- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Ανάμεσα στη λαϊκή και τη Δικαιοσύνη
Τι είναι αυτό που ωθεί αυτούς τους ανθρώπους να μεταφέρουν το συναίσθημά τους στον δημόσιο χώρο;
Η δημόσια οργή έξω από τα δικαστήρια: γιατί οι πολίτες συμμετέχουν, εκφράζουν ηθική και μετατρέπουν την ατομική αγανάκτηση σε συλλογική πράξη
Η τηλεόραση έπαιζε χαμηλά, περισσότερο σαν συντροφιά παρά σαν ανάγκη. Η κουζίνα μύριζε ήδη καφέ και καθαριστικό πάγκου. Η γυναίκα στεκόταν όρθια, με την ποδιά δεμένη πρόχειρα στη μέση, και τα χέρια της κινούνταν μηχανικά∙ άφησε ένα φλιτζάνι στον νεροχύτη, ένα πιάτο στο ράφι.
Στην οθόνη, η παρουσιάστρια μιλούσε με εκείνη τη σοβαρή φωνή που δεν αλλάζει ποτέ, είτε πρόκειται για τον καιρό είτε για θάνατο. «Σήμερα, λίγο πριν από τις δώδεκα, η παιδοκτόνος...». Διόρθωσε αμέσως τον εαυτό της, «...η γυναίκα που κατηγορείται για ανθρωποκτονία, θα φτάσει στα δικαστήρια της Ευελπίδων…». Η γυναίκα στάθηκε για λίγο ακίνητη. Κοίταξε το ρολόι του τοίχου. Δέκα και τέταρτο. «Λίγο πριν από τις δώδεκα», επανέλαβε μέσα της.
Το μυαλό της άρχισε να μετρά αποστάσεις. Ευελπίδων–λαϊκή. Λαϊκή–σπίτι. Αν έφευγε κατά τις έντεκα παρά, προλάβαινε να περάσει πρώτα από τα δικαστήρια, να σταθεί για λίγο, να δει κάτι. Μετά, χαλαρά, στη λαϊκή. Θα είχε ακόμη χρόνο. Το φαγητό μπορούσε να μαγειρευτεί αργότερα. Φασολάκια είχε στο ψυγείο. Δεν ήθελαν και πολλά, είχαν από εχτές κρέας που περίσσεψε. Και η αλήθεια είναι το σκέφτηκε όπως σκέφτεσαι να αλλάξεις σειρά στις δουλειές σου. «Αφού θα είμαι εκεί κοντά», είπε σχεδόν δυνατά. Δικαιολογία που δεν της την ζήτησε κανείς.Η τηλεόραση συνέχιζε. Πλάνα αρχείου, περιπολικά. Η γυναίκα ένιωσε κάτι να της σφίγγει το στήθος, όχι πόνο, ούτε θλίψη. Κάτι γνώριμο όμως. Μια αίσθηση καθήκοντος. «Πρέπει να πάει κόσμος», σκέφτηκε. «Δεν γίνεται να μην πάει».
Σκούπισε τα χέρια της στην ποδιά της. Πήγε στο υπνοδωμάτιο, άνοιξε την ντουλάπα. Το μαύρο μπουφάν ήταν μπροστά. Το φόρεσε χωρίς να το πολυσκεφτεί. Έπιασε την τσάντα της, έλεγξε αν είχε πάρει το κινητό της για να μαγνητοσκοπήσει τις στιγμές. Κλειδιά, πορτοφόλι. «Θα προλάβω», μονολόγησε καθώς έκλεινε την πόρτα πίσω της. «Και να φωνάξω λίγο, και μετά να πάρω τα πράσα». Και βγήκε στον δρόμο με εκείνη τη σιωπηλή βεβαιότητα που έχουν οι άνθρωποι όταν πιστεύουν πως αυτό που πάνε να κάνουν είναι το σωστό, το αυτονόητο.
Η δημόσια οργή έξω από τα δικαστήρια
Έξω από τα δικαστήρια, σε ώρες που ο χρόνος μοιάζει να βαραίνει, συγκεντρώνονται άνθρωποι που δεν γνωρίζουν προσωπικά τους κατηγορούμενους, δεν συμμετέχουν θεσμικά στη διαδικασία της Δικαιοσύνης, δεν έχουν κανέναν ρόλο νομικό. Και όμως, βρίσκονται εκεί. Φωνάζουν, βρίζουν, καταριούνται. Στρέφουν το σώμα και τη φωνή τους προς εκείνον που οδηγείται εντός της αίθουσας ως κατηγορούμενος για ειδεχθή εγκλήματα. Η παρουσία τους είναι εκρηκτική, φορτισμένη, σχεδόν τελετουργική. Δεν πρόκειται για σιωπηλή διαμαρτυρία.
Τι είναι αυτό που ωθεί αυτούς τους ανθρώπους να μεταφέρουν το συναίσθημά τους στον δημόσιο χώρο; Τι ακριβώς επιδιώκεται με την κραυγή προς έναν άνθρωπο που, θεσμικά, δεν έχει ακόμη κριθεί; Η Δικαιοσύνη λειτουργεί, και όμως, η κοινωνία στήνει το δικό της υπαίθριο δικαστήριο, χωρίς διαδικασία και χωρίς τεκμήριο αθωότητας.
Οι φωνές αυτές έξω από τα δικαστήρια δεν απευθύνονται μόνο στον κατηγορούμενο. Απευθύνονται στο σύνολο. Είναι επιτελεστικές: «είμαι εδώ», «παίρνω θέση», «δεν είμαι αδιάφορος». Η κραυγή έξω από τα δικαστήρια λειτουργεί σαν δημόσια δήλωση ταυτότητας. Δεν είναι μόνο καταδίκη του εγκλήματος για τους παρόντες, είναι η τοποθέτηση στο «σωστό» στρατόπεδο. Είναι μια πράξη ηθικής αυτοβεβαίωσης, στο μυαλό τους. Εγώ είμαι με το «καλό» και στέκομαι απέναντι στο «κακό». Το άτομο νιώθει ότι συμμετέχει σε μια συλλογική κάθαρση, ότι συμβάλλει, έστω συμβολικά, στην αποκατάσταση της ηθικής τάξης. Η παρουσία της γυναίκας στο πλήθος της Ευελπίδων της προσφέρει μια μορφή εξαγνισμού. Αλλά γιατί εξαγνισμού;
Γιατί, στην επικαιρότητα οι υποθέσεις αυτές δεν είναι απλώς ειδήσεις, μετατρέπονται σε σήριαλ. Τα δελτία τις αφηγούνται με επεισόδια, κορυφώσεις, παύσεις και υποσχέσεις για «αποκαλύψεις αύριο». Δημιουργείται αναμονή. Ο Μπάμπης - ένα όνομα, ένα πρόσωπο- έμπαινε στο σπίτι μας κάθε βράδυ, ως ένα αφήγημα. Και τόσο περισσότερο το έγκλημα μετατρεπόταν σε ιστορία προς κατανάλωση. Η αναμονή για το επόμενο «επεισόδιο» με την ψευδαίσθηση ότι συμμετέχουμε, απλώς επειδή παρακολουθούμε.
Η συλλογική συμμετοχή ως ηθική αυτοβεβαίωση
Οι συγκεντρώσεις αυτές σπάνια μένουν αθέατες. Κάμερες, ρεπορτάζ, αναρτήσεις στα κοινωνικά δίκτυα. Η κραυγή, οι κατάρες, το βρίσιμο, δεν χάνεται στον αέρα, παρά καταγράφεται, αναπαράγεται, σχολιάζεται. Ο διαμαρτυρόμενος γνωρίζει, συνειδητά ή ασυνείδητα, ότι τον βλέπουν. Όπως και στο ψηφιακό πεδίο, έτσι κι εδώ, η παρουσία αποκτά νόημα όταν γίνεται ορατή. Είναι δηλαδή αναγκαιότητα, η ηθική στάση, για να υπάρξει, να πρέπει να προβληθεί; Η ύπαρξη ζητά να επιβεβαιωθεί μέσω της έκθεσης. Δηλαδή, η ηθική αγανάκτηση, για να αποκτήσει βάρος, πρέπει να ακουστεί. Αν δεν ειπωθεί φωναχτά, αν δεν καταγραφεί από κάμερες και κινητά, μοιάζει να μην αρκεί.
Ή μήπως, αυτό που ωθεί τους ανθρώπους να φωνάζουν έξω από τα δικαστήρια δεν είναι μόνο η δικαιολογημένη οργή για το έγκλημα, αλλά και η βαθύτερη ανάγκη συμμετοχής σε ένα συλλογικό αφήγημα; Να ανήκουν σε ένα «εμείς» που αντιτίθεται στο «εκείνος»; Να νιώσουν ότι δεν είναι απλοί θεατές της φρίκης, αλλά ενεργά άτομα που αντιδρούν.
Η πράξη αυτή κινείται σε μια λεπτή μεθοριακή γραμμή ανάμεσα στη δημοκρατική έκφραση και στη λαϊκή καταδίκη. Τροφοδοτείται από την οργή, αλλά, την ίδια στιγμή, απονευρώνει τη σκέψη. Το άτομο δεν φωνάζει για να επανορθώσει το κακό, αυτό δεν επανορθώνεται, ούτε για να αναστήσει τα θύματα, ούτε αυτό είναι δυνατό, ούτε για να επισπεύσει τη Δικαιοσύνη, εξάλλου αυτή έχει τον δικό της χρόνο. Φωνάζει για να αντέξει τη συντριπτική επίγνωση της ανημπόριας του. Η κραυγή γίνεται έτσι όπλο εσωτερικής άμυνας, όχι ενάντια στον κατηγορούμενο, αλλά ενάντια στην ίδια η πραγματικότητα.
Η εποχή μας φαίνεται να δυσκολεύεται να εμπιστευθεί τις διαδικασίες. Ζητά εξωτερίκευση, ορατότητα, συμμετοχή. Όμως αυτή η δυσπιστία δεν γεννήθηκε τώρα. Και παλαιότερα, οι κοινωνίες δυσκολεύονταν να ανεχθούν την αναμονή, την αβεβαιότητα, τη βραδύτητα της κρίσης. Πάντα υπήρχε η ανάγκη να φανεί ότι «κάτι γίνεται», ότι το κακό δεν μένει αναπάντητο, έστω και σε συμβολικό επίπεδο. Εκεί όπου παλαιότερα υπήρχε η πλατεία, σήμερα υπάρχει ο δρόμος έξω από τα δικαστήρια. Παραμένει η ανάγκη να μετατραπεί η οργή σε ορατή πράξη, η αγανάκτηση σε κοινό γεγονός, η ατομική αδυναμία σε συλλογική δύναμη.
Η ανάγκη για την τιμωρία του κακούργου δεν ικανοποιείται απλώς από μια νομική πράξη.
Από τις πρώτες ανθρώπινες κοινότητες, η εξόντωση ή η αποπομπή του «επικίνδυνου άλλου» λειτουργούσε ως μηχανισμός επιβίωσης. Η ομάδα έπρεπε να δείξει ότι προστατεύεται, ότι αντιδρά, ότι το κακό δεν μένει ατιμώρητο. Η τιμωρία δεν στόχευε μόνο στον δράστη. Στόχευε στην αποκατάσταση της συλλογικής ισορροπίας και στην εκτόνωση του φόβου.
Στις πρωτόγονες κοινωνίες, η τιμωρία ήταν κάτι ενστικτώδες, καταγεγραμμένο στον άνθρωπο πριν ακόμη υπάρξουν νόμοι, κράτη ή δικαστήρια. Η εκδίκηση ήταν συλλογική υπόθεση. Το αίμα ζητούσε αίμα, όχι από ηθική ανωτερότητα, αλλά από ανάγκη συνοχής. Αργότερα, με την εμφάνιση των πρώτων νόμων, από τον Κώδικα του Χαμουραμπί έως το ρωμαϊκό δίκαιο, η τιμωρία θεσμοθετήθηκε, αλλά δεν εξευγενίστηκε πλήρως. Μεταφέρθηκε απλώς από το χέρι του πλήθους, στο χέρι της εξουσίας.
Το άτομο φοβάται ότι αν δεν μιλήσει, αν δεν φανεί, αν δεν σταθεί ανάμεσα στους άλλους, θα μείνει μόνο με το βάρος της αδυναμίας του. Η κραυγή, είτε τότε είτε τώρα, λειτουργεί ως άρνηση της παθητικότητας. Υπόσχεται μια ανακούφιση, γιατί προσφέρει την αίσθηση της συμπαράστασης. Στο συλλογικό φαντασιακό, η κραυγή λειτουργεί σαν μήνυμα προς τις οικογένειες των θυμάτων: δεν είστε μόνοι. Μήπως ο καθένας τους πιστεύει ότι με την παρουσία του σηκώνει ένα μέρος του βάρους των θυμάτων οικογενειών, ότι μετατρέπει τον ιδιωτικό πόνο σε δημόσιο πένθος, την ατομική τραγωδία σε κοινή υπόθεση; Ότι η φωνή του γίνεται υποκατάστατο αγκαλιάς, μια άγαρμπη αλλά αναγνωρίσιμη χειρονομία συμπαράστασης;
Η στιγμή έξω από τα δικαστήρια μετατρέπεται έτσι σε μια άτυπη τελετουργία. Το πλήθος συγκεντρώνεται, ο «ένοχος» εμφανίζεται, εκτοξεύονται οι κατάρες, και το ηθικό σύμπαν φαίνεται να επανέρχεται σε τάξη. Δεν έχει σημασία πότε θα αποφανθεί η Δικαιοσύνη. Για τον όχλο, η κρίση έχει ήδη ολοκληρωθεί σε ψυχικό επίπεδο και αυτό τρομάζει πραγματικά, όχι η ύπαρξη των φωνών, αλλά η απουσία ενοχής που τις συνοδεύει.
Κανείς δεν αισθάνεται ότι υπερβαίνει ένα όριο, γιατί το όριο έχει ήδη διαλυθεί εντός της συλλογικότητας. Αντί για αμφιβολία, είναι σίγουροι ότι έχουν δίκιο. Αντί για ένα εσωτερικό φρένο, υπάρχει η σιγουριά ότι «έτσι πρέπει». Η πράξη, επειδή μοιράζεται από πολλούς, μετατρέπεται σε κάτι αυτονόητα σωστό, σχεδόν ηθικά επιβεβλημένο. Η συλλογική συμμετοχή δεν μετριάζει τη λεκτική βία, την εξαγνίζει. Δημιουργεί μια βεβαιότητα συμπαγή και αδιαπέραστη, που δεν γεννιέται από σκέψη αλλά από συγχώνευση. Δεν εξετάζει, δεν αμφισβητεί, δεν σταματά για να ζυγίσει παρά τρέφεται από τη συλλογική ταύτιση και ισχυροποιείται όσο πολλαπλασιάζονται οι φωνές. Δεν αναγνωρίζει όρια, γιατί δεν αντιλαμβάνεται τον εαυτό της ως επιλογή, αλλά ως αυτονόητη αλήθεια. Είναι η ασφάλεια του «μαζί», που καταργεί την κρίση και αντικαθιστά την ευθύνη με τη βεβαιότητα του πλήθους.
Και μετά θα περάσουν από τη λαϊκή. Θα διαλέξουν ντομάτες, θα παζαρέψουν τις πατάτες, θα σκεφτούν τι θα μαγειρέψουν το μεσημέρι. Κάποιοι θα ανεβάσουν ένα story στο Instagram- ένα σύντομο βίντεο, λίγες λέξεις, μια στιγμή «αγανάκτησης» που θα χαθεί στο επόμενο σκρολάρισμα. Το απόγευμα ίσως δουν μια σειρά, μια μυθοπλασία για εγκλήματα παρόμοια, πιο ενδιαφέροντα, με αρχή, μέση και τέλος.
Το γεγονός θα αποσπαστεί από το βάρος του και θα ενσωματωθεί στο οικείο. Θα γίνει μια ανάμνηση χαμηλής έντασης. Η οργή θα ξεθυμάνει, η φωνή θα σωπάσει, το πλήθος θα διαλυθεί χωρίς ενοχές. Κανείς δεν θα κουβαλήσει τη σκηνή στο σπίτι του, κανείς δεν θα ξυπνήσει το βράδυ από αυτήν. Γιατί η συμμετοχή είχε ήδη εκπληρώσει τον σκοπό της, πρόσφερε εκτόνωση, όχι ευθύνη.
Και κάπως έτσι, ανάμεσα σε σακούλες λαχανικών και ειδοποιήσεις οθόνης, το κακό θα επιστρέψει στη θέση του, όχι ως τραύμα, αλλά ως εικόνα που πέρασε. Η αντίδραση που προηγήθηκε, όσο βίαιη κι αν φάνηκε, δεν ήταν μετά από σκέψη, δεν ήταν λογική, ήταν πρωτόγονη. Μια στιγμιαία επιστροφή σε ένα ένστικτο παλιό, ακατέργαστο, που ζητά άμεση εκτόνωση αντί για κατανόηση, που καμία πρόοδος, καμία παιδεία, κανένας αιώνας πολιτισμού δεν κατάφερε πραγματικά να εξημερώσει.
Και η ζωή, αδιάφορη και ανθεκτική, θα συνεχίσει.