Κοινωνια

Είναι μόδα η διάγνωση της διαφορετικότητας;

Οι μαθησιακές δυσκολίες και η νευροδιαφορετικότητα δεν αποτελούν πλέον ταμπού. Όλο και περισσότεροι άνθρωποι μιλούν ελεύθερα για την εμπειρία τους.

Εύα Στάμου
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Γιατί όλο και περισσότεροι άνθρωποι μέσης ηλικίας διαγιγνώσκονται με δυσλεξία, με διαταραχές συμπεριφοράς ή με νευροαναπτυξιακές διαταραχές; Οι διαγνώσεις στο παρελθόν και τα ταμπού που ξεπεράστηκαν.

Ένας φίλος δημοσιογράφος, γύρω στα σαράντα, μου εκμυστηρεύτηκε πρόσφατα ότι εδώ και λίγους μήνες που διαγνώστηκε με ΔΕΠΥ (Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής και Υπερκινητικότητας), αντί να απογοητευθεί, νιώθει καλύτερα. «Κάποια κομμάτια του παζλ», ισχυρίστηκε, «μπήκαν στη θέση τους και επιτέλους κατάλαβα για ποιους λόγους αντιμετώπιζα προβλήματα στη δουλειά».

Το ίδιο διάστημα, μία από τις εργαζόμενες στο γυμναστήριο ζήτησε τη συμβουλή μου για τον 35χρόνο σύντροφό της ο οποίος ανακάλυψε, πριν λίγο καιρό, ότι πάσχει από διαταραχή του αυτιστικού φάσματος και δεν ξέρει πώς να το αντιμετωπίσει. «Είναι απαραίτητο να ξεκινήσει ψυχοθεραπεία;», με ρωτούσε εναγωνίως. «Να το δηλώνει στο περιβάλλον του ή μήπως το καλύτερο είναι να κρατήσει τη διάγνωση κρυφή για πάντα;» συνέχιζε, αναλογιζόμενη προφανώς το κοινωνικό στίγμα.

Αυτά είναι δύο μόνο από τα πολλά παραδείγματα παρόμοιων περιστατικών που έχουν πέσει στην αντίληψή μου την τελευταία χρονιά. Ίσως οι περισσότεροι να έχουμε παρατηρήσει ότι όλο και συχνότερα άτομα που πλησιάζουν ή βρίσκονται ήδη στη μέση ηλικία διαγιγνώσκονται στις μέρες μας με δυσλεξία, με διαταραχές συμπεριφοράς ή με νευροαναπτυξιακές διαταραχές, όπως ο αυτισμός ή η ΔΕΠΥ. 

Εκείνο που μπορεί να φανεί περίεργο είναι ότι πρόκειται για άτομα που έχουν παραμείνει χωρίς διάγνωση για δεκαετίες για διαταραχές που συνήθως εντοπίζονται τα πρώτα χρόνια της σχολικής ζωής ενός ατόμου.

Τι μπορεί να σημαίνει αυτό; Μήπως η διάγνωση που λαμβάνουν στο παρόν είναι λανθασμένη και αποτέλεσμα χειριστικής, ανήθικης συμπεριφοράς κάποιου δήθεν «ειδικού» που προσπαθεί να τους εκμεταλλευτεί οικονομικά; Ή μήπως υπερβάλλουν ή ψεύδονται οι ίδιοι, προκειμένου να κερδίσουν την εύνοιά μας ή να δικαιολογήσουν αντικοινωνικές και ασυνήθιστες συμπεριφορές που γενικά τους χαρακτηρίζουν; Και τελικά έχει γίνει μόδα η διάγνωση κάθε είδους διαφορετικότητας, όπως υποστηρίζουν ορισμένοι;

Τίποτα από αυτά δεν είναι απαραίτητο να ισχύει.

Αρκετά προβλήματα που ταλαιπωρούν άτομα 40 ή 50 ετών είχαν παραμείνει αδιάγνωστα το ίδιο είναι άλλωστε αλήθεια και για ανθρώπους με σοβαρά ψυχικά νοσήματα, λόγω των περιορισμένων γνώσεων των γονιών τους ή και της άρνησής τους να αντιμετωπίσουν την πραγματικότητα, που συχνά τους οδηγούσε στο να συμπεράνουν ότι τα παιδιά τους απλώς τεμπελιάζουν ή «δεν παίρνουν τα γράμματα». 

Τα ταμπού που μέχρι πρόσφατα επικρατούσαν στη χώρα μας για τους ανθρώπους με μαθησιακές δυσκολίες ή αυτισμό, φυσικά δεν βοηθούσαν. Οι γονείς και οι εκπαιδευτικοί σε αρκετές περιπτώσεις δεν φρόντισαν να αναζητήσουν βοήθεια, όσο τα παιδιά ήταν μικρά ή όταν διένυαν την εφηβεία τους. Οι σημερινοί ενήλικες που είχαν παραμείνει χωρίς διάγνωση έρχονται να διορθώσουν αυτή την αδικία.

Στις μέρες μας οι άνθρωποι μέσης ηλικίας διαθέτουν μεγαλύτερη μόρφωση και ευκολότερη πρόσβαση στην ενημέρωση από ό,τι οι γονείς τους και έχουν τη δίκαιη απαίτηση να καταλάβουν τι τους συμβαίνει ώστε να αποκτήσει η όποια κατάσταση τους ταλαιπωρεί συγκεκριμένο όνομα.

Μπορεί να πρόκειται για άτομα δημιουργικά, με υψηλή κατάρτιση στον τομέα τους, που όμως νιώθουν ότι κάτι δεν πάει καλά, ότι κάτι τους εμποδίζει από το να αναπτύξουν στο μέγιστο τις δυνατότητές τους ή στο να δημιουργήσουν λειτουργικές, σταθερές φιλικές και ερωτικές σχέσεις.

Συχνά αναζητούν πληροφορίες στο διαδίκτυο για την κατάστασή τους και όταν πια επισκέπτονται τα γραφεία των ειδικών –σε αντίθεση με τους εφήβους ή τους πολύ νέους– γνωρίζουν σε μεγάλο βαθμό πώς να μιλήσουν για αυτό που βιώνουν και πώς να περιγράψουν τη συμπτωματολογία τους.

Όλο και περισσότεροι άνθρωποι μιλούν ελεύθερα για την εμπειρία τους, έχοντας συνειδητοποιήσει ότι δεν ευθύνονται οι ίδιοι για τη διαφορετικότητά τους

Στην εποχή μας οι μαθησιακές δυσκολίες και η νευροδιαφορετικότητα δεν αποτελούν πλέον ταμπού. Όλο και περισσότεροι άνθρωποι μιλούν ελεύθερα για την εμπειρία τους, επισκέπτονται τα γραφεία των ψυχολόγων, ώστε να μπορούν να κρατούν την κατάστασή τους υπό έλεγχο, έχοντας συνειδητοποιήσει ότι δεν ευθύνονται οι ίδιοι για τη διαφορετικότητά τους.

Χρειάζεται προσοχή βέβαια, ώστε οι ενήλικες που έχουν λάβει κάποια σχετική διάγνωση να μην πέσουν στην παγίδα του να αποδίδουν τις τυχόν κακές τους συνήθειες και τις αδυναμίες τους στο γεγονός ότι είναι νευροδιαφορετικοί ή πάσχουν από κάποια διαταραχή συμπεριφοράς, απαιτώντας από τους άλλους όχι απλώς να τους κατανοούν, αλλά διαρκώς να τους δικαιολογούν και να τους συγχωρούν για οτιδήποτε πράττουν.

Στον αντίποδα αυτής της κατάστασης υπάρχουν και εκείνοι που ταυτίζουν το άτομο με τη διάγνωσή του, αδυνατώντας να δουν οτιδήποτε άλλο, θετικό ή αρνητικό χαρακτηριστικό του, με αποτέλεσμα να του συμπεριφέρονται λες και δεν έχει την ικανότητα να φροντίσει τον εαυτό του, να λάβει πρωτοβουλίες ή σημαντικές αποφάσεις για την καθημερινότητά του.

Και ας μην ξεχνάμε τον κίνδυνο της αυτοδιάγνωσης όσων περνούν ώρες στον υπολογιστή προσπαθώντας να ανακαλύψουν από τι πάσχουν και, δίχως να αναζητήσουν τη συμβουλή των ειδικών, καταλήγουν σε λανθασμένα συμπεράσματα τοποθετώντας στον εαυτό τους ή σε κάποιον οικείο τους μια ταμπέλα που δεν τους ταιριάζει.

Επιπλέον, η υπερπληροφόρηση του ίντερνετ που συχνά γίνεται παραπληροφόρηση, δεν αποκλείεται να προκαλέσει σε ορισμένους σύγχυση, οδηγώντας τους στο να αναζητούν ιατρική βοήθεια για καθετί στο σώμα, τη συμπεριφορά ή τον τρόπο σκέψης τους που φαίνεται να λειτουργεί έξω από τα συνηθισμένα.

Ωστόσο, παρά τους κινδύνους που παραμονεύουν, είναι αναμφίβολα σημαντικό ότι στις μέρες μας οι άνθρωποι έχουν πάψει να υποφέρουν σιωπηλά, να υποκρίνονται, να ξοδεύουν τη ζωή τους επιχειρώντας να μιμηθούν κάτι που δεν είναι, μόνο και μόνο για να μην ξεφύγουν από τη νόρμα, για να ικανοποιήσουν τις προσδοκίες των οικείων τους. 

Είναι ιδιαίτερα θετικό ότι οι περισσότεροι δεν βλέπουν πλέον την επιστήμη με επιφύλαξη, τους ιατρούς και τους ειδικούς της ψυχικής υγείας ανταγωνιστικά, όπως συνέβαινε στις προηγούμενες γενιές – και κυρίως ότι αναλαμβάνουν την ευθύνη των πράξεών τους αναζητώντας λύσεις, χωρίς να φοβούνται διαρκώς για το τι θα πουν οι άλλοι.