- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Λυπηθείτε με, νιώστε με, δοξάστε με, Ή: Κραυγές στα σόσιαλ
Όψεις της πόλης, αναμνήσεις, πράγματα που συνέβησαν παλιά, και πράγματα που συμβαίνουν σήμερα γύρω μας
Ημερολογιακές καταχωρίσεις για κάθε χρήση
Το φλέγον θέμα μας σήμερα δεν έχει να κάνει με την περίφημη ουρά στα Τυριά του Σκλαβενίτη —όπου πέφτει καθημερινά η κυβέρνηση και οσονούπω αναλαμβάνει ο εκάστοτε Μαμντάνι—, ούτε με την εγκυκλοπαίδεια εν προόδω των Βιωματικών Ιστοριών — αυτό το βουκολικό δράμα που εκτυλίσσεται στο άστυ. Όχι, όχι. Εδώ έχουμε να κάνουμε με κάτι εντελώς διαφορετικό: έχουμε να κάνουμε με την Εκτυφλωτική Αποκάλυψη του Αδιανόητου Δράματος που Ζω. Ή μάλλον, που Βιώνω — ακούγεται πιο κάπως το Βιώνω, έτσι δεν είναι;
Λοιπόν, αυτό το self-disclosure δεν είναι μια απλή περιγραφή του εαυτού μας για να ξέρει ο άλλος με τι έχει να κάνει, χωρίς να περιμένει να το δει. Όχι. Είναι η αποκάλυψη, το ξεγύμνωμα, των παθών μας, του μεγάλου, αενάου, δράματός μας. Είναι η αποτύπωση σε λέξεις της ψυχικής μας δυσφορίας και της ευαλωτότητάς μας. Είναι ένα μεγάλο, ηχηρό, στεντόρειο «ΑΧ!» που καλεί σε βοήθεια, με απανωτές αναρτήσεις, όπως οι κόμποι σε ροζάριο.
Ή μάλλον, ψέματα: σιγά μην καλεί σε βοήθεια. Στην πραγματικότητα, αφενός μεν φανερώνει μια προφανή ανάγκη για επιβεβαίωση, έναν πανικό αφομοίωσης και ομογενοποίησης —πράγματα μάλλον συγγνωστά—, αφετέρου δε ψάχνει (ακούγεται φτηνό· και είναι) λάικ, καταρχάς, και πωλήσεις εν συνεχεία. Εννοούμε, πωλήσεις κυριολεκτικά.
Έχουμε να κάνουμε εδώ με μια εφήμερη απόπειρα λογοτεχνίας διαφόρων ειδών και τρόπων, που βέβαια διαφέρει διαρρήδην από την (κλασική) λογοτεχνία της εξομολόγησης, καθώς αυτή η τελευταία φιλτράρεται, δομείται και μετατρέπεται σε τέχνη, ήτοι σε κάτι που εξαρτάται και τρέφεται από τον χρόνο.
Για να το πούμε αλλιώς, ο συγγραφέας μετέτρεπε, το πάλαι ποτέ, το βίωμα σε μορφή, το μετουσίωνε, και το επεξεργαζόταν, ώσπου να αποκτήσει καθολικότητα. Η τέχνη λειτουργούσε σαν φίλτρο και ασπίδα· η αλήθεια έβγαινε στο μεϊντάνι, ασφαλώς και έβγαινε, μα ταυτόχρονα προστατευόταν. Με άλλα λόγια: η αισθητική εξομολόγηση φιλτράρεται πάντα μέσω της καλλιτεχνικής δομής, δημιουργώντας ενσυναίσθηση χωρίς εξάρτηση από άμεση ανταπόκριση. Στον αντίποδα, η σοσιαλμιντιακή απόπειρα λογοτεχνίας της εξομολόγησης συχνά είναι άμεση, αφιλτράριστη, ή δομημένη με τα προκάτ εργαλεία του μέσου (θα επανέλθουμε σ’ αυτό παρακάτω), και απολύτως, εξ ορισμού, εξαρτημένη από την άμεση ανταπόκριση των χρηστών: από τα λάικ και τα σχόλια. (Οι πωλήσεις, όσες έρθουν, θα έρθουν σε δεύτερο χρόνο). Είναι παραδομένη, αν θέλετε, στο θνησιγενές παρόν και στην απρόβλεπτη κριτική του κοινού. Δεν αναζητά κάποιου είδους «καλλιτεχνική» ή άλλη ολοκλήρωση αλλά συναισθηματική ανταπόκριση. Χάνει κάθε αισθητικό έλεγχο (ακόμη και όταν ο δημιουργός επιμένει σθεναρά στο αντίθετο!), και γίνεται content.
Στον αντίποδα, η σοσιαλμιντιακή απόπειρα λογοτεχνίας της εξομολόγησης συχνά είναι άμεση, αφιλτράριστη, ή δομημένη με τα προκάτ εργαλεία του μέσου
Το προσωπικό βίωμα υπήρξε άλλοτε σιωπηλό και εσωστρεφές, αντικείμενο συζήτησης σε περιορισμένους χώρους, αλλά την τελευταία δεκαπενταετία, ή κάπου εκεί, έχει βρει στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έναν αχανή τόπο εξομολόγησης. Η δημόσια σφαίρα των σόσιαλ έχει μετατραπεί σε μια τεράστια σκηνή όπου το βίωμα επιτελείται. Ο καθένας μπορεί να γίνει ο αφηγητής της δυσφορίας του, ο αυτόπτης μάρτυρας του τραύματός του, ο δημόσιος ψίθυρος μιας ιδιωτικής αγωνίας. Η λεγόμενη «αυτοαποκάλυψη», αυτό το self-disclosure που είπαμε και πριν, η πράξη δηλαδή με την οποία το άτομο μοιράζεται με άλλους πτυχές της εσωτερικής του ζωής, δεν αφορά πια τη διαπροσωπική οικειότητα, αλλά την (ας μας επιτραπεί η επανάληψη, που μας κάνει να φαινόμαστε μια στάλα διανοούμενοι) επιτελεστική επικοινωνία: ο χρήστης αφηγείται το βίωμά του (αληθινό, ψεύτικο, φανταστικό, ή ό,τι άλλο) γνωρίζοντας πως δεν απευθύνεται σε έναν φίλο ή συνομιλητή, αλλά σε ένα κοινό.
Έτσι, η στιγμή της ανάρτησης είναι μια στιγμή έκθεσης, απογύμνωσης, στριπτίζ, μια στιγμή ενός ρόλου. Κάθε αφήγηση πόνου, ευαλωτότητας ή ψυχικής δυσφορίας απευθύνεται σε ένα άγνωστο βλέμμα που θέλουμε να μας κατανοήσει, να μας παρηγορήσει, να πατήσει like, να σχολιάσει — και εντέλει να αγοράσει ό,τι διαθέτουμε προς πώληση. Δεν έχουμε δηλαδή να κάνουμε με μία «κλασική» ανάγκη για επιβεβαίωση εδώ, καθώς το όλον εγκλωβίζει τον αφηγητή σε έναν φαύλο κύκλο: η εξομολόγηση γίνεται περιεχόμενο, η ευαλωτότητα μετατρέπεται σε νόμισμα κοινωνικού κεφαλαίου, και η αυθεντικότητα υπονομεύεται από την παράσταση-για-έναν-ρόλο που δίνουμε. Ο άνθρωπος που πονά και το δηλώνει δημόσια ίσως βρει παρηγοριά στην αναγνώριση και ίσως πράγματι βγάλει και ένα κάποιο κέρδος, μα αλλοτριώνεται και ενδύεται τον ρόλο του πάσχοντος. Και κολλάει αυτή τη μάσκα της οδύνης στο πρόσωπό του, γιατί αυτός ο συγκεκριμένος ρόλος —κακά τα ψέματα— φέρνει ανταπόκριση.
Δεν έχουμε δηλαδή να κάνουμε με μία «κλασική» ανάγκη για επιβεβαίωση εδώ, καθώς το όλον εγκλωβίζει τον αφηγητή σε έναν φαύλο κύκλο: η εξομολόγηση γίνεται περιεχόμενο, η ευαλωτότητα μετατρέπεται σε νόμισμα κοινωνικού κεφαλαίου, και η αυθεντικότητα υπονομεύεται από την παράσταση-για-έναν-ρόλο που δίνουμε
Η αυτοαποκάλυψη στα social media πηγάζει από ένα φάσμα κινήτρων: γίνεται για λόγους έκφρασης, για ανακούφιση από το στρες, για σύνδεση, για συναισθηματική βοήθεια, κοινωνική υποστήριξη, επιβράβευση, για να μειωθεί η μοναξιά ή το κοινωνικό άγχος κλπ. κλπ. (Και για τους άλλους, πιο πεζούς λόγους, που προείπαμε). Υπάρχουν όμως και κίνδυνοι εδώ. Φέρ’ ειπείν, η εξάρτηση από τα like και τις καρδούλες (ειδικά από τις καρδούλες, που το μέτρημά τους πατά το κουμπί της έκκρισης ντοπαμίνης στα κύτταρά μας) δημιουργεί έναν «εθισμό επιδοκιμασίας» με δυσάρεστη συμπτωματολογία: η μελλοντική έλλειψη ανταπόκρισης ρίχνει κάρβουνο στη φωτιά της κατάθλιψης, ενώ τυχόν αρνητικά σχόλια οδηγούν σε θυματοποίηση, εντείνουν την απομόνωση, και αυξάνουν το στρες — ιδίως στους εφήβους, αλλά και σε όλους τους attention-whores.
Η σχέση πομπού και δέκτη στα σόσιαλ εξακολουθεί να θεωρείται γενικά —από καθόλου λίγους, όσο απίθανο κι αν ακούγεται— αληθινή και άμεση, μία κατεξοχήν αδιαμεσολάβητη επικοινωνία. Πράγμα που ποσώς ισχύει βέβαια, καθώς όλα αυτά, όλα μα όλα, είναι εκ των προτέρων σχεδιασμένα από την ίδια τη δομή της πλατφόρμας. Κάθε δομική δυνατότητα κάθε πλατφόρμας ελέγχει και διαμορφώνει με τα εργαλεία της τι μπορεί να ειπωθεί και πώς μπορεί να ειπωθεί. Η υποτιθέμενη «φυσική» αποκάλυψη είναι, ήδη, μια αρχιτεκτονική κατασκευή.
Πράγμα που ποσώς ισχύει βέβαια, καθώς όλα αυτά, όλα μα όλα, είναι εκ των προτέρων σχεδιασμένα από την ίδια τη δομή της πλατφόρμας
H εξομολογητική τέχνη —διαδικασία που απαιτεί χρόνο για αναζήτηση, χρόνο για απόρριψη πρώτων εκδοχών, χρόνο για να παρθεί απόσταση από το γεγονός, χρόνο για να διαβαστεί, να μελετηθεί και για να λάβει ανταπόκριση από τον αναγνώστη, έναν παράγοντα ΑΠΟΛΥΤΩΣ εκτός διαδικασίας—, η εξομολογητική τέχνη, λέμε, προσκαλεί το κοινό στον σκοτεινό πύργο του συγγραφέα, ένα βράδυ κάπου στο μέλλον — στις πέντε η ώρα που βραδιάζει. Στην αντίστοιχη των σόσιαλ, σ’ αυτή την εφήμερη autofiction, ο χρήστης πετιέται από μοναχός του στην αυλή του κοινού, γυμνός και αδύνατος, ανάμεσα σε μπουγαδόνερα, μωρά που μπουσουλάνε και χθεσινές ταμπλόιντ, σε ένα ζοφερό περιβάλλον άμεσων λάικ και doomscrolling, όπου ο χρόνος καταπίνει τον εαυτό του — καταβροχθίζοντας μαζί κι αυτούς που τον αναπνέουν.
ΚΑΙ ΤΙ ΠΡΟΤΕΙΝΕΙΣ, ΗΡΩΑ;
Αλήθεια, τι προτείνω; Να γίνουμε τάχα όλοι Σύλβια Πλαθ, ξέρω γω, και να γράφουμε τέτοια στο Facebook, μαζί με μια σέλφι μας που να κοιτά προφίλ, κάπου στο βάθος;
Τράβα μου και ξετύλιξε τα σάβανα, εχθρέ. — Αχ, σε τρόμαξα;
Η μύτη μου, οι τρύπες των ματιών, τα δόντια μου, όλα τους στη σειρά; Αυτά;
Μη σε μέλλει να χαρείς, μη, ώς αύριο θα ξεπλυθεί η δυσωδία της ανάσας μου,
κι οι σάρκες που μου ’φαγε ο τάφος θα ξεφυτρώσουνε επάνω μου ξανά,
και πάλι θα ’μαι εκείνη η γνωστή κυριούλα που όλο χαμογελά.
Είμαι τριάντα μοναχά, τίποτα, και σαν τις γάτες εφτάψυχη.
Κι αυτή εδώ ήτανε κιόλας η τρίτη μου φορά.
Τι τρέλα όμως ν’ αφανίζεσαι κάθε δεκαετία, ε;
Τι τρόμος να σκίζεσαι κομμάτια. . .
Ε όχι, σιγά, δεν γίνονται αυτά τα πράγματα. Στα Facebook μόνο σκυλάκια, γατάκια, καλημέρες, βιωματικές αναρτήσεις, και δράμα. Δράμα στο τετράγωνο, φουλ δράμα, αίμα, δάκρυα κι ιδρώτας — και ό,τι προκύψει.
[ * Sylvia Plath, 1932-1963, απόσπασμα από το «Lady Lazarus» του 1962, για το οποίο βασανιστήκαμε μια γεμάτη ώρα για να το μεταφράσουμε, μα ξέρουμε πως αποτύχαμε οικτρά ].
* * *
Το Ημερολόγιο κυκλοφορεί τρεις φορές την εβδομάδα: κάθε Δευτέρα, Τετάρτη και Παρασκευή. Τις Κυριακές, η στήλη μεταμορφώνεται στο Βιβλίο της Εβδομάδας. Στείλτε μας μέιλ αν θέλετε να μας πείτε ή να μας ρωτήσετε κάτι — οτιδήποτε. Σας ευχαριστούμε πολύ.