Κοινωνια

Το αρνί από τη Βουδαπέστη

Ήρθες σε μένα από μια παρόρμηση σ’ ένα ταξίδι. Και ήσουν πάντα η επιβεβαίωση και το ζωντανό ενθύμιο της περιπέτειας. Το δέρας σου ήταν ποτισμένο με την συγκινησιακή επανεκκίνηση εκείνου, και κάθε ταξιδιού

Κωνσταντίνος Ματσούκας
1’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Το αρνί από τη Βουδαπέστη | Ένα χρονογράφημα

Δεν ξέρω αν το θυμάσαι, αλλά σε είχα πάει στη μοδίστρα και είχε ράψει πάνω στη γούνα σου φωτάκια που αναβόσβηναν. Και από την πίσω μεριά, πάνω στο δέρμα, είχε ράψει την μπαταρία.

«Πρέπει να είναι πολύ στέρεο γιατί θα χορεύω μ’ αυτό», της είχα πει.
«Θα χορεύεις; Πώς θα χορεύεις δηλαδή;»
«Βάλε μου μουσική και θα σου δείξω.»

Κι είχε δουλέψει τέλεια! Μαζί μ’ ένα ζευγάρι αποκριάτικα κέρατα, ιδού, ο Πάνας, live!

Πριν απ’ αυτό, κοιμόμασταν μαζί.

Σ’ αγκάλιαζα, σε παρατούσα, αφηνόσουν και σ’ έκανα ό,τι ήθελα.

Είχες υφή, θέρμη, είχες το σωστό όγκο για την αγκαλιά μου.

Και είχες κι εκείνη την αδιόρατη, υπέροχη μυρωδιά, την ελάχιστα λιπαρή, την τόσο παρηγορητική, που μου θύμιζε όλες τις ζωές, προηγούμενες και μελλούμενες, που έχω περάσει σε αγροκτήματα και βοσκοτόπια.

Όταν στο κρεβάτι μου άλλα σώματα έρχονταν και σε αντικαθιστούσαν προσωρινά, ποτέ δεν υπήρξε θέμα. Χωρίς να ενοχλείς, περίμενες διπλωμένο σε μια άκρη, ήσυχα-ήσυχα, απεριόριστα βολικό και διαθέσιμο.

Ακόμα και όταν σε αποχαιρετούσα τα καλοκαίρια και σ’ εξόριζα τρυφερά στο πατάρι, προσεκτικά τυλιγμένο σε πλαστικό, καμιά άλλη αντίδραση ποτέ από την ανεξάντλητη υπομονετικότητά σου.

Ίσως ήταν ίδιον της αρνίσιας φύσης σου, ή ίσως της πατρίδας σου, της στωικής Ουγγαρίας απ’ όπου σε είχα πάρει για να σε φέρω εδώ στον Νότο, ενδεχομένως παράνομα. Δεν είχα ιδέα αν η προβιά συγκαταλέγεται στα «ζωικά είδη» που η εισαγωγή τους απαγορεύεται χωρίς την ενημέρωση των τελωνειακών αρχών. Ούτε και παρουσιάστηκε η ευκαιρία να το μάθω, καθώς η αποσκευή που στον πάτο της βρισκόσουν πειθήνια ξαπλωμένο, δεν έτυχε καμιάς ιδιαίτερης προσοχής. Έτσι, διασχίσαμε τα σύνορα προς την καινούργια μας ζωή μαζί.

Ήρθες σε μένα από μια παρόρμηση σ’ ένα ταξίδι, όταν τα όρια του εαυτού διευρύνονται για να χωρέσουμε το καινούργιο. Και ήσουν πάντα η επιβεβαίωση και το ζωντανό ενθύμιο της περιπέτειας σ’ εκείνη την βαριά, ακίνητη χώρα της μεσο-Ευρώπης. Το υπόλευκο, σγουρομάλλικο δέρας σου ήταν ποτισμένο με την συγκινησιακή επανεκκίνηση εκείνου, και κάθε ταξιδιού. Μια σπάνια κολόνια που κανείς άλλος δεν μπορούσε να μυρίσει και που κράτησε για 17 ολόκληρα χρόνια.

Όμως μέχρι εδώ ήταν. Το τελευταίο φθινόπωρο που σε έβγαλα πάλι στο φως, δεν ήσουν ο εαυτός σου. Ενώ κοίταγα αλλού, ο χρόνος αποφάσισε να σου επιτεθεί στην κρυψώνα σου, ύπουλα, ενόσω ήσουν μόνο και απροστάτευτο. Τώρα, ανακάλυψα, δεν άντεχες το παραμικρό άγγιγμα. Με το που σε σήκωσα στα χέρια, τούφες από μαλλί έφευγαν κι έπεφταν κάτω σαν λυπημένες νότες. Δεν ήξερα αν ψυχορραγούσες ή αν ήσουν ήδη νεκρό.

Πάντως, δεν υπήρχε τρόπος να αρνηθώ ότι βρισκόμουν μπροστά σ’ ένα τέλος. Σε άφησα εκεί που ήσουν. Ούτε εγώ ήθελα πια να σε αγγίζω.

Μερικές μέρες τώρα, περιμένεις σιωπηλά δίπλα στην πόρτα, μέσα στο πλαστικό σου περιτύλιγμα. Σκέφτομαι ότι ίσως θα έπρεπε να σου είχα δώσει ένα όνομα, γιατί όχι, όπως κάνουν τα παιδιά με τα αγαπημένα τους παιχνίδια. Πραγματικά, θα προτιμούσα χίλιες φορές να σε αποτεφρώσω και να σκορπίσω τη στάχτη σου σ’ ένα χλοερό λιβάδι. Ζητάω συγγνώμη. Ο προορισμός σου, μόλις βρω το κουράγιο, είναι ο πλησιέστερος κάδος ανακύκλωσης. Και πάλι συγγνώμη. Αντίο. Ευχαριστώ.