Κοινωνια

Η φρικτή δολοφονία της μικρής Άννυ: Το αποτρόπαιο έγκλημα που πάγωσε μια ολόκληρη χώρα

Η ιστορία της τετράχρονης που έγινε σύμβολο της πιο σκοτεινής πλευράς της ανθρώπινης φύσης

Μιμή Φιλιππίδη
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

Μικρή Άννυ: Η τραγωδία πίσω από τους τοίχους της Μιχαήλ Βόδα και το έγκλημα που αποκάλυψε τη ρωγμή της κοινωνίας μας - Το χρονικό της φρίκης του 2015

Η υπόθεση της μικρής Άννυ που συγκλόνισε την ελληνική κοινωνία το Πάσχα του 2015 δεν ήταν μια ακόμα τραγωδία. Ήταν μια φρικτή δολοφονία που πάγωσε τη χώρα, καθώς αποκάλυψε μια απίστευτα βίαιη διαδρομή από την αγάπη, στη ζήλεια, την εγκατάλειψη και τη φρικαλεότητα. Το κοριτσάκι ήταν μόλις τεσσάρων ετών.

Η μικρή Άννυ γεννήθηκε το 2011 στη Βουλγαρία. Οι γονείς της, ο Στανισλάβ Μπακατσίεφ (γνωστός ως Σάββας) και Δημητρίνα Μπορίσοβα, μετακόμισαν στην Ελλάδα αναζητώντας εργασία και καλύτερες συνθήκες ζωής, αλλά το ζευγάρι αντιμετώπισε οικονομικά προβλήματα και αστάθεια στη σχέση του. Η οικογένεια εγκαταστάθηκε σε διαμέρισμα στην οδό Μιχαήλ Βόδα, στο κέντρο της Αθήνας, και η μητέρα εργαζόταν περιστασιακά, ενώ ο πατέρας είχε ασταθή τρόπο ζωής και συναναστρεφόταν με παραβατικούς κύκλους. Οι σχέσεις των γονιών επιδεινώθηκαν, ενώ υπήρχαν ενδείξεις χρήσης ναρκωτικών από τον πατέρα και φήμες για συχνούς καβγάδες του ζευγαριού.

Στις 17 Απριλίου 2015 η μητέρα πήγε στη Γερμανία για να βρει δουλειά και να τακτοποιήσει οικογενειακές υποθέσεις, αφήνοντας τη μικρή Άννυ στη φροντίδα του πατέρα της. Μαζί με τον Σάββα στο σπίτι βρισκόταν και ο φίλος του, Νικολάι Αχμέντοφ (γνωστός ως Νίκι), ο οποίος φιλοξενείτο προσωρινά. Έπειτα από μέρες, η μητέρα επέστρεψε και διαπίστωσε ότι το παιδί δεν υπήρχε. Ο πατέρας ισχυρίστηκε ότι ξύπνησε ένα πρωί και το παιδί «δεν ήταν στο κρεβάτι του», αλλά δεν ειδοποίησε αμέσως την αστυνομία (Αντίθετα, σύμφωνα με καταθέσεις, συνέχισε κανονικά τη ζωή του, λέγοντας στους φίλους του ότι το παιδί «είναι με τη μητέρα του»).

Στις 21 Απριλίου η μητέρα πήγε στην αστυνομία και δήλωσε την εξαφάνιση της μικρής, με καθυστέρηση έξι ημερών, γεγονός που προκάλεσε ερωτήματα και υποψίες. Η είδηση έγινε γνωστή και αρχικά προκάλεσε μια απλή κινητοποίηση, χωρίς να υπάρχει τότε υποψία για δολοφονία. Στις αρχές Μαΐου 2015, οι αρχές ύστερα από έρευνες στο διαμέρισμα εντόπισαν ίχνη αίματος σε διάφορα σημεία του σπιτιού. Η ανάλυση DNA έδειξε ότι το αίμα ανήκε στη μικρή Άννυ. Τα στοιχεία που αποκαλύφθηκαν στη συνέχεια ήταν ακραία.

Κατά την απολογία του ο πατέρας παραδέχτηκε ότι τεμάχισε το πτώμα της κόρης του, χωρίς ωστόσο να παραδεχτεί ότι εκείνος την σκότωσε. Δήλωσε, μεταξύ άλλων, τα εξής: «Ήθελα να πάω να τη θάψω αλλά δεν υπήρχε φτυάρι. Δεν ήθελα να τα κάνω όλα αυτά… Ήθελα να τη βάλω σε σακούλα αλλά το παιδί ήταν πέτρα και έσπασε. Αναγκάστηκα να κόψω κάποια κομμάτια και τα πήγα στα σκουπίδια». Ακόμη, ο ίδιος ισχυρίστηκε ότι η μικρή μπορεί να είχε πεθάνει από κατάχρηση ναρκωτικών που βρέθηκαν στο σπίτι. Αυτό ενδεχομένως να ήταν μια προσπάθεια αποδόμησης της ευθύνης του. Η ομολογία συγκλόνισε τη χώρα. Τα μέσα ενημέρωσης μιλούσαν για «το πιο αποτρόπαιο έγκλημα της δεκαετίας».

Ως ιδιαίτερα ειδεχθή πράξη χαρακτήρισε τον τρόπο δολοφονίας και εξαφάνισης της τετράχρονης Άννυ με δράστη τον βιολογικό πατέρα, τόσο για τα ελληνικά όσο και για τα διεθνή δεδομένα, ο διοικητής της Διεύθυνσης Ασφάλειας Αττικής. «Δεν υπάρχει περίπτωση να βρούμε ούτε κόκκαλο από το πτώμα της τετράχρονης» σημείωσε, αφήνοντας να εννοηθεί ότι ο πατέρας σχεδόν πολτοποίησε το μικρό κοριτσάκι. Το ειδεχθές έγκλημα, προσδιορίστηκε ότι έγινε στο διάστημα μεταξύ Μεγάλης Τετάρτης 8 Απριλίου και Μεγάλης Παρασκευής 10 Απριλίου. Σοκαριστικό ήταν το γεγονός ότι ο δράστης, μετά τη δολοφονία της κόρης του, πούλησε την κούνια, το καρότσι και τα παιχνίδια της σε Ρουμάνο, έναντι 55 ευρώ.

Η εκτίμηση της Αστυνομίας για το κίνητρο της δολοφονίας ήταν ότι σκότωσε την 4χρονη από ζήλεια, επειδή η 25χρονη ομοεθνής σύντροφός του και μητέρα της Άννυ, είχε έναν φίλο στη Γερμανία που της έδινε χρήματα και φοβόταν πως θα εγκατέλειπε τον ίδιο. Από την έρευνα, που πραγματοποίησε η Διεύθυνση Εγκληματολογικών Ερευνών στο υπόγειο διαμέρισμα της οδού Μιχαήλ Βόδα στην Αθήνα που έμενε η ανήλικη με τον πατέρα της, διαπιστώθηκε παρουσία αίματος σε αντικείμενα και σε εσωτερικούς χώρους.

Παράλληλα, βρέθηκε και αίμα του δράστη σε κατασχεμένο μαχαίρι και σεντόνι στο ίδιο διαμέρισμα. Σύμφωνα με εκτιμήσεις της αστυνομίας, ο πατέρας, αφού σκότωσε και διαμέλισε την 4χρονη, μαγείρεψε με ρύζι τα μέλη του σώματός της, τα τύλιξε σε αλουμινόχαρτο και στη συνέχεια τα πέταξε στα σκουπίδια, ενώ προσπάθησε να ξεφορτωθεί και κάθε αντικείμενο που είχε σχέση με την Άννυ. Υπήρχαν μαρτυρίες ότι στα παράθυρα του διαμερίσματος είχε κρεμάσει πετσέτες για να απορροφήσουν τους υδρατμούς και να μην μπουν σε υποψίες οι γείτονες. Στη συνέχεια καθάρισε τα πάντα μέσα στο υπόγειο διαμέρισμα, ακόμη και τις σωληνώσεις, τις οποίες μάλιστα σκόπευε να αλλάξει.

Έκανε δηλαδή ό,τι ήταν δυνατό για μην ανακαλυφθούν τα μέλη του παιδιού. Ένα ακόμη σημαντικό στοιχείο ήταν ότι ο δράστης κακοποιούσε το παιδί, όχι πάντως σεξουαλικά. Από το προανακριτικό υλικό υπήρχαν ενδείξεις ότι έκανε μπάνιο την 4χρονη με παγωμένο νερό και το παιδί ούρλιαζε, αλλά δεν υπήρξαν καταγγελίες από τους γείτονες ότι συμβαίνει κάτι σε βάρος της 4χρονης. Ο δράστης εκμυστηρεύτηκε εν μέρει σε Βούλγαρο φίλο του τι είχε συμβεί με το παιδί. Σε συνεργασία με τη Βουλγαρική Αστυνομία, εντοπίστηκε το άτομο με το οποίο είχε μιλήσει ο 27χρονος πατέρας. Δεν του είχε πει, όμως, ότι σκότωσε την κόρη του.

Τον Ιούνιο, ο πατέρας, ο φίλος του Νικολάι και η μητέρα οδηγήθηκαν στη φυλακή με διαφορετικές κατηγορίες. Ο Σάββας κατηγορήθηκε για ανθρωποκτονία από πρόθεση, ο Νικολάι για συνέργεια και η μητέρα για έκθεση ανηλίκου σε κίνδυνο. Η κοινωνία ήταν σε σοκ. Ο Τύπος ανέφερε ότι οι συνθήκες διαβίωσης του παιδιού ήταν τραγικές. Οι αρχές προσπάθησαν να συνθέσουν την αλληλουχία τω γεγονότων. Η ιατροδικαστική υπηρεσία δεν μπόρεσε να αποδώσει ακριβές αίτιο θανάτου, καθώς δεν βρέθηκε ποτέ το σώμα του παιδιού.

Στην εκδίκαση της υπόθεσης το 2017 στο Μικτό Ορκωτό Εφετείο της Αθήνας οι λεπτομέρειες που αποκαλύφθηκαν ήταν σοκαριστικές. Το παιδί φέρεται να πέθανε από κακοποίηση ή στραγγαλισμό. Ο πατέρας επιχείρησε να εξαφανίσει τα ίχνη με απίστευτη ψυχραιμία. Οι δικαστές τον χαρακτήρισαν «επικίνδυνο και αμετανόητο» και τον καταδίκασαν σε ισόβια κάθειρξη και επιπλέον ποινή φυλάκισης δύο ετών, κρίνοντάς τον ένοχο για ανθρωποκτονία από πρόθεση, οπλοχρησία και περιύβριση νεκρού. Ο φίλος του Νικολάι καταδικάστηκε σε 12 χρόνια κάθειρξη για συνέργεια. Πρωτόδικα η μητέρα καταδικάστηκε σε κάθειρξη έξι ετών με αναστολή για το αδίκημα της θανατηφόρας έκθεσης ανηλίκου σε κίνδυνο, αλλά κρίθηκε αθώα στο εφετείο.

Η υπόθεση συγκλόνισε. Τα ΜΜΕ αφιέρωσαν εκτενή ρεπορτάζ και η κοινή γνώμη έμεινε αποσβολωμένη για τον τρόπο με τον οποίο ένας άνθρωπος που θα έπρεπε να προστατεύει ένα παιδί, έγινε ο θύτης του. Ο τότε Αναπληρωτής Υπουργός Προστασίας του Πολίτη μίλησε για «μια σκοτεινή πλευρά της ανθρώπινης φύσης η οποία δεν έχει αντικείμενο εξέτασης». Δεν υπάρχει πλήρης εικόνα του «γιατί» σε επίπεδο κινήτρων. Ο πατέρας, όπως προέκυψε, ζήλευε που η πρώην σύζυγός του αγαπούσε περισσότερο το παιδί του παρά εκείνον. Επίσης, υπήρχαν ενδείξεις χρήσης ναρκωτικών και προβλήματα στον οικογενειακό κύκλο, συνθήκες που πιθανώς ενίσχυσαν την εκρηκτική και τρομακτική έκβαση. Η έλλειψη προστασίας για το παιδί ήταν εμφανής. Η μητέρα απουσίαζε και το παιδί δεν ήταν αποτελεσματικά εποπτευόμενο. Αυτό ήταν ένα ακόμη θλιβερό στοιχείο της υπόθεσης.

Η υπόθεση της μικρής Άννυ ήταν παραπάνω από απλό έγκλημα. Έγινε σύμβολο των φόβων για το τι μπορεί να συμβεί «μέσα στο σπίτι», εκεί όπου θεωρητικά το παιδί πρέπει να προστατεύεται. Ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάστηκε από τα ΜΜΕ, με σοκαριστικές λεπτομέρειες, επηρέασε την κοινή γνώμη και ανέδειξε πόσο εύθραυστες μπορεί να είναι οι οικογενειακές δομές κάτω από κοινωνική πίεση, οικονομική δυσπραγία και ψυχολογικά προβλήματα. Παράλληλα, ανέδειξε και ερωτήματα για την αστυνομική και κοινωνική ανταπόκριση σε περιπτώσεις παιδιών που είναι εκτεθειμένα, για το αν υπήρξε έγκαιρη παρέμβαση, αλλά και για το αν η δικαστική εξιχνίαση ήταν επαρκής.

Το γεγονός ότι η μητέρα κρίθηκε τελικά αθώα στην έφεση, παρά την πρωτόδικη καταδίκη της, έδειξε ότι η δικαστική διαδικασία δεν υπακούει μόνο στην κοινωνική οργή, αλλά βασίζεται σε αποδείξεις. Η καταδίκη του πατέρα σε ισόβια έδειξε ότι η δικαιοσύνη, έστω και με καθυστέρηση, αποδίδεται.

→ Ακούστε εδώ τα Podcast Criminal minds | Διάσημα εγκλήματα που συγκλόνισαν την Ελλάδα και τον κόσμο

Οι γονείς της μικρής Άννυ: Στανισλάβ Μπακατσίεφ και Δημητρίνα Μπορίσοβα
Η μικρή Άννυ και ο πατέρας της Στανισλάβ Μπακατσίεφ