Κοινωνια

Cuspers: Δεν «ανήκουμε» όλοι μας σε μια και μοναδική γενιά

Το φαινόμενο των cuspers, των γενεαλογικά «δίγλωσσων» ανθρώπων

A.V. Team
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

Cuspers: Οι άνθρωποι που έχουν χαρακτηριστικά από δύο γενιές και η θέση τους στην κοινωνία και τον εργασιακό χώρο 

Cuspers είναι τα άτομο που έχουν γεννηθεί κοντά στο τέλος μιας γενιάς και στην αρχή της επόμενης. Αν πάρουμε ως δεδομένο την ύπαρξη γενεών με διαφορετικές συνήθειες, ιδιότητες και προβλήματα από τις προηγούμενες κι από τις επόμενες, όσοι άνθρωποι έρχονται στον κόσμο «ενδιαμέσως» τείνουν να εμφανίζουν συνδυασμό χαρακτηριστικών που είναι κοινά στις γειτονικές γενιές, αλλά δεν ταυτίζονται με όσους γεννήθηκαν στο μέσο των γενεών αυτών. Έτσι, οι cuspers μπορούν να θεωρηθούν «μικρογενιές».

Τα γενεαλογικά προφίλ χτίζονται με βάση άτομα που έχουν γεννηθεί στο μέσο μιας γενιάς — από 8 έως 10 χρόνια — και όχι στα άκρα της. Όμως, καθώς ο χρόνος επιταχύνεται και οι αλλαγές φαίνονται όλο και πιο ραγδαίες, μπορεί να εμφανίζεται μια «νέα γενιά» μέσα σε μια πενταετία: σήμερα πολλοί άνθρωποι αισθάνονται ότι ταυτίζονται με χαρακτηριστικά δύο γενεών. Με το βιβλίο τους «When Generations Collide: Who They Are. Why They Clash. How to Solve the Generational Puzzle at Work» (2002), η Lynne Lancaster και ο David Stillman εισήγαγαν τον όρο cusper λέγοντας ότι οι cuspers μπορούν να παίξουν σημαντικό ρόλο στη γεφύρωση του διαλόγου μεταξύ των γενεών: ως φυσικοί «μεταφραστές», επειδή μιλούν τη γλώσσα δύο γενεών, μπορούν να πλησιάσουν γενιές που συχνά βρίσκονται σε αντιπαλότητα.

Για παράδειγμα, γενεαλογικά δίγλωσσοι cuspers ήταν όσοι είχαν γεννηθεί λίγο πριν τη δεκαετία του 1920, βίωσαν τις δυσκολίες μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά και τις χαρές των αρχών της δεκαετίας του 1920 (π.χ. εποχή των flappers, του χορού charleston, του βωβού κινηματογράφου). Στη συνέχεια, cuspers ήταν όσοι βρέθηκαν ανάμεσα στην επονομαζόμενη Σιωπηλή Γενιά και στους Baby Boomers: μερικοί κοινωνιολόγοι τούς ονόμασαν Sandwich Generation, άλλοι Swing Generation άλλοι Troomers (Τraditional+Boomers). Mια άλλη περίπτωση cuspers ήταν εκείνοι ανάμεσα στους Baby Boomers και sτη Γενιά X: στις ΗΠΑ όσοι γεννήθηκαν μεταξύ 1954 και 1965 ονομάζονται Generation Jones· οι Jones δεν πέτυχαν οικονομικά όσο οι παλαιότεροι Boomers, έζησαν την ύφεση όπως οι Gen X και δυσκολεύτηκαν περισσότερο να βρουν δουλειά. Έμαθαν την τεχνολογία αργότερα, αλλά ήταν από τους πρώτους που αγόρασαν υπολογιστές και βιντεοπαιχνίδια. Οι Jones θέλουν ισορροπία ζωής, προτιμούν την ποιότητα από την καριέρα. Έπειτα, cuspers εμφανίστηκαν μεταξύ των Χ και των Millennials: υποτίθεται ότι συνδυάζουν τον υγιή σκεπτικισμό των X με την αισιοδοξία των Millennials, είναι τεχνολογικά άνετοι, αν και όχι όλοι τους «ψηφιακοί ιθαγενείς». Aυτοί οι cuspers είναι προσανατολισμένοι στην καριέρα αλλά και κριτικοί απέναντι στην εξουσία. Όσοι γεννήθηκαν γύρω στο 1990 είναι οι cuspers μεταξύ των Millennials και της Γενιάς Z: μεγαλωμένοι από πιο πραγματιστές γονείς (Gen X και Jones), είναι λιγότερο ιδεαλιστές, εστιάζουν στην πρακτικότητα και έχουν υψηλή τεχνολογική ευχέρεια.

Όλοι οι cuspers είναι χρήσιμοι στον εργασιακό χώρο. Η κακή επικοινωνία μεταξύ εργαζομένων διαφορετικών γενεών μειώνει το ηθικό και την παραγωγικότητα και αυξάνει τις παραιτήσεις. Οι cuspers λειτουργούν σαν συγκολλητική ουσία μεταξύ μεγάλων και νεότερων: είναι καλοί μεσολαβητές, μεταφραστές, καθοδηγητές και διαχειριστές. Η στρατηγική τοποθέτηση cuspers σε ομάδες εργασίας μπορεί να ελαττώσει τις τριβές και να προσφέρει ανταγωνιστικό πλεονέκτημα στις επιχειρήσεις.

Πολλοί cuspers δεν νιώθουν ότι ανήκουν σε μια συγκεκριμένη γενιά. Σύμφωνα με τη θεωρία της γενεακής ασάφειας (generational fuzziness), το να ανήκει κάποιος σε μια γενιά εξαρτάται όχι μόνο από το έτος γέννησής του αλλά και από το με ποια γενεακή κουλτούρα νιώθει μεγαλύτερη συγγένεια. Το φαινόμενο αναλύει η Megan Gerhardt, καθηγήτρια στο πανεπιστήμιο του Μαϊάμι και δημιουργός του ιστοτόπου Gentelligence, καθώς και η Jean M. Twenge, η οποία, στο πρόσφατο βιβλίο της με τίτλο «Generations», αναλύει τις διαφορές μεταξύ των έξι βασικών γενεών στις ΗΠΑ και διερευνά πώς η τεχνολογία και οι κοινωνικές αλλαγές διαμορφώνουν διαφορετικές γενεακές συμπεριφορές.