Κοινωνια

Όσα μάθαμε από τον Πάνο Ρούτσι

Πώς μια συγκινησιακά φορτισμένη υπόθεση κατέδειξε την αδυναμία των θεσμών μπροστά στην κοινή γνώμη

Παντελής Καψής
ΤΕΥΧΟΣ 973
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η απεργία πείνας του Πάνου Ρούτσι και η λειτουργία του δικαστικού και πολιτικού συστήματος υπό την πίεση της κοινής γνώμης

Όλη η Ελλάδα, φαντάζομαι, υποδέχτηκε με ανακούφιση τη διακοπή της απεργίας πείνας του Πάνου Ρούτσι. Κατ’ αρχάς για λόγους ανθρωπιάς, αρκετά έχει υποφέρει από τον χαμό του παιδιού του. Ποιος δεν τον συμπονά; Αλλά και για πολιτικούς λόγους: η παράταση της απεργίας δοκίμαζε και το πολιτικό σύστημα αλλά και τη σχέση των πολιτών με τη δικαιοσύνη. Όλα καλά λοιπόν; Δυστυχώς όχι.

Το πρώτο φάουλ ήταν η νομική φόρμουλα που βρέθηκε. Η ανάσυρση δηλαδή μιας μήνυσης κατά των ιατροδικαστών η οποία είχε μπει στο αρχείο. Νομικός δεν είμαι, αλλά είμαι βέβαιος ότι η διακοπή μιας απεργίας πείνας δεν αποτελεί ικανό λόγο για να κινηθεί μια διαδικασία σε βάρος πολιτών. Πόσο μάλλον όταν έχει κριθεί ότι οι κατηγορίες εναντίον τους δεν έχουν βάση. Ψιλά γράμματα ίσως για τους γίγαντες της νομικής σκέψης οι οποίοι δηλώνουν μάλιστα δικαιωμένοι. Αρκεί ότι βρέθηκε τρόπος να γίνει η εκταφή χωρίς να καθυστερήσει η δίκη. Ο σκοπός αγιάζει τα μέσα.

Είναι αλήθεια ότι η αναβίωση της έρευνας σε βάρος των ιατροδικαστών θα είναι μάλλον τυπική – παρότι δεν είναι βέβαιο ότι οι ίδιοι οι ιατροδικαστές θα το βλέπουν έτσι. Υπάρχει ωστόσο ένα ευρύτερο, πιο σοβαρό ζήτημα. Ότι ξαφνικά οι δικαστικοί λειτουργοί νιώθουν υποχρεωμένοι να στραμπουλήξουν τις διαδικασίες για να εναρμονιστούν με το κοινό αίσθημα. Κι αυτό είναι επικίνδυνο. Ιδίως σε μια εποχή όπου τα πάθη βρίσκονται σε έξαψη και οι πολίτες δηλώνουν ότι δεν εμπιστεύονται τη δικαιοσύνη. Είναι η συνταγή για βαρύτερα δικαστικά ατοπήματα. Όλοι ίσως μπορούμε να θυμηθούμε αποφάσεις οι οποίες είχαν έντονο το στοιχείο της ικανοποίησης της κοινής γνώμης. Άλλωστε έχει γίνει έθιμο σε περιπτώσεις πολιτικά ή ιδεολογικά φορτισμένων υποθέσεων να οργανώνονται κινητοποιήσεις, ενώ ακόμα διαρκούν οι δίκες, με αίτημα καταδικαστικές αποφάσεις. Όσο όμως η δικαιοσύνη εμφανίζεται ευάλωτη σε τέτοιες πιέσεις, τόσο οι πιέσεις θα αυξάνονται.

Το δεύτερο φάουλ, ίσως το λιγότερο σημαντικό, είναι ότι ανοίγει ξανά η υπόθεση του ξυλολίου. Είναι το λιγότερο σημαντικό επειδή έτσι κι αλλιώς όσοι έχουν ροπή προς τις θεωρίες συνωμοσίας έχουν διαμορφωμένη άποψη και τίποτα δεν μπορεί να τους την αλλάξει. Ούτε η επιστήμη ούτε βέβαια η δικαιοσύνη. Η δήλωση της κ. Καρυστιανού είναι χαρακτηριστική: «Για να δίνουν πράσινο φως (για την εκταφή) θα έχουν βρει τρόπους να ελέγξουν το αποτέλεσμα»! Τι μπορείς να απαντήσεις; Αν πιστεύαμε πάντως ότι τα στοιχεία τα οποία προέκυψαν θα είχαν δώσει τέλος στα σενάρια και ότι θα είχαν επανέλθει η ψυχραιμία και η λογική, αποδεικνύεται ότι ήμασταν πολύ γελασμένοι.

Το τρίτο φάουλ, κι αυτό που γνωρίζουμε ότι σε βάθος χρόνου θα έχει τις βαρύτερες επιπτώσεις, είναι ακριβώς αυτό: η πλήρης επιβεβαίωση δηλαδή ότι η κοινή γνώμη αλλά και το πολιτικό σύστημα είναι πλέον έρμαια των συναισθηματικών και των ηθικών εκβιασμών. Είμαστε έτοιμοι να αγκαλιάσουμε οτιδήποτε μας σερβίρουν, αρκεί να το κάνουν με τρόπο που να προκαλεί συγκίνηση. Έχουμε χάσει τη δυνατότητα ψύχραιμης αντιμετώπισης των ζητημάτων. Είναι χαρακτηριστικό ότι το σκηνικό, όπως δημιουργήθηκε, είχε προφανή στοιχεία παραλογισμού. Το αίτημα της εκταφής θα μπορούσε να είχε υποβληθεί νωρίτερα, όταν δεν θα ετίθετο ζήτημα καθυστέρησης. Δύο ολόκληρα χρόνια δεν το έκαναν. Έστω κι έτσι, θα μπορούσε να υποβληθεί στη διάρκεια της δίκης και τότε πράγματι δεν θα ήταν καθόλου εύκολο να το αρνηθούν οι δικαστές. Ο τρόπος όμως με τον οποίο διατυπώθηκε και, κυρίως, ο χρόνος που επιλέχθηκε γι’ αυτό ήταν αναπόφευκτο να προκαλέσουν πολιτικό ζήτημα. Αν δεν λάβουμε υπόψη τους πρωταγωνιστές πίσω από την οικογένεια, αυτούς που πρωτοστάτησαν στα κανάλια, ποιος μπορεί να αποφύγει τη σκέψη ότι από την αρχή αυτός ήταν ο σκοπός;

Είναι εντυπωσιακό ότι μπροστά σε αυτό το ρεύμα που δημιουργήθηκε στα μέσα ενημέρωσης και στα κοινωνικά δίκτυα, ακόμα και κορυφαία κυβερνητικά στελέχη αισθάνθηκαν την ανάγκη να προσχωρήσουν. Με αυτή την έννοια η σύζυγος Ρούτσι δικαίως αναρωτήθηκε γιατί ο πρωθυπουργός δεν βρήκε μια στιγμή να εκφράσει τη συμπάθειά του για τον «δίκαιο αγώνα» του συζύγου της. Ήταν το μόνο που έλειπε. Η συμβολική αποδοχή της νέας πραγματικότητας. Η απόλυτη παράδοση της Πολιτείας. Αν και βέβαια κάποιοι θα υποστηρίξουν ότι αυτή είχε ήδη συντελεστεί με την αποδοχή της κατάληψης του Άγνωστου Στρατιώτη. Μια επαναστατική ιδιοποίηση δημόσιου χώρου. Μπροστά στο δίκαιο του αγώνα, ωστόσο, τι αξία μπορεί να έχουν οι νόμοι;