Ο διεθνώς καταξιωμένος χορογράφος μιλάει για το νέο έργο του «Thrice», που θα δούμε στις 23/7 στο 31ο Διεθνές Φεστιβάλ Χορού Καλαμάτας
- CITY GUIDE
- PODCAST
-
26°

Τα παιδιά της σεζόν: Πώς είναι να δουλεύεις σεζόν στα ελληνικά νησιά;
Μία ρεσεψιονίστ, μία σερβιτόρα και ένας μάγειρας περιγράφουν πώς είναι να κάνεις σεζόν στην Ελλάδα
Δουλεύει σπαστό και χορεύει
Φτύνει όταν μαγειρεύει
ρωτάν’ οι πελάτες πού να πάν’
για μπάνιο
τους στέλνω εκεί που δεν πρέπει
αγαπημένη μου Κ.
μετά τη δουλειά γινόμασταν ζάντα
βάλε το αλάρμ στην ντουλάπα
μπίρα, φραπέ στην πίσω βεράντα
δέκα του μου, συρτάρια με χάπια
σεζόν στην Ελλάδα, μαλάκα! *
Αρχές του 2019 μπήκα στο πλοίο για Αμοργό. Η δική μου «αγαπημένη Κ.» δούλευε σεζόν, σερβιτόρα, σε ένα μπαρ της Χώρας. Είχε φύγει από τον Μάιο, είχα να τη δω μήνες. Μια που δεν θα επέστρεφε στην Αθήνα πριν τον Οκτώβριο, απάντησα μ’ ένα ολόψυχο «ναι» στην πρόσκλησή της. Κι έτσι έζησα για μια εβδομάδα τη ζωή της σεζόν.
Με παρέλαβε από το λιμάνι. Πήγαμε κατευθείαν στο «σεζονόσπιτο». Έμενε μαζί με άλλες δύο σερβιτόρες σ’ ένα σπίτι χωρίς παράθυρα. Μία κουζίνα, ένα μπάνιο με προβληματική αποχέτευση, ένα δωμάτιο με επίπλωση μια ντουλάπα και τέσσερα ράντζα. Η υγρασία ήταν τόσο αφόρητη που αδειάζαμε τον αφυγραντήρα κάθε τρεις και λίγο, κι επειδή το λούκι στο μπάνιο βούλωνε, κάναμε ντους μέσα σε μια ροζ πλαστική λεκάνη. Τα κορίτσια έλεγαν αυτό το σπίτι «Τάφο του Ινδού». Και γέλαγαν.
Η φίλη μου έπιανε δουλειά στις τέσσερις το απόγευμα και σχόλαγε στις τέσσερις το πρωί. Μετά βγαίναμε. Ξυπνούσαμε το μεσημέρι, πηγαίναμε για μπάνιο, τρώγαμε κάτι στα γρήγορα, ύστερα εκείνη έφευγε για δουλειά, εγώ έκανα μια βόλτα και κοιμόμουν. Έβαζα ξυπνητήρι για να τη συναντήσω στο σχόλασμα και να ξαναρχίσει η διαδικασία. Στις τρεις μέρες είχα εξαντληθεί. Και δεν είχα καν να αντιμετωπίσω μεθυσμένους τουρίστες, το βάρος του δίσκου ή την ορθοστασία των 12 ωρών. «Πώς αντέχεις;», τη ρώτησα. Σήκωσε τους ώμους της: «Μάλλον το συνηθίζεις».
Ρίξε πιστόλι και κλείσε τηλέφωνο, φτάνει με τα 12ωρα
έλα στο λιμάνι μεσάνυχτα
Πάμε μια βόλτα Αστυπάλαια
Έτσι κι αλλιώς στην Αθήνα ο χειμώνας θα έρθει και πάλι χωρίς λεφτά
Όλο μετράω και τα βάζω κάτω, όμως δεν βγαίνουν τα νούμερα *
Κάθε χρόνο η ίδια ιστορία. Απελπισμένοι επιχειρηματίες μιλούν στα κανάλια. «Δεν έχουμε προσωπικό. Οι νέοι βαριούνται να δουλέψουν». Εσείς για πόσα λεφτά θα δεχόσασταν να δουλέψετε για 12 (τουλάχιστον) ώρες την ημέρα, κάθε μέρα, χωρίς ρεπό, για μήνες; Σε μια άλλη πόλη, σε ένα νησί που όλοι κάνουν διακοπές εκτός από εσάς, που μένετε σε ένα άθλιο δωμάτιο μαζί με άλλους τρεις, χωρίς καμία ποιότητα ζωής ή –για να είμαστε απόλυτα ακριβείς– χωρίς ζωή; Τελικά «οι νέοι βαριούνται να δουλέψουν»; Ή μήπως έχουμε καταλάβει κάτι λάθος; Τα παιδιά της σεζόν απαντούν. Και τους ευχαριστώ πολύ που, ανάμεσα στα 12ωρα της δουλειάς, βρήκαν τον χρόνο να το κάνουν.
* TURBOFLOW 3000 Κάν’ το να μοιάζει με τέχνη(Feat. Sci-Fi River & QB Mix)
Ελένη Βαρδάκη
25 ετών, ρεσεψιονίστ, Ιεράπετρα, Κρήτη
Αυτή δεν είναι η πρώτη μου σεζόν. Τα προηγούμενα χρόνια δούλευα στον χώρο των ξενοδοχείων και της εστίασης ως σερβιτόρα. Φέτος εργάζομαι στο πόστο της ρεσεψιόν και το προτιμώ, γιατί, όσο να πεις, δεν είναι εύκολο να πήγαινες πάνω κάτω όλο το καλοκαίρι. Αυτός είναι και ένας λόγος που πάντα θαύμαζα τα παιδιά που δουλεύουν σεζόν, ειδικά στην παραλία!
Το 2019 και το 2020 δούλευα σέρβις στο εστιατόριο ενός ξενοδοχείου στην Κρήτη. Ήταν μια πολύ κουραστική αλλά όμορφη εμπειρία, διότι τα αφεντικά ήταν άψογα στη συμπεριφορά τους, αλλά και σε ό,τι αφορά τα ένσημα και τις πληρωμές. Το πιο σημαντικό, κυρίως την πρώτη χρόνια, ήταν πως υπήρχε ένα πολύ καλό team, δηλαδή όλα τα παιδιά που δουλεύαμε μαζί, από τους σερβιτόρους μέχρι τους μάγειρες, είχαμε πολύ καλές σχέσεις. Αν το σκεφτείς, οι άνθρωποι αυτοί γίνονται οι δικοί σου άνθρωποι για το καλοκαίρι, αυτοί που θα ακούσουν την γκρίνια σου και με τους οποίους θα μοιραστείς τα νέα σου, οπότε είναι σημαντικό να υπάρχει επικοινωνία και καλή διάθεση. Για μένα, που τότε ήμουν 19 και δούλευα πρώτη φορά, ήταν πολύ βοηθητικό το ότι οι παλιότεροι είχαν την υπομονή να μου μάθουν όλα όσα έπρεπε και να είναι δίπλα μου.
Σεζόν, σερβιτόρα, νομίζω πως –αν δεν υπήρχε μεγάλη οικονομική ανάγκη– δεν θα ξαναπήγαινα, γιατί σωματικά με κούραζε αρκετά. Συν του ότι τότε δούλευα σχεδόν κάθε μέρα σπαστό ωράριο, επομένως δεν είχα αρκετό χρόνο για εμένα – αυτό μου έλειπε πολύ. Τώρα, δουλεύω 6/7, οκτάωρη βάρδια, και ευτυχώς το ωράριο τηρείται τόσο από τους προϊσταμένους όσο και από τους συναδέλφους, οι οποίοι έρχονται στην ώρα τους και δεν υπάρχει καθυστέρηση στην αλλαγή βάρδιας.
Από αυτά που έχω δει, οι νέοι όχι μόνο δεν βαριούνται να δουλέψουν, αλλά είναι και πολύ πρόθυμοι. Βέβαια, αν οι εργοδότες θέλουν να δουλεύουμε χωρίς ένσημα, με βασικό μισθό και χωρίς ρεπό, είναι ίσως λογικό να μη βρίσκουν προσωπικό. Επίσης αν ψάχνεις νέα άτομα αλλά με προϋπηρεσία τριών ετών, δεν είναι τόσο εφικτό το να βρεις. Νομίζω απλά ότι όσο μεγαλώνουν οι γενιές βάζουν περισσότερα όρια και αυτό ίσως στους παλιότερους φαίνεται σαν τεμπελιά.
Σε οποιοδήποτε επάγγελμα χρειάζεται καθημερινή συναναστροφή με κόσμο, το δύσκολο κομμάτι είναι να είσαι πάντοτε ευδιάθετος. Όλοι μας μπορεί να έχουμε μια κακή μέρα, όμως αυτό δεν αφορά τον πελάτη. Πρέπει να βρίσκεις τον τρόπο να δίνεις το καλύτερό σου χαμόγελο. Πρέπει επίσης να είσαι πάντα όμορφα ντυμένος και περιποιημένος – μπορεί έξω να βράζει ο τόπος κι εσύ να πρέπει να φοράς μακρύ παντελόνι, ποδιά και πουκάμισο. Επίσης, όταν δουλεύεις σεζόν σε νησί, οι φορές που βλέπεις τη θάλασσα ενώ δουλεύεις –αντί να κανείς βουτιές– είναι περισσότερες. Τουλάχιστον έχεις ωραία θέα.
Αν κάνουμε διακοπές ενώ δουλεύουμε; Νομίζω αυτό είναι ένα μεγάλο ψέμα, κάτι που λένε όσοι δεν έχουν δουλέψει ποτέ σεζόν. Ναι μεν βρίσκεσαι σε ένα όμορφο μέρος, με ωραίες θάλασσες κ.λπ., αλλά πόσο χρόνο κι ενέργεια έχεις όντως για να το χαρείς; Επιπλέον, τουλάχιστον όσον αφορά τα νέα παιδιά, οι περισσότεροι αναγκάζονται να πάνε σεζόν γιατί έχουν ανάγκη τα χρήματα. Όλοι θα θέλαμε να κάνουμε διακοπές, αλλά τα πράγματα δεν είναι τόσο εύκολα και απλά. Κυρίως όσοι σπουδάζουν, δεν έχουν πάντοτε οικονομική υποστήριξη από την οικογένεια, επομένως η σεζόν είναι σχεδόν μονόδρομος. Μακάρι κάποιοι να μπορούν να το ζουν σαν διακοπές, αλλά κατά τη γνώμη μου δεν συμβαίνει. Εγώ την πρώτη φορά που δούλεψα σεζόν έχασα οκτώ κιλά από το πήγαινε έλα με τον δίσκο. Δεν θα ξεχάσω μια μέρα που ξύπνησα και δεν μπορούσα να πατήσω το πόδι μου για να περπατήσω. Πήγα βέβαια στη δουλειά, γιατί ξεκινούσα 8 το πρωί και δεν μπορούσα, ούτε ήθελα, τελευταία στιγμή να πω ότι δεν έρχομαι. Τελικά είχα πάθει τενοντίτιδα.
Η χειρότερη ανάμνηση που έχω ήταν όταν δούλευα στο εστιατόριο Κυριακή. Η βάρδια ξεκινούσε μεσημέρι, άρα έφτανα τη στιγμή που ήδη γινόταν πανικός. Κυριακή σήμαινε πολλή δουλειά και –κυρίως– πολλές ελληνικές οικογένειες που έρχονταν για φαγητό. Πολλοί γονείς που άφηναν τα παιδιά τους να τρέχουν πάνω κάτω στο εστιατόριο και να απλώνουν τα παιχνίδια τους στο πάτωμα, ενώ εσύ προσπαθούσες να περάσεις με τον δίσκο φορτωμένο… Κάθε Κυριακή με έπιανε μεγάλο άγχος για το τι θα αντικρίσω. Στον αντίποδα, από τις πιο όμορφες και ταυτόχρονα κουραστικές στιγμές σε προηγούμενη σεζόν, ήταν όταν στο κλείσιμο καθαρίζαμε την κουζίνα με τα υπόλοιπα παιδιά, ακούγοντας δυνατά μουσική και γελώντας. Είναι η στιγμή που είσαι στα τελευταία σου από την κούραση, αλλά υπάρχουν εκείνα τα άτομα που σε κάνουν να γελάς και να ξεχνιέσαι κάπως. Γενικά όλα έχουν να κάνουν με τους ανθρώπους που έχεις γύρω σου, ειδικά στη σεζόν, που νιώθεις ακόμα πιο πιεσμένος, το αντιλαμβάνεσαι ακόμα περισσότερο.
Στο τέλος της σεζόν νιώθεις σίγουρα μεγάλη ανακούφιση που θα γυρίσεις στην καθημερινότητά σου. Βέβαια, ο πρώτος καιρός είναι πολύ περίεργος. Από κει που έχεις μάθει να είσαι κάθε μέρα στην τσίτα και να μιλάς με τόσο κόσμο, ξαφνικά πρέπει να ηρεμήσεις. Νομίζω ότι ο οργανισμός σου παθαίνει κάποιο σοκ. Θυμάμαι ότι τις πρώτες δύο εβδομάδες μετά τη σεζόν δεν μπορούσα να κοιμηθώ, είχα έναν κόμπο στο στομάχι. Σου μένει μεγάλο άγχος. Σκέψου, ενώ είμαι καλοφαγού, μου είχε μείνει τέτοια νευρικότητα που δεν μπορούσα να φάω.
Καρολίνα Νιαμονιτάκη
32 ετών, σερβιτόρα, Πάρος
Πάντα δούλευα στον χώρο της εστίασης, τα περισσότερα χρόνια ως σερβιτόρα, αν και έχω περάσει σχεδόν από όλα τα πόστα. Τα τελευταία χρόνια αυτό είναι το μοναδικό μου επάγγελμα, ενώ φέτος άνοιξα το δικό μου μπαρ στην Πάρο – εκεί ζω πλέον. Πριν από αυτό, όμως, έκανα πολλές σεζόν, στην Πάρο αλλά και σε άλλα νησιά των Κυκλάδων. Την πρώτη φορά που έφυγα για σεζόν το κίνητρό μου ήταν να αποταμιεύσω κάποια χρήματα, με σκοπό να κάνω ένα μεγάλο ταξίδι. Αυτό είναι στα υπέρ: μπορείς να μαζέψεις γρήγορα χρήματα, είτε για να μη δουλεύεις όλο τον χρόνο είτε για να πας κάποιο ταξίδι, να πάρεις αμάξι ή να βρεις ένα σπίτι ώστε να μείνεις μόνος. Είναι μια αρχή.
Μετά από χρόνια εμπειρίας, το μεροκάματό μου έφτασε να είναι περίπου 60 ευρώ. Όταν πρωτοξεκίνησα προφανώς και ήταν πολύ χαμηλότερο. Μέχρι και πριν από ένα με δύο χρόνια δεν υπήρχε ρεπό. Ίσως κανένα-δυο στην αρχή και στο τέλος της. Από πέρυσι, και κυρίως φέτος, έχει αλλάξει αυτό και αρκετά μαγαζιά δίνουν ένα ρεπό την εβδομάδα, καθώς τα νέα παιδιά το διεκδικούν πλέον.
Ακούω κι εγώ πολύ συχνά τη φράση «δεν βρίσκουμε προσωπικό, γιατί οι νέοι βαριούνται να δουλέψουν». Διαφωνώ κάθετα. Οι περισσότεροι εργοδότες, δυστυχώς, ξεχνούν πώς είναι να είσαι εργαζόμενος. Μετά τον covid υπήρξε ένας επαναπροσδιορισμός για τους εργαζόμενους της εστίασης, όλοι αναρωτηθήκαμε αν τελικά αξίζει να μην έχεις αργίες, γιορτές και δώρα από την εργασία σου, οπότε ήταν πολλοί αυτοί που άλλαξαν επάγγελμα. Και δικαίως. Παλαιότερα υπήρχαν τα tips, τα οποία τουλάχιστον ήταν αρκετά ώστε να αξίζουν τα τρελά ωράρια και οι απαιτήσεις στην εστίαση. Πλέον έχουν μειωθεί πολύ. Οπότε οι νέοι εργαζόμενοι είτε διεκδικούν περισσότερο αυτά που τους αναλογούν, είτε –πολύ απλά– δεν δουλεύουν στην εστίαση. Για παράδειγμα, στην Πάρο που βρίσκομαι τα τελευταία χρόνια, η ζωή είναι πολύ ακριβή κι ένα μεροκάματο των 50 ευρώ που ακούγεται καλό, στην πραγματικότητα δεν είναι, αν αναλογιστείς τα πάγια έξοδα διαβίωσης εκεί. Οπότε, όχι, οι νέοι δεν βαριούνται να δουλέψουν, απλά δεν βρίσκουν πια το κίνητρο να «σπάσουν» τα χέρια τους από την κούραση ή να στριμωχτούν σ’ ένα δωμάτιο με δυο τρία άτομα ακόμα για τις αμοιβές που δίνουν τα περισσότερα μαγαζιά.
Καθώς δουλεύω κυρίως βράδυ, νομίζω ότι το πιο δύσκολο σε αυτή τη δουλειά είναι η διαχείριση των πελατών, ιδίως όταν πίνουν αλκοόλ. Στη σεζόν αυτό γίνεται ακόμα πιο δύσκολο, καθώς η κούραση συσσωρεύεται και, από ένα σημείο και μετά, δεν έχεις την υπομονή να τους διαχειριστείς. Στα αρνητικά επίσης και το ότι χάνεις τις διακοπές σου. Μπορεί να κάνεις μπάνια, αλλά δεν κάνεις διακοπές, βλέπεις όλους τους άλλους να κάνουν ενώ εσύ δουλεύεις χωρίς σταματημό. Σίγουρα μπορείς να απολαύσεις κάποια πράγματα που σου προσφέρει ένα νησί (ανάλογα με το πρόγραμμα της εργασίας σου βέβαια), αλλά σε καμία περίπτωση αυτό δεν είναι διακοπές. Αν για παράδειγμα δουλεύεις βράδυ, όπως εγώ –και το θέλεις– μπορείς να κάνεις μπάνιο στη θάλασσα για 5 μήνες κάθε μέρα. Ή μάλλον μέχρι να αρχίσεις να σιγοσβήνεις από την κούραση κάπου τον Αύγουστο.
Δεν θα ξεχάσω ποτέ μια σεζόν που δούλευα σ’ ένα νησί των Κυκλάδων, πριν από αρκετά χρόνια, τότε που ακόμη πολλοί εργοδότες σου έλεγαν πως θα πληρωθείς συνολικά στο τέλος της σεζόν και εσύ το δεχόσουν. Οι συνθήκες ήταν απαράδεκτες και το χειρότερο είναι ότι άργησα να το καταλάβω – δεν φάνηκε από την αρχή. Όσο περνούσε η σεζόν, η συμπεριφορά του εργοδότη γινόταν απάνθρωπη, σε σημείο να μας βρίζει και να μας μειώνει μπροστά στους πελάτες, και με μόνιμα καψόνια. Οπότε όλο το προσωπικό αμφιταλαντευόμασταν αν πρέπει απλά να σηκωθούμε και να φύγουμε, χάνοντας τα δεδουλευμένα 1-2 μηνών (γιατί φυσικά τότε δεν υπήρχαν ούτε ένσημα ούτε τίποτα), ή να φανούμε δυνατοί, να μην τους χαρίσουμε τα χρήματά μας και να καταφέρουμε να βγάλουμε τη σεζόν. Ήταν πολύ δύσκολα τα πράγματα. Οι περισσότεροι τελειώσαμε κανονικά, αλλά κανείς μας δεν ξαναπήγε για δουλειά στο συγκεκριμένο μαγαζί και ποτέ δεν ξανακάναμε κάποια αντίστοιχη συμφωνία.
Έχω βέβαια και πολλές θετικές αναμνήσεις. Νομίζω ότι κάτι πολύ βασικό όταν δουλεύεις σεζόν είναι οι συνάδελφοί σου, το team. Μου έχει τύχει να ταιριάξουμε τόσο πολύ με άτομα που μέναμε μαζί στο ίδιο κτίριο και, παρά τις πολλές ώρες δουλειάς, να περνάμε φανταστικά μεταξύ μας, να μαγειρεύουμε και να τρώμε όλοι μαζί, να πηγαίνουμε στη θάλασσα και γενικότερα να υπάρχει μια αίσθηση λες και είμαστε πενταήμερη.
Στο τέλος της σεζόν νιώθεις ανάμεικτα. Συνήθως υπάρχει μια αίσθηση ανακούφισης, δίψα να κάνεις τόσα πράγματα που δεν προλάβαινες μέσα στο καλοκαίρι, ή και να μην κάνεις απολύτως τίποτα στον ελεύθερό σου χρόνο. Από την άλλη, συχνά υπάρχει και μια μελαγχολία για τους ανθρώπους που θα αποχωριστείς και με τους οποίους έχεις δεθεί, αφού περάσατε τόσο χρόνο μαζί. Και φυσικά η μελαγχολία του ότι ένα ακόμη καλοκαίρι τελείωσε και εσύ δεν το έζησες.
Σπύρος Θεοδώρου
37 ετών, σεφ σε ξενοδοχείο, Σαντορίνη
Αυτή είναι η 14η σεζόν που κάνω και νομίζω η τελευταία. Για να ξαναπάω, θα πρέπει να έχω μια πρόταση πάρα πολύ δελεαστική.
Η μέρα μου είναι αυτή: Έρχομαι στη δουλειά κάθε μέρα γύρω στις 06.30-07.00 για τα πρωινά του ξενοδοχείου, που είναι και το πιο δύσκολο κομμάτι. Δουλεύω σπαστό ωράριο κι αυτό σημαίνει ότι θα μείνω στην κουζίνα μέχρι τις 12.00-13.00, ύστερα θα φύγω, για να ξαναγυρίσω στις 17.00 και να κάνω πάσο μέχρι τις 23.00, που το εστιατόριο κλείνει. Εργάζομαι τουλάχιστον 12 ώρες την ημέρα, σπάνια λιγότερο, αλλά δεν με αναγκάζει κάποιος να το κάνω. Όταν είσαι σεφ δεν μπορείς να λείψεις. Έχω κι ένα ρεπό την εβδομάδα, αλλά μη νομίζεις ότι το παίρνω κιόλας.
Μένω μόνος μου σε ένα σπίτι περίπου 30 τ.μ. Δεν είναι κάτι τρομερό, αλλά είναι εντάξει. Οι υπόλοιποι μάγειρες μένουν σε δικά τους δωμάτια, αλλά με κοινόχρηστους χώρους.
Στα υπέρ της σεζόν είναι ότι έχεις καλύτερες απολαβές και ότι δουλεύεις κατά βάση σε νησί. Το βάζω στα υπέρ γιατί εμένα δεν μου αρέσει η ζωή στην πόλη. Επίσης κάνεις πολλές γνωριμίες, αποκτάς έναν κύκλο. Στα κακά είναι ότι χάνεις τη ρουτίνα σου, κι αυτό είναι κουραστικό. Είμαι συνηθισμένος στις πολλές ώρες δουλειάς. Το 8ωρο μού φαίνεται λίγο.
Σε όποιον λέει ότι δεν βρίσκει προσωπικό, θα του απαντήσω να βελτιώσει τις συνθήκες εργασίας και τις απολαβές. Όταν προβλέπει ότι θα έχει περισσότερο κόσμο, αλλά δεν αλλάζει κάτι στον τρόπο δουλειάς, πώς θα βρει προσωπικό; Και δεν μιλάω μόνο για την οικονομική συνθήκη. Για εμένα, που είμαι σεφ, ένα μεγάλο κίνητρο είναι να βρίσκομαι στην ίδια σελίδα με τον εργοδότη, να ξέρει ο ίδιος τι θέλει να κάνει στο εστιατόριό του. Όχι ότι δεν υπάρχουν και μαλάκες εργαζόμενοι, έτσι;
Διακοπές; Αν στο 10ωρο που δουλεύεις, πολύ σπάνια (γιατί συνήθως δουλεύεις 12 ώρες), ή στο ρεπό σου προλάβεις να κάνεις και κανένα μπάνιο, αυτό δεν νομίζω ότι θεωρείται διακοπές. Γιατί; Επειδή κάνεις αυτό το μπάνιο στη Σαντορίνη και όχι στη Λούτσα;
Η χειρότερη εμπειρία που έχω από σεζόν ήταν ένα καλοκαίρι στη Μύκονο, που κάναμε αμάν να πάρουμε τα λεφτά μας. Στο τέλος τα πήραμε μόνο γιατί απειλήσαμε με επιθεώρηση εργασίας. Έχω και θετικές αναμνήσεις, βέβαια. Είναι οι αναμνήσεις που έχεις από τα άτομα με τα οποία δουλεύετε μαζί. Γενικώς, όσο πιο δύσκολα περάσεις, τόσο πιο πολύ δένεσαι με τους συναδέλφους σου. Συνηθίζω να λέω ότι όταν είναι η ώρα να πας για σεζόν δεν θες να πας, κι όταν είναι η ώρα να φύγεις δεν θες να φύγεις.
Δειτε περισσοτερα
Τι συμβαίνει όταν ανοίγουν τα στούντιο και ο θεατής περνά το κατώφλι της δημιουργίας;
Τρεις ωραίες ιστορίες σε μια πρόσκληση εγκαινίων – κι ένα νησί όνειρο
Η μεγαλύτερη ανάπλαση της νεότερης Ελλάδας χτίζεται πάνω σε στρώματα ιστορίας
Μια αναδρομή στη ζωή της απόλυτης ντίβας της μαύρης αμερικανικής μουσικής λίγο πριν τη συναυλία της στο Καλλιμάρμαρο
Μια μεγάλη εξομολόγηση για τη μουσική, τη ζωή του, την Πάρο και το νέο του άλμπουμ «Τα Θαλασσινά του Πάριου» που έγινε ο No.1 δίσκος του καλοκαιριού σε πωλήσεις