- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Γιατί βλέπω την Εθνική του Γιάννη Αντετοκούνμπο
Όψεις της πόλης, αναμνήσεις, πράγματα που συνέβησαν παλιά, και πράγματα που συμβαίνουν σήμερα γύρω μας
Ημερολογιακές καταχωρίσεις για κάθε χρήση
Δεν παρακολουθώ την Εθνική Ελλάδος στο ποδόσφαιρο. Δεν ξέρω καν πότε παίζει, σε ποιο τουρνουά, και με ποιους αντιπάλους. Δεν με ενδιαφέρουν οι νίκες ή οι ήττες της. Το μόνο που ξέρω σχετικά με τις υποχρεώσεις της είναι πότε σταματάει να παίζει ο Άρης εξαιτίας κάποιου διεθνούς τουρνουά, και πότε επιτέλους θα τελειώσει η πλάκα για να ξαναρχίσει να παίζει (και να χάνει).
Τι να κάνουμε τώρα. Είμαστε κι εμείς οι αιώνιοι εθνομηδενιστές που δεν ανατριχιάζει η πέτσα μας με τις γαλανόλευκες επιτυχίες. Έτσι πάνε αυτά, και έτσι πάνε αυτά πολλά χρόνια τώρα. Μάλιστα, όλο αυτό δεν συνιστά μιαν αντίδραση απέναντι στο «εθνικό» πράγμα. Καθόλου δεν πάει έτσι. Αντιθέτως —και εδώ μιλάω για μένα, δεν ξέρω και δεν με νοιάζει τι κάνουν οι άλλοι—, πάντα μετράω πόσο χειρότεροι εθνικιστές γινόμαστε με κάθε ελληνικό θρίαμβο στον αθλητισμό. (Βλ., εδώ, το «Αλβανέ, Αλβανέ, δεν θα γίνεις Έλληνας ποτέ» και λοιπά παρόμοια). Σε χώρες που γέννησαν το φαινόμενο της πεταλούδας, δηλαδή σε χώρες μικρές, μια κουτσουλιά, σαν και τη δική μας, κάτι καλό μπορεί να κάνει καιρό να απλώσει ρίζες (όμως τελικά θα τις απλώσει), ενώ κάτι κακό τρέχει ορμητικά και γρήγορα, σαν νερό χειμάρρου, και τις πνίγει. Και τα εθνικά αντανακλαστικά από τις αθλητικές επιτυχίες έχουν αρκετά καλά, και πολύ περισσότερα κακά. Όπερ έδει δείξαι.
Έτσι, δεν παρακολουθώ ούτε τους αγώνες στίβου. Οι γελοιωδέστατες κορόνες περί «ελληνικού DNA», «ελληνικής ψυχής», φιλέλληνα Θεού κ.τ.π. μπορεί να μου βγάλουν καρκίνο στα συκώτια. Προτιμώ να ξαναδώ μια b-movie των 70s για πολλοστή φορά, παρά τον τελικό του μήκους. Πώς το λένε δηλαδή. Εδώ που τα λέμε, ειδικά στο μήκος προτιμώ να δω το «Plan 9 from Outer Space».
Αλλά βλέπω όμως τα ματς της Εθνικής Ελλάδος μπάσκετ. Για τον Γιάννη Αντετοκούνμπο. Γιατί τα παρακολουθώ για τον Γιάννη Αντετοκούνμπο; Επειδή είναι παικταράς; Nope. Γιατί είναι μαύρος.
ΜΙΑ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΗ ΔΙΑΔΡΟΜΗ
«Τι έγινε, Κυριάκο, μας αρέσουνε οι μαύροι τώρα;» Καταρχάς, ναι. Ένας ωραίος μαύρος είναι πολύ πιο ωραίος από έναν ωραίο ασπρουλιάρη, δεν πά’ να ’ναι και ο Κρις Χέμσγουορθ. (Αν και, για κάποιον που του αρέσουν οι ξανθές, μία θεά μαύρη δεν είναι τόσο ωραία όσο μία θεά λευκή). Κατά δεύτερον, ας μιλήσουμε σοβαρά.
Ο Γιάννης Αντετοκούνμπο δεν είναι απλώς ένας σπουδαίος αθλητής που θριαμβεύει στο NBA και οδηγεί την Εθνική Ελλάδος σε νέα μονοπάτια δόξας. Δεν είναι «μόνο» ο MVP που έχει διαλύσει μερικές ντουζίνες άσπαστα ρεκόρ δεκαετιών. Δεν είναι μόνο ένα πρότυπο καλαθοσφαιριστή αλά Γκάλη, που κάνει δυο-τρεις προπονήσεις την ημέρα, ενώ θα μπορούσε να πάει στο σπίτι του και να παίζει με τα παιδιά του. Είναι κάτι πολύ, πολύ, πολύ βαθύτερο.
Είναι το ζωντανό παράδειγμα ότι η ιστορία ενός ανθρώπου μπορεί να γίνει καθρέφτης εκείνου του κομματιού μιας κοινωνίας που αξίζει τον κόπο, και που κρατάει και όλη την υπόλοιπη στα πόδια της. Κι εδώ ακριβώς κρύβεται η συγκίνηση που προκαλεί: στο πρόσωπό του, δεν βλέπουμε μόνο τον αθλητή και το άθλημα: βλέπουμε το είδωλό μας στον καθρέφτη.
Ο Γιάννης είναι μαύρος, και είναι γιος μεταναστών. Είναι ένα παιδί που μεγάλωσε σε μια χώρα που, όπως όλες οι φτωχές χώρες, μισεί τους μετανάστες, και αισθάνεται φυλετική υπεροψία απέναντι σε όποιον ξεχωρίζει από το χρώμα του δέρματός του. Σε μια χώρα που όταν παίρνει την μπάλα ο μαύρος αντίπαλος κάνει «ου-ου-ου», τους ήχους υποτίθεται της μαϊμούς, και του πετάει μπανάνες. Στη χώρα που εξακολουθεί να λέει «αράπης» και «σκυλάραπας». Και «ο μαύρος ο σκύλος ο ταμ-ταμ-ταμ». Που κοιτά πάντα με καχυποψία τον ξένο, που σηκώνει τείχος αντί να απλώσει το χέρι, που είναι βαθιά, βαθύτατα ρατσιστική και ψηλομύτα. (Και μάλιστα ψηλομύτα χωρίς λόγο: δεν είμαστε απόγονοι κανενός αρχαίου Έλληνα). Που κάνει ό,τι μπορεί για να τη μισούν οι πρόσκαιροι ξένοι της.
Εξ ου και η διαδρομή του Γιάννη Αντετοκούνμπο είναι μια ανατρεπτική διαδρομή. Γιατί κάθε καλάθι του δεν είναι απλώς δύο ή τρεις πόντοι. (Δεν λέω και «ένας», γιατί στις βολές θέλει δουλίτσα). Είναι μία απόδειξη ότι ο «άλλος» δεν είναι απειλή, αλλά δύναμη — ρώμη — πλούτος — περηφάνια — Ραφάλ και Μπελαρά. Ότι η διαφορετικότητα δεν αποδυναμώνει, αλλά μπορεί να μεγαλώσει τον τόπο, να τον κάνει πιο πλούσιο, πιο δίκαιο, πιο ανοιχτό, πιο πλήρη, πιο ισχυρό.
Αν ο Γιάννης ήταν ένας λευκός, ντόπιος Έλληνας και τα κατάφερνε να έχει την ίδια ακριβώς καριέρα και τις ίδιες ακριβώς επιτυχίες, παίζει και να τον καμάρωνα μια στάλα, και ίσως να έβλεπα και κανένα από τα ματς του — έχω δει μέχρι και του Τσιμίκα. Αλλά μέχρι εκεί. Η επιτυχία του θα ήταν σημαντική μεν, μα όχι συγκλονιστική. Θα ήταν, δε, μία επιτυχία δική του αποκλειστικά, ενώ τώρα τη μοιράζεται με όλους μας. Τα ίδια ισχύουν και αν ήταν Ισπανός, Τσέχος, Βούλγαρος ή Σκανδιναβός. Το ότι είναι μαύρος, γιος μεταναστών και Έλληνας ταυτόχρονα είναι αυτό που κάνει την ιστορία του μάθημα και μύθο. Μάθημα για όλους εκείνους τους τιποτένιους πουθενάδες που επιμένουν να βλέπουν τους ανθρώπους μέσα από το χρώμα του δέρματος ή τα χαρτιά της ιθαγένειας. Μάθημα ότι η ταυτότητα δεν χτίζεται με αίμα, χώμα, και άλλα τέτοια ναζιστικά, αλλά στο σχολείο και στη γειτονιά: στην κοινωνία. Με την προϋπόθεση της ένταξης και της ενσωμάτωσης. Με δικαιοσύνη και ελευθερία. Και γιατί όλα τα άλλα που λέγονται στις γωνιές του δρόμου είναι μπούρδες και φληναφήματα. Προπάντων δε: ανθελληνικά. Εμείς οι αιώνιοι εθνομηδενιστές έχουμε το κουσούρι του πατριωτισμού και κεντρικό σύνθημά μας το: «Ο εθνικισμός είναι πάντα αντεθνικός».
ΕΝΤΑΞΗ Ή ΘΑΝΑΤΟΣ
Οι πλούσιες κοινωνίες —όλες οι ευρωπαϊκές, αίφνης· ναι, η Ελλάδα είναι πλούσια— γερνάνε. Και καλά κάνουν. Κανείς δεν θα μας επιβάλει να κάνουμε δύο και τρία παιδιά. Θα κάνουμε μισό, και θα περνάμε την ώρα μας διαβάζοντας βίπερ, βλέποντας σειρές στο Netflix, παίρνοντας μαθήματα ικεμπάνα στη ΧΑΝΘ, κάνοντας βόλτες στις γκαλερί και στα μουσεία, στα καφέ και στα μπαρ, στην παραλία και στις βιτρίνες, και συζητώντας με τη γάτα μας. Δόξα τω Θεώ, δεν θα μας φάει η αρκούδα τα τέσσερα στα έξι μωρά που γεννήσαμε ώς τα δεκαεφτά μας, ούτε θα μας τα σκοτώσει όλα τους η φθίση και η οστρακιά. Ούτε κι εμείς δεν θα είμαστε για απόσυρση από γηρατειά στα σαράντα μας μαξ. Πάνε αυτά. Και να μας πληρώνεις, δεν θα γεννήσουμε να περιμένουμε είκοσι και τριάντα χρόνια για να ξεπαιδιάσουμε ώστε ν’ αρχίσουμε να ζούμε επιτέλους και για εμάς. Θέλουμε να μιλάμε με τη γάτα εδώ και τώρα. Κάτι μάλιστα που δεν χρειάζεται επίδομα.
Εξ ου και η οικονομία και το ασφαλιστικό μας και το ΕΣΥ δεν υπάρχει απολύτως καμία περίπτωση να σωθούν χωρίς νέους ανθρώπους που θα δουλέψουν, θα παραγάγουν, θα πληρώσουν εισφορές, και θα κρατήσουν το σύστημα όρθιο. Αυτοί οι νέοι, κατά το μεγαλύτερο μέρος τους, μπορούν να είναι μόνο μετανάστες. Ή εξωγήινοι. (Που και πάλι μετανάστες είναι, αλλά ορισμένως πιο σπάνιοι).
Αυτή, ξαναλέμε, είναι η μόνη λύση, για τον απλούστατο λόγο ότι δεν υπάρχει ούτε θα βρεθεί ούτε θα επινοηθεί άλλη. Τόσο απλά. Και το ερώτημα εδώ δεν είναι αν θα έρθουν οι ξένοι με τα παιδιά τους· γιατί θα έρθουν. Είναι αν θα τους αφήσουμε να γίνουν πραγματικά μέρος της κοινωνίας μας. Να γίνουν, και να νιώθουν, Έλληνες.
Γιατί η αλήθεια ήταν και είναι ξεκάθαρη: όχι μόνο ότι χωρίς αποδοχή δεν υπάρχει κοινωνική συνοχή (τα περί διαγραμμάτων δεν ενδιαφέρουν κανέναν), αλλά ότι, όπως ακριβώς δεν θα είχαν γίνει ποτέ τα έργα των Ολυμπιακών Αγώνων που άλλαξαν το πρόσωπο της Ελλάδας χωρίς χέρια μεταναστών, έτσι ακριβώς χωρίς μερικά εκατομμύρια μόνιμα εγκατεστημένους μετανάστες με ελληνική συνείδηση και ταυτότητα, δεν υπάρχει κανένα μέλλον για την Ελλάδα. Η μόνη άλλη προοπτική είναι ο —διόλου ένδοξος— χαμός.
Αν δεν το καταλάβουμε αυτό, και αν δεν βρούμε τους τρόπους και τα μέσα για να το κάνουμε πράξη, τότε δεν θα μας σώσουν ούτε οι μυθικές πρωτιές του Γιάννη ούτε τα καλάθια του.
MVP! MVP! MVP!
Γι’ αυτό ο Γιάννης δεν είναι μόνο ένας MVP. Είναι μια απάντηση στον φόβο. Είναι η ζωντανή απόδειξη ότι η ένταξη δεν είναι απειλή, αλλά σωτηρία. Ότι η Ελλάδα μπορεί να είναι πατρίδα για όποιον την αγαπήσει, την υπηρετήσει και της δώσει ένα κομμάτι από τη ζωή του. Και είναι επίσης μια υπενθύμιση ότι, απέναντι στον κυνισμό και τη μισαλλοδοξία, υπάρχουν ακόμα ιστορίες που —παραδόξως— μπορούν να μας κάνουν να ονειρευόμαστε κάτι αγαθότερο.
Γι’ αυτό χαίρομαι για τον Γιάννη περισσότερο από όσο θα χαιρόμουν για οποιονδήποτε άλλον αθλητή. Εκατό φορές περισσότερο από όσο για τον Γκάλη — και είμαι αφιονισμένος οπαδός του Άρη από τα γεννοφάσκια μου. Γιατί κάθε του νίκη είναι και μια νίκη απέναντι στον ρατσισμό που επιμένει να σέρνεται στις ζοφερές σκιές της κοινωνίας. Γιατί κάθε του μεγάλο, ζεστό, ειλικρινές, πανέμορφο χαμόγελο δείχνει ότι μπορούμε να είμαστε καλύτεροι. Γιατί το δικό του παράδειγμα μας υπενθυμίζει ότι, αν θέλουμε να έχουμε μέλλον —και βασικά εγώ θέλω, για όσους ιδιοτελείς λόγους μπορείτε να σκεφτείτε, και άλλους χίλιους από πάνω—, πρέπει να μάθουμε να χωράμε όλοι εκεί μέσα, και όχι μόνο η μούρη μας.
Όποιος χειροκροτάει τις επιτυχίες του Γιάννη Αντετοκούνμπο και την ίδια στιγμή αρνείται το δικαίωμα της ταυτότητας σε άλλα παιδιά μεταναστών, δεν είναι τίποτε παραπάνω από υποκριτής. (Και, στη δικιά μου θρησκεία, η υποκρισία είναι το μεγαλύτερο αμάρτημα). Θέλει τον Γιάννη για τρόπαιο, όχι για αδελφό του.
Το ζήτημα δεν ήταν ποτέ να έχουμε έναν Έλληνα παγκόσμιο σταρ. Το ζήτημα είναι να γίνουμε μια κοινωνία που δεν θα χρειάζεται έναν αθλητή από άλλο πλανήτη, κάποιον καθ’ όλα ανώτερό μας (ναι, δεν είμαστε όλοι ίσοι, ας το χωνέψουμε και ας πάμε παρακάτω), για να καταλάβει κάτι που έχει αποδειχθεί άπειρες φορές μέχρι τώρα στην ανθρώπινη ιστορία, χωρίς καμία, ποτέ, εξαίρεση· το αυτονόητο: ότι ο ρατσισμός είναι αυτοκτονία.
* * *
Το Ημερολόγιο κυκλοφορεί τρεις φορές την εβδομάδα: κάθε Δευτέρα, Τετάρτη και Παρασκευή. Τις Κυριακές, η στήλη μεταμορφώνεται στο Βιβλίο της Εβδομάδας. Στείλτε μας μέιλ αν θέλετε να μας πείτε ή να μας ρωτήσετε κάτι — οτιδήποτε. Σας ευχαριστούμε πολύ.