μεγάλος συνασπισμός ΣΥΡΙΖΑ-ΝΔ, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι οι πολιτικές του μνημονίου θα επιτύχουν να ανατρέψουν την κατάσταση στην χώρα. Το ίδιο ισχύει και σε περίπτωση που ο ΣΥΡΙΖΑ βγει δεύτερο κόμμα και απουσιάζει από την κυβέρνηση, με την ΝΔ να σχηματίζει συμμαχία με το λεγόμενο «ευρωπαϊκό μέτωπο». Σε αμφότερες τις περιπτώσεις, το πολιτικό προσωπικό της χώρας, και κυρίως η επόμενη κυβέρνηση, οφείλει να δώσει βάρος στην εκπόνηση εναλλακτικού σχεδίου. Γιατί στην περίπτωση που οι δανειστές/εταίροι διαβλέψουν την αποτυχία εφαρμοσιμότητας του προγράμματος, δεν θα υπάρξει νέο πακέτο, αλλά απότομο και βίαιο Grexit. Και εάν τώρα το σενάριο αυτό μπορεί για αρκετούς ή πολλούς να φαντάζει μακρινό, δεν είναι βέβαιο ότι σε ανύποπτο χρόνο δεν θα φαντάζει πιο εύπεπτο και ρεαλιστικό.