Πολιτικη & Οικονομια

Τα όρια του αντιμνημονιακού λαϊκισμού

Πρώτα συμπεράσματα, με την ολοκλήρωση και του δεύτερου γύρου των αυτοδιοικητικών εκλογών.

Ανδρέας Παππάς
ΤΕΥΧΟΣ 324
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Πρώτα συμπεράσματα, με την ολοκλήρωση και του δεύτερου γύρου των αυτοδιοικητικών εκλογών. Το πάρτι τσαγιού αλά ελληνικά, με μπόλικη αντιμνημονιακή δημαγωγία και με λαϊκισμό της χειρότερης δυνατής μορφής, απέτυχε. Ο κ. Σαμαράς, που φάνηκε προς στιγμήν να κοκορεύεται για το εύστοχο των επιλογών του (σε αντιπολιτευτική τακτική, αλλά και σε πρόσωπα), έχει ήδη καταπιεί σε μεγάλο βαθμό τη γλώσσα του. Επιπλέον, ολοένα και πληθαίνουν στο εσωτερικό του κόμματός του φωνές που ζητούν αναθεώρηση, προς πιο υπεύθυνες κατευθύνσεις, της «τύπου ΚΚΕ», τυφλής και αδιέξοδης, αντιμνημονιακής πολιτικής. Αν σε αυτά όλα προσθέσει κανείς και την επικείμενη εμφάνιση του κόμματος της κ. Μπακογιάννη, ούτε ψύλλος στον κόρφο του μακεδονομάχου Σαμαρά και των μαθητευόμενων μάγων του στενού περιβάλλοντός του.

Το ΠΑΣΟΚ βγαίνει «χωρίς πολλά αίματα» από μια εξαιρετικά κρίσιμη αναμέτρηση, ιδιαίτερα αν λάβει κανείς υπόψη πόσα και πόσο αντιδημοφιλή μέτρα έχει (αναγκαστεί να) πάρει κατά τους δώδεκα μήνες που κυβερνά τη χώρα. Καλό θα ήταν, πάντως, οι μηχανισμοί του ΠΑΣΟΚ να μην αγνοήσουν ορισμένα «παράπλευρα» μηνύματα, όπως είναι η δυναμική που μπορεί να αποκτήσει το μπλοκ των πολιτικών δυνάμεων (ΠΑΣΟΚ, Δημοκρατική Αριστερά, Οικολόγοι, Δράση) που στήριξε τις υποψηφιότητες Καμίνη και Μπουτάρη, αλλά και το ότι απέτυχαν παταγωδώς υποψήφιοι που προέρχονταν από τη βαθιά πασοκική ενδοχώρα (Μίχας, Κατσικόπουλος κ.ά.).

Η παραδοσιακή αριστερά έδειξε απλώς να αναπαράγει ή/και να επαναλαμβάνει μονότονα τον εαυτό της, και μάλιστα σε μια όλο και πιο αναποτελεσματική και αυτιστική εκδοχή. Έτσι, η εντολή στα μέλη της για αποχή στο δεύτερο γύρο δεν ήταν παρά καρικατούρα του ολέθριου 1946, ενώ το σταθερά επαναλαμβανόμενο μοτίβο «ΠΑΣΟΚ και Νέα Δημοκρατία το ίδιο συνδικάτο» εμπνέεται σαφώς από το (αυτό)καταστροφικό «Τι Πλαστήρας, τι Παπάγος» του 1952.

Ειδικότερα ο ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ είναι πια φανερό ότι βρίσκεται στα όριά του, από άποψη εκλογικής επιβίωσης και όχι μόνο. Αλλά και το ΚΚΕ έχω την αίσθηση ότι πανηγυρίζει υπερβολικά για την αύξηση των ποσοστών του, ιδιαίτερα αν συνεκτιμήσει κανείς ότι: α) πάντοτε στις αυτοδιοικητικές εκλογές και στις ευρωεκλογές το ΚΚΕ ανεβάζει τα ποσοστά του, τα οποία επανέρχονται κατά κανόνα στα γνωστά επίπεδα στις εθνικές εκλογές· β) η αύξηση των ποσοστών δείχνει μεγαλύτερη απ’ ό,τι πράγματι είναι λόγω της σημαντικά αυξημένης αποχής και γ) η συγκυρία, με την κυβέρνηση να παίρνει το ένα δυσάρεστο μέτρο μετά το άλλο, ήταν –θεωρητικά, τουλάχιστον– βούτυρο στο ψωμί μιας αριστεράς που εδώ και πολλά χρόνια εξαντλεί την πολιτική φαντασία και παρουσία της στο καταγγέλλειν και το διαμαρτύρεσθαι.

Κατά τα άλλα, η Δημοκρατική Αριστερά μπορεί να αισθάνεται ικανοποιημένη,  αν μη τι άλλο για το ρόλο καταλύτη που έπαιξε στην εμφάνιση των ψηφοδελτίων Καμίνη και Μπουτάρη. Όσο για τους Οικολόγους, νομίζω ότι έδειξαν αξιοσημείωτη ανθεκτικότητα ως πολιτικό ρεύμα και μόρφωμα, αλλά και την απαραίτητη πλαστικότητα και «κουλτούρα συνεργασιών», όπου και όποτε οι συνθήκες το επέβαλλαν. Πάντως, ακόμα και η απλή αριθμητική (τουλάχιστον σε επίπεδο δημοσκοπήσεων) δείχνει να «ωθεί» αυτά τα δύο κόμματα σε συνεργασία, της μιας ή της άλλης μορφής.

Τελειώνοντας, δεν μπορώ να μην κάνω ιδιαίτερη μνεία στην πολιτική «μαγκιά» και λεβεντιά του Γιάννη Μπουτάρη, ο οποίος δεν δίστασε να συγκρουστεί με το σκοταδισμό του Άνθιμου, του πιο αυθεντικού κληρονόμου και συνεχιστή του Χριστοδουλισμού. Ας τα βλέπουν αυτά όλοι εκείνοι που προτιμούν να κρύβονται εδώ και χρόνια πίσω από το επιχείρημα-μπαμπούλα του «πολιτικού κόστους», δίνοντας έτσι τη δυνατότητα στις κάθε είδους συντεχνίες, επαγγελματικές ή/και θρησκευτικές, να ρίχνουν βαριά τη σκιά τους στο δημόσιο βίο της χώρας. 

achpappas@hotmail.com