Κοινωνια

Τίνος είναι αυτά τα παπούτσια;

«Της μάνας μου ήταν. Πέθανε, δεν την έχασα. Αυτά μου άφησε».

Λένα Διβάνη
ΤΕΥΧΟΣ 980
1’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Στεκόταν αραχτός, στηριγμένος σ’ έναν κορμό δέντρου κάπου στην Πατησίων. Μπροστά του μια σειρά παπούτσια – κάπως επίσημα, ανεπίσημα, τακουνάκια, παντόφλες. Κοντοστάθηκα. 

«Τι νούμερο είναι;» ρώτησα δείχνοντας τις γαλάζιες παντόφλες.
Μ’ έκοψε από πάνω μέχρι κάτω. Δύσπιστος.
«Γιατί ρωτάς; Θες εσύ αυτές τις παντόφλες;» 
«Τι νούμερο είναι;»
«38. Όλα 38 είναι».
«Τίνος ήταν;»
«Γιατί ρωτάς; Σιχαίνεσαι; Της μάνας μου ήταν». 
«Την έχασες;»
«Πέθανε, δεν την έχασα. Αυτά μου άφησε».
«Και τα πουλάς…» είπα αμήχανα.
«Τι θες; Να τα φορέσω;»
Έκανα μεταβολή κι έφυγα. Τον είχα εκνευρίσει, το έβλεπα. 
«Εσένα τι σου άφησε η μάνα σου;» μου φώναξε όταν με είδε να την κοπανάω.
«Ένα σπίτι», του είπα. Κι ύστερα δεν ξέρω τι μ’ έπιασε και πρόσθεσα απολογητικά, λες και μιλούσα σε εφοριακό: «Μισοτελειωμένο, στα μπετά!».

Έχει περάσει πάνω από ένας μήνας. Το γέλιο του το θυμάμαι ακόμα.