Κοινωνια

Μία πολιτισμική ανάγνωση ενός ανεκδιήγητου διαλόγου

Τι γίνεται όταν εκπρόσωποι των πάσης φύσης ελίτ συνομιλούν μεταξύ τους;

Αριστοτέλης Σταμούλας
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Πώς αλληλεπιδρούν οι άνθρωποι εντός κοινωνικού πλαισίου και ποια η διαχωριστική γραμμή μεταξύ δημόσιας-ιδιωτικής σφαίρας;

Το περιεχόμενο των πρόσφατα δημοσιευθεισών στιχομυθιών που εμφανίζεται να είχε γνωστός αποτραβηγμένος πολιτικός, με πρόσωπο που φέρεται εμπλεκόμενο στην πολύκροτη υπόθεση της λεγόμενης «Μαφίας της Κρήτης» σφύζει από φρασεολογία, που σε κάνει ταυτόχρονα να γελάς και να κλαις.

Να γελάς με τις ψευδαισθήσεις μίας αυτο-αναφερόμενης ανωτερότητας που καλλιεργεί σε μερικούς η αλαζονική έπαρση κάθε μορφής (πολιτικής, δημοσιογραφικής, οικονομικής-επιχειρηματικής, δικαστικής, εκκλησιαστικής) εξουσίας ότι δήθεν μπορούν εσαεί, ακόμα και από το περιθώριο των εξελίξεων ή στο ναδίρ της καριέρας τους, να τάζουν και να εξυπηρετούν εκδουλεύσεις, να «καθαρίζουν για τα πάντα» ή να «ελέγχουν όλο το σύστημα», δηλαδή τις ζωές μας. Αλλά και να κλαις με τις υποκοσμικού επιπέδου συναναστροφές που απ' ό,τι φαίνεται ενίοτε αναπτύσσουν και συντηρούν για διάφορες σκοπιμότητες, όμως φροντίζουν να κρατούν σε απόσταση από το προβεβλημένο image μίας συλλήβδην ορθότητας και ενός ηθικοπλαστικού καθωσπρεπισμού που προορίζονται για παραδειγματική κατανάλωση σε υποκριτικές δημόσιες σχέσεις.

Ναι, αυτού του είδους οι συναναστροφές πάνω στις οποίες κυκλοφορεί η φήμη ότι στήνονται υποδορίως οι σχέσεις διάφορων φορέων και εκπροσώπων της εξουσίας με αθέατους παράγοντες της κοινωνίας και της αγοράς που έχουν το χρήμα και τις γνωριμίες για να στηρίζουν προεκλογικούς αγώνες και να τροφοδοτούν τη διατήρηση δύναμης και επιρροής, σε αντάλλαγμα διευθετήσεων και της ευνοϊκής μεταχείρισης υποθέσεων, οι οποίες με όρους αξιοκρατίας και δικαίου δεν θα είχαν ίσως καμία τύχη. Συναναστροφές που μάλλον επιδιώκουν τη δημιουργία (παρα)κέντρων λήψης αποφάσεων και πυρήνων (υπερ)συγκέντρωσης δύναμης σε τοπική ή όσο το δυνατόν ευρύτερη κλίμακα, προκειμένου να λειτουργούν προς όφελος συγκεκριμένων ομάδων συμφεροντολογικά και ιδιοτελώς, πέρα και πάνω από τα όρια κανόνων που ισχύουν για τους αδύναμους της κοινωνικής πλειοψηφίας, οι οποίοι (άλλοι ενσυνείδητα και άλλοι λόγω έλλειψης εναλλακτικής επιλογής, για να είμαστε ειλικρινείς) πάνε by the book.

Κανονικά, βέβαια, δεν θα έπρεπε να μας εκπλήσσει η χρήση τέτοιου επιπέδου φρασεολογίας. Αφενός, διότι πώς αλλιώς περιμένουμε να μιλάνε άνθρωποι μεταξύ τους που, θέλοντας να αξιοποιήσουν για αθέμιτους σκοπούς την (όποια) ισχύ τους, απεργάζονται εξελίξεις και αλλαγές παρασκηνιακά, με τρόπο που παρακάμπτονται θεσμοθετημένες διαδικασίες (π.χ. για την επιλογή προσώπων σε δημόσια αξιώματα, για τη χρηματοδότηση έργων ή για την αλλαγή κυβερνήσεων); Αφετέρου, διότι δεν είναι δυνατόν να πέφτουμε από τα σύννεφα ή να κάνουμε πως δεν το περιμένουμε, κρίνοντας ακόμα και εξ ιδίων τα αλλότρια, ότι ιδιωτικές συζητήσεις που διαμείβονται μεταξύ ομόσταβλων ή ομοϊδεατών της εξουσίας χαλαρά πίσω από κλειστές πόρτες διαφέρουν παρασάγγας από δημόσιες τοποθετήσεις που απευθύνονται σε ένα ευρέως φάσματος κοινό, έτοιμο να σε γιουχάρει, να σε χειροκροτήσει ή να αδιαφορήσει πλήρως για την ύπαρξή σου (αλήθεια, υπάρχει μεγαλύτερο πλήγμα από αυτό για τους «εραστές» της εξουσίας και της δημόσιας ζωής;).

Νομίζω ότι ο Michael Carrithers ("Why Humans Have Cultures: Explaining Anthropology and Social Diversity", 1992) μας βοηθά εύστοχα εδώ να καταλάβουμε αυτή τη διαχωριστική γραμμή μεταξύ δημόσιας-ιδιωτικής σφαίρας, εξηγώντας ότι οι τρόποι με τους οποίους οι άνθρωποι αλληλεπιδρούν εντός πλαισίων κοινωνικού συνόλου, είτε μέσω αφηγηματικών (narrative) μορφών, που δίνουν έμφαση στην ελεύθερη πολιτισμική έκφραση και τη δημιουργία δυναμικών νοημάτων μέσα από τη συνήθη κοινωνική πράξη, είτε μέσω ρητορικών (paradigmatic) πρακτικών, που υπερτονίζουν την ενίσχυση της ηθικής πειθαρχίας και τη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής μέσα από στατικές καθεστηκυίες δομές, είναι καθοριστικοί για την εξέλιξη των πολιτισμών. Στην πρώτη κατηγορία τοποθετούνται όλοι οι άνθρωποι, τα απλά μέλη του κοινωνικού συνόλου, που βιώνουν καθημερινές καταστάσεις της ζωής και τις συνέπειές τους και, άρα, αποτελούν αυθεντικούς φορείς και εκφραστές των πραγματικών κοινωνικών συνθηκών που επικρατούν, ενώ στη δεύτερη συναντούμε άτομα των κοινωνικών, οικονομικών, πολιτικών, θρησκευτικών, κ.λπ. ελίτ, τα οποία, λόγω κατοχής υψηλών κοινωνικών θέσεων και αξιωμάτων στην κοινότητα, αντιλαμβάνονται την εκπλήρωση του ρόλου τους ως φιλτραρισμένου μέσα από βέλτιστα συμπεριφορικά υποδείγματα (καθωσπρεπισμός) και υπό την ιδιότητα του θεματοφύλακα ενός status quo που συντηρείται μέσα από την απρόσκοπτη τήρηση καθολικών προτύπων σκέψης και δράσης.

Τι γίνεται όταν εκπρόσωποι των πάσης φύσης ελίτ συνομιλούν μεταξύ τους; Εξαρτάται από τις συνθήκες διεξαγωγής της συνομιλίας. Όταν (πιστεύουν ότι) είναι μυστική-ιδιωτική (σαν να φορούν τη μάσκα του Αναγεννησιακού Καρναβαλιού της Βενετίας, που επέτρεπε εκείνα τα χρόνια στους ανθρώπους να παρακάμπτουν κοινωνικές τάξεις και να συμπεριφέρονται ελεύθερα με κρυμμένη την ταυτότητά τους), περιμένεις να ακούσεις τον αληθινό τρόπο με τον οποίο συνηθίζουν να εκφράζονται και στην προσωπική τους ζωή, την πραγματική διάσταση στην οποία τοποθετούν και με την οποία αντιλαμβάνονται την άσκηση της δύναμης που έχουν, το μέγεθος, την έκταση και τους σκοπούς της μεταξύ τους διαπλοκής, καθώς και τις ειλικρινείς διαθέσεις τους, οι οποίες μπορεί ορισμένες φορές να κινούνται και ενάντια στο δημόσιο συμφέρον που υποτίθεται ότι υπηρετούν ή, εν γένει, προς την αντίθετη κατεύθυνση από αυτό που με βάση τη δημόσια εικόνα τους έχεις κατά νου και προσδοκάς. Αυτό επηρεάζει και τη φρασεολογία τους, που μπορεί να μην είναι πάντα δείγμα αστικής ευγένειας, αλλά «πεζοδρομιακή». Όταν, όμως, γνωρίζουν ότι συνομιλούν στην κοινή θέα ενός ακροατηρίου, με βγαλμένη την αποκριάτικη μάσκα της ανωνυμίας, τότε προβάρουν το ατσαλάκωτο κοστούμι του άμεμπτου και ιδανικού δημόσιου προτύπου, προσαρμόζοντας τα λεγόμενά τους όχι κατ’ ανάγκη σε αυτό που πιστεύουν, αλλά σε αυτό που πρέπει να πουν εκ θέσεως ή υπό το βάρος της επιβεβλημένης ορθότητας που κουβαλούν και χρησιμοποιώντας πάντα όσο το δυνατόν ηπιότερα (με όρους savoir vivre) εκφραστικά μέσα.

Η ίδια διπλή εικόνα ισχύει, αναμφίβολα, και για τις συνομιλίες που ανταλλάσσουν οι απλοί πολίτες στις αμιγώς ιδιωτικές, αλλά και τις λιγότερο προσωπικές συζητήσεις τους, μόνο που εδώ το αντίκρισμα περιορίζεται στο στενό πλέγμα των κοινωνικών τους σχέσεων και οι συνέπειες είναι απείρως μικρότερες ή παντελώς ανύπαρκτες για το υπόλοιπο κοινωνικό σύνολο, ελλείψει δύναμης και εξουσιαστικού ρόλου να ρυθμίζουν ή να επηρεάζουν με τις αποφάσεις τους τις ζωές των συμπολιτών τους.

Στο τέλος της ημέρας, ένας καταλήγει να είναι ο πραγματικός μου (μας) φόβος: Μήπως η πρακτική των νόμιμων επισυνδέσεων και, πολύ περισσότερο, της εσχάτως ολοένα συχνότερης δημοσίευσής τους, ώστε το κοινό να γνωρίζει (και να απομυθοποιεί) τα μέχρι πρότινος είδωλά του, αρχίζει να κάνει πιο επιφυλακτικούς εκείνους τους συνομιλούντες που υποψιάζονται ότι είναι υπό παρακολούθηση, σε σημείο πλέον να προβάλουν τεχνηέντως μόνο τον ιδεατό, αντί τον πραγματικό -και αρκετά συχνά επικίνδυνο- εαυτό τους…