Κοινωνια

Μεγαλώνοντας μέσα σε μια Πρωτοχρονιά

Μια παιδική νύχτα, ένας καβγάς, ένα νοσοκομείο και η ζωή που επέμεινε

Μάκης Μάκκας
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Μεγαλώνοντας μέσα σε μια Πρωτοχρονιά: Όταν βλέπεις τους χειρότερους φόβους σου να γίνονται γεγονός, χωρίς καμία εγγύηση ότι δεν θα επαναληφθούν

Ο χρόνος αρχίζει να μικραίνει. Νιώθω να βγαίνω σιγά σιγά από την πρώτη γραμμή της ζωής – εκείνη που λέγεται νεότητα. «Εδώ στου δρόμου τα μισά», όπως έγραψε και ο ποιητής.
Κι έτσι, τελευταία, γλιστράω όλο και συχνότερα με τα μούτρα στο χθες.

Για τον άνθρωπο τα πρώτα χρόνια της ζωής του είναι τα πιο καθοριστικά. Εκεί επιστρέφεις όταν ζητάς απεγνωσμένα κουράγιο. Στην παιδική ηλικία βρίσκονται τα κλειδιά για να διαβάσεις το υπόλοιπο της ζωής σου: πώς αγάπησες, πώς φοβήθηκες, πώς στάθηκες απέναντι στον κόσμο και στις δυσκολίες, αλλά και ποια συμπτώματα ανέπτυξες στην πορεία.

Είναι καιρός τώρα που πιάνω τον εαυτό μου να κάνει αυτό το πισωγύρισμα. Να στρέφει το βλέμμα σε εκείνες τις ασπρόμαυρες στιγμές –ανοργάνωτες, ακατέργαστες, αλλά ανθεκτικές στον χρόνο– που κρατώ φυλαγμένες στα συρτάρια της μνήμης. Συχνά τις εξιδανικεύω: πρόσωπα, καταστάσεις, εποχές. Μια άμυνα που χρησιμοποιώ από παιδί. Γιατί πολλές φορές, όταν τα πράγματα δεν ήταν ιδανικά, εγώ τα μετουσίωνα και τα παρουσίαζα ως ιδανικά.

Γυρνώντας, όμως, στον παράδεισο της παιδικής ηλικίας, βρίσκεις και τις πρώτες πληγές.

Παραμονή Πρωτοχρονιάς, 1984

Μεσάνυχτα Σαββάτου. Σκάβω νοσταλγικά βαθιά μέσα μου, στο υπέδαφος του χρόνου. Τυχαία, στο διαδίκτυο, πέφτω πάνω σε ένα βίντεο χαραγμένο μέσα μου σαν να ήταν χθες: ο Σαββόπουλος υποδέχεται στο εορταστικό πρόγραμμα της ΕΡΤ το 1984 με το «Κρατήσουν οι χοροί».

Κάτι ξυπνά. Ένα περιστατικό αναδύεται και το ξαναβιώνω σχεδόν σωματικά, με έναν συγχρονισμό μνήμης και συγκίνησης.

Οι χρονιάρες μέρες της παιδικής μου ηλικίας δεν ήταν πάντα γιορτινές. Φώτιζαν όμως καημούς και συναισθήματα που σιγοκαίνε στην καρδιά μου όλο τον χρόνο. Ασπρόμαυρες εμπειρίες, αντανακλάσεις ανθεκτικές στα χρόνια.

Παραμονή Πρωτοχρονιάς 1984. Εννιά χρονών. Πατάω τα λαμπάκια του χριστουγεννιάτικου δέντρου, μπαίνοντας στη μέση να χωρίσω έναν ακόμη εορταστικό καβγά των γονιών μου. Σαν να ήταν οικογενειακή παράδοση: πάντα «χρονιάρες μέρες» βρίσκαμε αφορμή να ανάψει το γλέντι.

Οι μεγάλοι και οι μικροί άμαχοι

Οι γονείς μου, άνθρωποι αγαθοί, καλόψυχοι, ταπεινοί. Δεν τους άκουσα ποτέ να φθονούν, να ζηλεύουν, να υποβιβάζουν άνθρωπο. Ζούσαν με μια σχεδόν αθωότητα, χωρίς υστεροβουλία. Όμως, λόγω εσωτερικών αδυναμιών που δεν κατάφεραν να θεραπεύσουν, δυσκολεύονταν να συγκροτηθούν ως ενότητα. Στην υποψία κρίσης κατέληγαν σε εμφύλια σύγκρουση, με θύματα άμαχους. Εμάς.

Εμείς, σαν παιδιά, έπρεπε να πολεμήσουμε σχεδόν μόνοι μας. Δεν νιώσαμε πως είχαμε στήριξη. Κι όταν δεν το έχεις αυτό, μια ζωή θα σου χρωστιέται. Έφερε ανασφάλεια και μια μόνιμη αγωνία· εκείνη την τρομάρα που σε πιάνει από το πατζάκι και σε ακολουθεί για πάντα.

Εκείνη την Πρωτοχρονιά, περισσότερο από τη χαρά της γιορτής, με κυρίευε ο φόβος. Μήπως ξεσπάσει καβγάς. Μήπως χαθεί κάτι. Ζούσα τη σύμπλεξη φαντασίας και πραγματικότητας: να βλέπεις τους χειρότερους φόβους σου να γίνονται γεγονός, χωρίς καμία εγγύηση ότι δεν θα επαναληφθούν.

Για την παιδική ψυχή, ο κόσμος είχε πρόσωπο. Για μένα, αυτό το πρόσωπο ήταν της μάνας. Από τη δική της αγάπη και φροντίδα εξαρτιόμουν απόλυτα. Στα μάτια της αναζητούσα το ζωοδότη μήνυμα ότι ο κόσμος με θέλει, ότι υπάρχει χώρος για μένα.

© Tanaphong Toochinda / Unsplash

Η νύχτα στον δρόμο

Έτσι, με κάθε ευκαιρία, έτρεχα να αναλάβω ρόλο προστάτη. Να στηρίξω, να καθησυχάσω, να σταματήσω τα χειρότερα. Το ίδιο έκανα και τότε. Μπήκα στη μέση. Ύψωσα το παιδικό κορμί μου.

Και τότε ήρθε το δώρο της Πρωτοχρονιάς: βαθύ σκίσιμο στην πατούσα. Το αίμα να αναβλύζει σαν σιντριβάνι. Τα κλάματα και οι φωνές να πολλαπλασιάζουν τον πανικό.

Ο πατέρας εγκαταλείπει τη σύρραξη. Με σηκώνει στον ώμο. Έντεκα το βράδυ ψάχνουμε ταξί.

Δεκέμβρης. Κρύο. Στα χαμηλά σπίτια καίνε τζάκια και ξυλόσομπες. Στις λίγες πολυκατοικίες, καλοριφέρ. Η νύχτα σκεπασμένη από ένα σχεδόν ασημένιο σύννεφο. Περνάμε μπροστά από το αστυνομικό τμήμα. Ο αρχιφύλακας κοιτά αμήχανα τον πατέρα και τον ξυπόλητο γιο του να κλαψουρίζει.

(Χρόνια μετά, ένα καλοκαιρινό βράδυ, βρέθηκα στο ίδιο σημείο. Ο νεαρός αστυνόμος με ρώτησε τι κοιτάζω. «Σε αυτούς τους δρόμους έχυσα το αίμα μου», ψέλλισα.)

Κι όμως, μέσα στον φόβο και τον πόνο, αναδύεται η παιδική παρατηρητικότητα. Ο κρύος αέρας στο πρόσωπό μου μου δίνει χαρά. Κοιτάζω τη γειτονιά. Όλοι στα σπίτια τους. Μόνο ο μπαρμπα-Γιάννης, ο μπακάλης, άγρυπνος φρουρός της νύχτας.

Φωτισμένα παράθυρα. Γιρλάντες. Χάρτινοι Άη-Βασίληδες. Καράβια φωτεινά. Μισοζαλισμένος στον ώμο του πατέρα, χαζεύω ζωές άλλων. Ακούω ευχές, γέλια. Και όσο απομακρυνόμαστε, τόσο πιο γλυκά φτάνουν οι ήχοι.

Σκέφτομαι πως η ομορφιά της ζωής βρίσκει τρόπους να με συναντά ακόμη κι όταν εγώ την αποδιώχνω.

Νοσοκομείο, ράμματα και μια μικρή ανάπαυλα

Οι τσέπες μου γεμάτες κέρματα χτυπούν ρυθμικά στο βήμα του πατέρα. Τα είχαμε βγάλει στα κάλαντα από τα χαράματα. Για μας τότε, ο Περισσός μέχρι τη Νέα Ιωνία ήταν μακρύ ταξίδι. Σήμερα, ένα τσιγάρο δρόμος.

Η γειτονιά έμοιαζε χωριό: σπιτάκια με κήπους, μουριές, συκιές. Φτώχεια, αλλά και συντροφικότητα. Σχέσεις χωρίς μπλόφες. Ένας κοινοτικός τρόπος ζωής που επέτρεπε την υπέρβαση της ατομικής φτώχειας.

Βρίσκουμε ταξί. Η διαδρομή περνά μπροστά από το σπίτι μας. Σκοτεινό. Σβηστό. Σαν μικρή νησίδα σε φωτισμένο ωκεανό. Τα μάτια μου γεμίζουν δάκρυα.

Στο παιδιατρικό νοσοκομείο, το Τμήμα Επειγόντων γεμάτο παιδιά. Ράμματα. Κλάματα. Ένα ξανθό κοριτσάκι μού χαμογελά. Λίγο μετά, καμαρώνω τα δέκα ράμματα στην πατούσα σαν παράσημο.

Ξεχνάω τον πόνο. Μένει μόνο η αγωνία για το πότε θα ξαναβγώ στις αλάνες.

Επιστροφή

Ξημερώνει. Η μάνα μάς περιμένει άγρυπνη. Επιστρέφουμε προσωρινά φιλοξενούμενοι, μετά από έναν ακόμη οικογενειακό σεισμό.

Μπαίνοντας στο δωμάτιο, βλέπω τον αδερφό μου να κοιμάται στον καναπέ. Κρατά στο χέρι του ένα μεγάλο μπλε μπαλόνι.
Σκύβω, ακουμπώ το πρόσωπό μου στο μάγουλό του. Αφήνω δίπλα του τον Ιππότη της Ασφάλτου, την πίστα και τον ΚΙΤΤ.

Ξαπλώνω δίπλα του και του κρατάω το χέρι.

Χωρίς σκέψη, χωρίς λόγια, ήταν καθαρό μέσα μου πως θέλουμε και πρέπει να είμαστε μαζί. Ό,τι κι αν μας λείπει, αυτό θα το υπερβούμε.

Σε δυο λεπτά κοιμήθηκα σαν πουλάκι.

Ήταν ένα ακόμη παιδικό, παροδικό βασανάκι.

Και η ζωή –για μια ακόμη φορά– είχε βρει τρόπο να μείνει.