Πολιτικη & Οικονομια

Κατασκευάζοντας εχθρούς

Για μια ακόμα φορά στην ιστορία μας

Σώτη Τριανταφύλλου
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Τον περασμένο Ιανουάριο οδηγηθήκαμε μοιρολατρικά, εμείς οι απλοί πολίτες, σε πρόωρες εκλογές. Αυτή η μοιρολατρία ήταν, νομίζω, μία ανατολίτικη εκδήλωση από την πλευρά μας: νωχέλεια, παραίτηση, «ας γίνει ό,τι είναι να γίνει». Ένα πρόσχημα –η επιλογή προέδρου– έφερε τον ΣΥΡΙΖΑ και τους ΑΝΕΛ όχι μόνον στη κυβέρνηση, αλλά στην εξουσία: αφού κατέλαβαν το κράτος, άρχισαν να ασκούν την εντονότερη προπαγάνδα από την εποχή της λευκής τρομοκρατίας έχοντας ήδη διχάσει τους Έλληνες σε εθνικόφρονες αντιμνημονιακούς και σε δοσίλογους μνημονιακούς. (Πράγματι, τα έχουμε πει πολλές φορές). Κάτι παρόμοιο έκαναν για τους Ευρωπαίους, μόνο που στο ευρωπαϊκό πεδίο δεν μπορούν φυσικά να επιβληθούν όπως επιβάλλονται στο εσωτερικό. Η αντίδραση σε αυτήν την αδυναμία είναι σπασμωδική: η αριστερά και οι εθνικιστές έχουν κακομάθει, δεν ανέχονται αντιρρήσεις. Με τη αντιδημοκρατική τους φύση και την παραδοσιακή τους συνωμοσιολογία κατασκευάζουν εχθρούς, ανοιχτά μέτωπα, συγκρούσεις και μάχες.

Πράγματι, το λεγόμενο αντιμνημονιακό μέτωπο –ΣΥΡΙΖΑ, ΑΝΕΛ, ΚΚΕ, Χρυσή Αυγή– εκφράζει την πλειοψηφία των πολιτών, η πλειοψηφία επιβεβαιώνεται στις δημοσκοπήσεις και αποδεικνύει, τρόπον τινά, τη συνάφεια μεταξύ των εν λόγω σχηματισμών. Αυτή η μεγάλη δημοτικότητα δίνει το δικαίωμα στον κ. Τσίπρα να λέει αερολογίες στην Κ.Ο. του ΣΥΡΙΖΑ προσπαθώντας να διατηρήσει τις ισορροπίες στο κόμμα του και να προετοιμάσει εμάς τους υπόλοιπους για το μεγάλο φιάσκο. Παραλλήλως, η υποτιθέμενη «νωπή εντολή» –τι έκφραση!– και η σταθερότητά της δίνει στην ελληνική κυβέρνηση το δικαίωμα να μας εκθέτει διεθνώς και να μας κάνει πάρα πολύ αντιπαθητικούς. Η ψευδαίσθηση μερικών Ευρωπαϊων ηγετών περί τολμηρής, αντισυστημικής αριστερής κυβέρνησης που θα προχωρήσει σε βαθιές μεταρρυθμίσεις στην Ελλάδα έχει διαλυθεί με θλιβερό τρόπο. Οι Ευρωπαϊοι συνάντησαν ένα γηραλέο σύστημα φορτισμένο με όλες τις αριστερές έμμονες ιδέες.

Το περιβόητο μνημόνιο που απορρίπτει η κυβέρνηση είναι, όπως όλοι ξέρουμε, μία σειρά από προτάσεις που μπορούν να αντικατασταθούν από άλλες εφόσον θα προκύπτει το ίδιο αριθμητικό αποτέλεσμα. Οι περισσότεροι Έλληνες δεν διάβασαν κανένα από τα μνημόνια: ακούνε και πιστεύουν ψέματα και φαντασιώσεις πολιτικών και δημοσιογράφων που ίσως ούτε εκείνοι τα διάβασαν. Αλλά, το ευρωπαϊκό στοίχημα δεν εξαρτάται μόνο από την ανάγνωση, εφαρμογή ή τροποποίηση των μνημονίων, εξαρτάται από την ανάλυση της πραγματικότητας, από τη συνολική κοσμοθεωρία. Ο ΣΥΡΙΖΑ και οι ΑΝΕΛ (όπως το ΚΚΕ και η Χρυσή Αυγή) πιστεύουν ότι η Ε.Ε. είναι μία λυκοσυμμαχία κι ότι η Ελλάδα είτε θα ανατρέψει τα ευρωπαϊκά δεδομένα (πόση αυτοπεποίθηση μπορεί να έχει κανείς;), είτε θα γυρίσει την πλάτη στην ΕΕ. Εδώ υπάρχει ένα θεμελιώδες σφάλμα: ο ΣΥΡΙΖΑ πιστεύει ότι στην Ευρώπη οι λαοί «υποφέρουν» – πρόκειται άραγε για άγνοια της ευρωπαϊκής κατάστασης; Πρόκειται για τυφλότητα που οφείλεται στην αριστερή αρρώστια τη σχετική με το δόγμα της «εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο»; Πρόκειται για έλλειψη ευρωπαϊκής παιδείας; Ή για έλλειψη παιδείας γενικά; Το αποτέλεσμα είναι ότι ο κ. Τσίπρας δεν επιζητεί να ομοιάσει η χώρα του με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες – θέλει να παραμείνει το Ελλαδιστάν. Επίσης, μέσω της παράδοξης αντίληψης ότι οι ευρωπαϊκοί λαοί υποφέρουν κάτω από το τρομακτικό κεφαλαιοκρατικό καθεστώς, ο κ. Τσίπρας πιστεύει ότι επιθυμούν τον σοσιαλισμό – αλλά δεν το ξέρουν. Επομένως, εμείς οι πεφωτισμένοι αριστεροί Έλληνες έχουμε το καθήκον να τους δείξουμε τον σοσιαλιστικό δρόμο. Κάπως σαν να ξαναδίνουμε τα φώτα του πολιτισμού στους βαρβάρους.

Το δεύτερο πρόβλημα, που εκπηγάζει από το αντιευρωπαϊκό αίσθημα, το βαθιά ριζωμένο στην ελληνική αριστερά, είναι η γελοιωδέστατη «διπλωματία» μας: ενώ βρισκόμαστε σε αδύναμη θέση –και φταίει το κεφάλι μας– στέλνουμε σε ευρωπαϊκά όργανα γελωτοποιούς, ψώνια, ψευτοσοφούς που επιτείνουν το στερεότυπο του ανάγωγου Έλληνα χωρικού, νεόπλουτου, τεμπέλη, καβγατζή και ζήτουλα. Όμως, δεν είναι έτσι όλοι οι Έλληνες: αντιθέτως, για μια χώρα που πέρασε από το ακροδεξιό κατεστημένο στο αριστερό, στην Ελλάδα υπάρχει μεγάλο ποσοστό λογικών και νηφάλιων ανθρώπων. Υπό αυτή την έννοια, η κυβέρνησή μας ίσως δεν είναι και τόσο αντιπροσωπευτική τελικά: η επιθετικότητα και το ύφος του ραγιά που σηκώνει μπαϊράκι δεν αντανακλά την πλειοψηφία των Ελλήνων. Ούτε, βεβαίως, η πλειοψηφία των Ελλήνων επιθυμεί σοσιαλιστική ανατροπή, αν και πράγματι πρόκειται για αρκετά δημοφιλές, πλην όμως, συγκεχυμένο όραμα.

Η κυβέρνηση που εκλέξαμε παρουσιάζει την αποτυχία και την απομόνωσή μας από τον πολιτισμένο κόσμο (όχι, δεν είναι όλος ο κόσμος πολιτισμένος) σαν αφορμή για εθνική υπερηφάνεια και κομπορρημοσύνη. H κυβερνητική προπαγάνδα που, όπως ήταν αναμενόμενο, ακολουθεί τις τεχνικές της σοβιετικής αγκιτπρόπ, παραμορφώνει αλήθειες και καλλιεργεί ψέματα που θεωρεί «λευκά», ευγενή – για τον καλό σκοπό, για το καλό όλων μας. Ανέκαθεν η αριστερά διεκδικούσε το προνόμιο των καλών προθέσεων, ενώ όλοι οι άλλοι είχαν κακές προθέσεις, ανέκαθεν κατείχε την τέχνη της προπαγάνδας, ενώ οι εχθροί της πάσχιζαν με χοντροκομμένες αλήθειες και εξίσου χοντροκομμένα ψέματα.

Από την προαναφερθείσα ομιλία, συμπεραίνω ότι ο κ. Τσίπρας και η παρέα του –μία μεγάλη παρέα που δεν κάνει διακρίσεις έναντι σταλινικών, μιλιταριστών, θρησκόληπτων και άλλων ημίτρελων– δεν έχουν καταλάβει τίποτα από την ευρωπαϊκή νοοτροπία, τις επιδιώξεις και, εν τέλει, τη γλώσσα. Η ελληνική αριστερά μιλάει –όταν δεν συμπεριφέρεται σαν προγλωσσική– ένα διαφορετικό ιδίωμα που, περιέργως, δεν ομιλεί κανείς άλλος. Η επικοινωνία δεν χάνεται στη μετάφραση, ολισθαίνει στο χάσμα του πολιτικού οράματος, εν κατακλείδι στο χάσμα του πολιτισμού. Καταφέραμε μέσα σε λίγους μήνες να βρεθούμε απέναντι σε όλους τους Ευρωπαίους οι οποίοι συσπειρώνονται σε πλαίσιο ορθολογισμού το οποίο εμείς καταγγέλλουμε ως «νεοφιλελεύθερο οικονομισμό»: για μια ακόμα φορά στην ιστορία μας, θα το επαναλάβω, κατασκευάσαμε εχθρούς.