- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Εντ Γκιν: Η αληθινή ιστορία του χασάπη του Πλέινφιλντ πίσω από τη σειρά του Netflix
Η αληθινή υπόθεση που ενέπνευσε το «Ψυχώ», τον «Σχιζοφρενή δολοφόνο με το πριόνι» και τη «Σιωπή των αμνών»
Η αληθινή ιστορία του Εντ Γκιν: Ο πραγματικός τρόμος πίσω από τη σειρά του Netflix , «Τέρας: Η Ιστορία του Εντ Γκιν»
Νοέμβριος 1957. Η αστυνομία της μικρής πόλης Πλέινφιλντ, στο Ουισκόνσιν, εισβάλλει σε ένα παλιό αγρόκτημα αναζητώντας την εξαφανισμένη ιδιοκτήτρια ενός τοπικού καταστήματος εργαλείων, την 58χρονη Μπερνίς Γουόρντεν. Το φορτηγό του καταστήματος εθεάθη να βγαίνει από το πίσω μέρος του κτιρίου γύρω στις 9.30 το πρωί της 16ης Νοεμβρίου. Δεν είχαν περάσει πολλοί πελάτες από το κατάστημα εκείνη τη μέρα, επειδή είχε αρχίσει η κυνηγετική περίοδος των ελαφιών και οι περισσότεροι κάτοικοι ήταν κυνηγοί.
Ο γιος της Γουόρντεν, βοηθός σερίφη, μπήκε στο κατάστημα γύρω στις 17.00 και βρήκε το ταμείο ανοιχτό και αίματα στο πάτωμα. Ο Φρανκ Γουόρντεν είπε στους ερευνητές ότι το βράδυ πριν από την εξαφάνιση της μητέρας του, ο Εντ Γκιν βρισκόταν στο κατάστημα και αναμενόταν να επιστρέψει το επόμενο πρωί για ένα γαλόνι αντιψυκτικό. Μια απόδειξη πώλησης για το αντιψυκτικό ήταν η τελευταία απόδειξη που έγραψε η Μπερνίς Γουόρντεν το πρωί που εξαφανίστηκε. Εκείνο το βράδυ, ο Εντ Γκιν συνελήφθη σε ένα παντοπωλείο στο Πλέινφιλντ κι ο σερίφης της κομητείας και οι βοηθοί του έψαξαν το αγρόκτημα των Γκιν.
Αυτό που αντίκρισαν μέσα σε εκείνο το σπίτι θα στοίχειωνε όχι μόνο τη μικρή κοινότητα, αλλά και ολόκληρη την Αμερική. Ένας βοηθός σερίφη ανακάλυψε το αποκεφαλισμένο σώμα της Γουόρντεν σε παράπηγμα μέσα στη φάρμα του Γκιν, κρεμασμένο ανάποδα, από τα πόδια, με μια εγκάρσια ράβδο στους αστραγάλους της και σχοινιά στους καρπούς της. Η Γουόρντεν είχε πυροβοληθεί με ένα 22άρι τουφέκι και οι ακρωτηριασμοί είχαν γίνει μετά τον θάνατό της.
Στο σπίτι του Εντ Γκιν βρέθηκαν: ολόκληρα ανθρώπινα οστά και θραύσματα, ένας κάδος απορριμμάτων φτιαγμένος από ανθρώπινο δέρμα, ανθρώπινο δέρμα που κάλυπτε αρκετές καρέκλες, ανθρώπινα κρανία τοποθετημένα σε κολώνες κρεβατιού, γυναικεία κρανία, μερικά με κομμένες τις κορυφές, μπολ φτιαγμένα από ανθρώπινα κρανία, κορσές φτιαγμένος από γυναικείο κορμό με γδαρμένο δέρμα από τους ώμους μέχρι τη μέση, κολάν φτιαγμένα από ανθρώπινο δέρμα ποδιών, μάσκες φτιαγμένες από το δέρμα γυναικείων κεφαλιών, μάσκα προσώπου της Mέρι Χόγκαν σε χάρτινη σακούλα (η Χόγκαν ήταν η ιδιοκτήτρια μιας μικρής ταβέρνας στο Πλέινφιλντ του Ουισκόνσιν και εξαφανίστηκε μυστηριωδώς το 1954), το κρανίο της Μέρι Χόγκαν σε κουτί, ολόκληρο το κεφάλι της Μπερνίς Γουόρντεν σε έναν σάκο από λινάτσα, η καρδιά της Μπερνίς Γουόρντεν σε μια πλαστική σακούλα, εννέα αιδοία σε ένα κουτί παπουτσιών, το φόρεμα ενός κοριτσιού και τα αιδοία δύο γυναικών περίπου δεκαπέντε ετών, μια ζώνη φτιαγμένη από γυναικείες θηλές, τέσσερις μύτες, ένα ζευγάρι χείλη σε κορδόνι για σκίαστρο παραθύρου, ένα αμπαζούρ φτιαγμένο από το δέρμα ανθρώπινου προσώπου.
Ο ιδιοκτήτης του σπιτιού, ο Έντουαρντ Θίοντορ Γκιν, ήταν ένας ήσυχος, αδέξιος άνδρας 51 ετών, που δεν έδειχνε να συνειδητοποιεί τη φρίκη των πράξεών του. Όταν τον συνέλαβαν, απλώς είπε: Μου άρεσε να διαβάζω για τα εγκλήματα στις εφημερίδες.
Η μητέρα του, βαθιά θρησκόληπτη και ηθικολόγος, του μάθαινε πως όλες οι άλλες γυναίκες ήταν «όργανα της αμαρτίας»
Για να καταλάβει κανείς τον Εντ Γκιν, πρέπει να ανατρέξει στην παιδική του ηλικία. Μεγάλωσε σε μια απομονωμένη φάρμα με τους γονείς του και τον μεγαλύτερο αδελφό του. Ο πατέρας, αλκοολικός και βίαιος, πέθανε νωρίς. Η μητέρα του, Ωγκάστα, ήταν βαθιά θρησκόληπτη και ηθικολόγος. Του μάθαινε πως όλες οι γυναίκες (εκτός από εκείνη) ήταν «όργανα της αμαρτίας». Η Ωγκάστα απομόνωσε τα παιδιά της από τον έξω κόσμο και φρόντισε να εμφυσήσει στον Εντ έναν φόβο για τη σεξουαλικότητα και μια εμμονική λατρεία προς την ίδια. Ο αδερφός του, Χένρι Γκιν, πέθανε το 1944 κάτω από μυστηριώδεις συνθήκες.
Κατά τη διάρκεια μιας πυρκαγιάς σε χωράφι, ο Εντ ανέφερε ότι τον έχασε, αλλά αργότερα οδήγησε την αστυνομία απευθείας στο πτώμα του. Ο Χένρι βρέθηκε με μώλωπες στο κεφάλι, εγείροντας υποψίες για δολοφονία. Όταν το 1945 πέθανε η μητέρα του, ο Έντ κατέρρευσε. Το σπίτι μετατράπηκε σε ιερό μνημείο της μητέρας του: ορισμένα δωμάτια σφραγίστηκαν και έμειναν ανέπαφα, ενώ εκείνος ζούσε μόνος, βυθισμένος σε βιβλία για νεκροφιλία, πειραματική ανατομία και μύθους κανιβαλισμού.
Οι αρχές ανακάλυψαν ότι ο Εντ Γκιν είχε αρχίσει να σκάβει φρέσκους τάφους γυναικών που του θύμιζαν τη μητέρα του. Από τα σώματά τους έπαιρνε δέρμα, κόκαλα και όργανα, τα οποία μετέτρεπε σε παράξενα «ενθύμια». Ο ίδιος ομολόγησε πως αισθανόταν την ανάγκη να «νιώσει ξανά κοντά στη μητέρα του» και πως προσπάθησε να φτιάξει ένα «κοστούμι γυναίκας», ώστε να μπορεί να «γίνει εκείνη».
Οι ειδικοί που τον εξέτασαν τον χαρακτήρισαν «παράδειγμα ψύχωσης με οιδιπόδεια ρίζα και μητρική εμμονή»
Αν και η φρικαλεότητα των πράξεών του προκαλούσε αποτροπιασμό, η ψυχολογική του κατάσταση έδειχνε έναν άνθρωπο βαθιά διαταραγμένο, με σχιζοφρενικά και νεκροφιλικά στοιχεία, αλλά και μια παθολογική εξάρτηση από τη μητρική φιγούρα. Οι ειδικοί που τον εξέτασαν αργότερα τον χαρακτήρισαν «παράδειγμα ψύχωσης με οιδιπόδεια ρίζα και μητρική εμμονή».
Η δίκη του Γκιν το 1957 προκάλεσε πανεθνικό σοκ στις ΗΠΑ. Οι εφημερίδες γέμιζαν με φρικιαστικούς τίτλους, ενώ η μικρή πόλη του Πλέινφιλντ έγινε τουριστικός προορισμός για περίεργους. Ο κατηγορούμενος, ήρεμος και αποπροσανατολισμένος, δήλωσε αθώος λόγω τρέλας. Οι ψυχίατροι συμφώνησαν: ο Γκιν κρίθηκε ανίκανος να δικαστεί και μεταφέρθηκε σε ψυχιατρικό ίδρυμα, όπου έμεινε μέχρι τον θάνατό του, το 1984. Το σπίτι του, τόπος της φρίκης, πυρπολήθηκε μυστηριωδώς λίγο αργότερα.
Η υπόθεση του Εντ Γκιν έγινε πηγή έμπνευσης για μερικά από τα πιο τρομακτικά τέρατα του σινεμά, για μερικούς από τους πιο εμβληματικούς δολοφόνους της μυθοπλασίας. Ο Νόρμαν Μπέιτς του «Ψυχώ» (1960), ο Λέδερφεϊς του «Ο σχιζοφρενής δολοφόνος με το πριόνι» (1974), και ο Μπάφαλο Μπιλ της «Σιωπής των αμνών» (1991), όλοι τους βασίζονται σε στοιχεία της ζωής του.
Ο Γκιν, άθελά του, έγινε σύμβολο του απόλυτου τρόμου – του φαινομενικά ήσυχου, ασήμαντου ανθρώπου που κρύβει μέσα του κάτι ανείπωτο. Η μετατροπή του σε μυθοπλασία δεν ήταν τυχαία: η Αμερική της δεκαετίας του ’50 πάλευε να συντηρήσει την εικόνα της καθωσπρέπει οικογένειας. Ο Γκιν, με την αποκρουστική του «οικιακή» φρίκη, συμβόλιζε ό,τι πιο ανείπωτο μπορούσε να κρύβεται πίσω από την πρόσοψη της ηθικής. Παρά τα όσα φρικτά έκανε, ο Εντ Γκιν δεν ταίριαζε στην εικόνα του κλασικού σαδιστή. Οι ανακριτές τον περιέγραφαν ως «ευγενικό, σχεδόν σαν μικρό παιδί». Δεν έδειξε ποτέ ίχνος οργής ή μίσους, έμοιαζε περισσότερο με κάποιον που είχε χαθεί σε έναν δικό του κόσμο παραισθήσεων και εμμονών. Αυτό είναι το στοιχείο που κάνει την ιστορία του τόσο ανατριχιαστική: δεν έχουμε να κάνουμε με έναν ψυχρό δολοφόνο, αλλά με έναν άντρα που, αν και ψυχοπαθής, πίστευε πως ό,τι έκανε είχε κάποιο «νόημα».
Σχεδόν εβδομήντα χρόνια μετά τη σύλληψή του, ο Εντ Γκιν παραμένει ένα σκοτεινό σύμβολο στη συλλογική μνήμη
Στη συνείδηση του Εντ Γκιν οι γυναίκες που ξέθαβε ή σκότωνε δεν ήταν άνθρωποι, ήταν μέρη ενός τελετουργικού για να ξαναβρεί τη μητέρα του. Αυτή η διαστρεβλωμένη λογική δείχνει πως η καταπίεση, η απομόνωση και η θρησκευτική ενοχή μπορούν να μετατραπούν σε ένα εκρηκτικό ψυχικό μείγμα. Σήμερα, σχεδόν εβδομήντα χρόνια μετά τη σύλληψή του, ο Εντ Γκιν παραμένει ένα σκοτεινό σύμβολο στη συλλογική μνήμη.
Δεν ήταν κατά συρροή δολοφόνος, αλλά η φρίκη των πράξεών του άφησε βαθύτερο αποτύπωμα συγκριτικά με πολλούς άλλους που δολοφόνησαν περισσότερους ανθρώπους. Η ιστορία του εξακολουθεί να απασχολεί εγκληματολόγους, ψυχιάτρους και σεναριογράφους. Για άλλους είναι ένα προειδοποιητικό παράδειγμα της ψυχολογικής κατάρρευσης μέσα στην απομόνωση, για άλλους ένας καθρέφτης των φόβων μιας κοινωνίας που προσπαθεί να κρύψει τη δική της βία πίσω από το προσωπείο της ηθικής.
Ο «χασάπης του Πλέινφιλντ» δεν ήθελε να γίνει διάσημος. Ζούσε στη σκιά μιας μητέρας που δεν τον άφησε ποτέ να μεγαλώσει, σε μια κοινωνία που δεν κατάφερε ποτέ να τον καταλάβει. Η φρίκη του σπιτιού του μπορεί να έπαψε να υπάρχει αφότου αυτό πυρπολήθηκε, αλλά ο απόηχός της συνεχίζει να στοιχειώνει την ποπ κουλτούρα, υπενθυμίζοντας ότι το πιο ανατριχιαστικό τέρας είναι συχνά αυτό που μοιάζει περισσότερο με εμάς.
H σειρά «Τέρας: Η ιστορία του Εντ Γκιν» του Netflix, είναι βασισμένη στα πραγματικά γεγονότα και στις ανατριχιαστικές λεπτομέρειες της υπόθεσης, φέρνοντας ξανά στο φως τον άνθρωπο πίσω από τον μύθο
Περισσότερο από μισό αιώνα μετά τη σύλληψή του, η ιστορία του Εντ Γκιν εξακολουθεί να στοιχειώνει τη συλλογική φαντασία. Η ιστορία του αναβίωσε μέσα από τη σειρά «Τέρας: Η ιστορία του Εντ Γκιν» στο Netflix, βασισμένη στα πραγματικά γεγονότα και στις ανατριχιαστικές λεπτομέρειες της υπόθεσης, φέρνοντας ξανά στο φως τον άνθρωπο πίσω από τον μύθο. Μια σκοτεινή ανατομία της μοναξιάς, της ενοχής και της τρέλας – και μια υπενθύμιση ότι ο αληθινός τρόμος δεν κατοικεί στα τέρατα της φαντασίας, αλλά στους ανθρώπους που έπαψαν να ξεχωρίζουν το φως από το σκοτάδι.