- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Ένα αρνάκι που λεγόταν Μπέκος | Ένα πασχαλινό διήγημα
Πώς το αγαπημένο μου αρνάκι, από εκεί που έτρεχε χαρούμενο και γελαστό, βρέθηκε την Κυριακή του Πάσχα σουβλιστό
Ο Γιώργος Παυριανός θυμάται ένα Πάσχα διαφορετικό, τότε που είχε ένα ζωντανό αρνάκι, τον Μπέκο.
Μέρες που είναι, γίνεται μάχη για έναν αμνό σε καλή τιμή. Θυμήθηκα λοιπόν ένα Πάσχα διαφορετικό, τότε που είχα ένα ζωντανό αρνάκι, τον Μπέκο. Διαβάστε πώς το αγαπημένο μου αρνάκι, από εκεί που έτρεχε χαρούμενο και γελαστό, βρέθηκε την Κυριακή του Πάσχα σουβλιστό!
Πριν από πολλά χρόνια, χειμώνας του 1968 στην Πάτρα, ήρθε μια μέρα ο πατέρας μου στο σπίτι με ένα αρνάκι τόσο ήσυχο και όμορφο, σαν να ήταν ψεύτικο. Μας είπε ότι το είχε κερδίσει σε έναν διαγωνισμό. Η μάνα μου, μόλις το είδε, έβαλε τις φωνές: «Τι μου έφερες εδώ αυτό το αρνί; Θα γεμίζει κακαράντζες όλη την αυλή!» του λέει νευριασμένη. Εμείς όμως, που ήμασταν παιδιά, ξετρελαθήκαμε, η αδελφή μου η Χρυσάνθη, μάλιστα, του έβγαλε και όνομα: Μπέκος! Αυτός που κάνει μπεε.
Τον λατρεύαμε τον Μπέκο, τον είχαμε σαν κατοικίδιο, σαν σκύλο, σαν γάτα, κάτι τέτοιο. Κάθε μέρα τού φορούσαμε ένα δερμάτινο λουρί, από μια παλιά ζώνη του πατέρα μου, και τον βγάζαμε βόλτα. Οι γείτονες μας έβλεπαν κι έκαναν τον σταυρό τους, αλλά εμείς δεν δίναμε σημασία, πηγαίναμε σε κάτι χωράφια εκεί κοντά στη γειτονιά μας, τον αφήναμε ελεύθερο, έβοσκε το χορταράκι του, έτρεχε σαν τρελό εδώ κι εκεί, παίζαμε κι εμείς μαζί του και μετά γυρίζαμε σπίτι. Η Χρυσάνθη τον χτένιζε, του έδινε νερό με το μπιμπερό και ύστερα αυτό το άτιμο πήγαινε σε μια γωνιά της αυλής, σταύρωνε τα ποδαράκια του και αναχάραζε τα χορταράκια που είχε φάει. Κοιμόταν εκεί μέχρι το επόμενο πρωί, που μας ξυπνούσε με τα βελάσματά του. Όσο για τις κακαράντζες, η μάνα μου ήταν ενθουσιασμένη, τις μάζευε με το φαράσι και τις έριχνε στα λουλούδια για λίπασμα. Και τα λουλούδια είχαν γίνει διπλάσια! Κάθε βράδυ ζούσα το «Μικρό σπίτι στο λιβάδι»: «Καληνύχτα, μαμά! Καληνύχτα, μπαμπά! Καληνύχτα, Χρυσάνθη! Καληνύχτα, Ντίνα (η μικρή μου αδελφούλα)! Καληνύχτα, Μπέκο!»
Όμως, όταν πλησίαζε το Πάσχα του 1968, το θέμα «Μπέκος» τέθηκε επί τάπητος, ή μάλλον επί της τραπέζης. Στην αρχή με μισόλογα, μετά ξεκάθαρα, οι γονείς μάς ανακοίνωσαν πως ο Μπέκος θα σουβλιζόταν την Κυριακή του Πάσχα! Έγινε ο κακός χαμός! Τους απειλήσαμε πως, αν πείραζαν τον Μπέκο, θα φεύγαμε απ’ το σπίτι, θα κόβαμε τις φλέβες μας, θα πέφταμε από το μπαλκόνι και άλλα τέτοια δραματικά.
Μας είδαν τόσο αποφασισμένους, που φοβήθηκαν. «Καλά, καλά, μην κάνετε έτσι!» μας λέει ταραγμένη η μανούλα. «Κρατήστε τον Μπέκο κι εμείς θα πάμε να αγοράσουμε ένα κατσίκι από το χασάπικο του θείου Μήτσου. Αλλά του χρόνου...» Δεν τελείωσε τη φράση της, ούτε κι εμείς ζητήσαμε διευκρινίσεις. Το μόνο που μας ενδιέφερε εκείνη τη στιγμή ήταν να σωθεί το αρνάκι μας. Έτσι, ο Μπέκος πήρε αναβολή για την ψησταριά, αλλά σίγουρα θα είδε το κατσίκι που είχαν αγοράσει οι γονείς μου να κάνει φούρλες στη σούβλα. Ποιος ξέρει τι μαύρες σκέψεις περνούσαν από το αρνίσιο μυαλουδάκι του!
Για έναν χρόνο ακόμα, ζήσαμε μαζί του σαν να ήταν το τέταρτο αδελφάκι μας: Εγώ, η Χρυσάνθη, η Ντίνα και ο Μπέκος! Τον χειμώνα πηγαίναμε εμείς και του μαζεύαμε χορταράκι, τα βράδια τον σκεπάζαμε με μια παλιά κουβέρτα για να μην κρυώνει, του δίναμε να πίνει ζεστό γάλα με το μπιμπερό, είχε γίνει τετράπαχος από την περιποίηση, αρνάκι άσπρο και παχύ.
Όμως παντού υπάρχουν κακοί άνθρωποι. Και μην ξεχνάμε πως ήταν και χούντα. Ένας κακός γείτονας ειδοποίησε την αστυνομία ότι ο κομμουνιστής Θεόδωρος Παυριανός έτρεφε ένα αρνί στην αυλή του, που ήταν εστία μικροβίων για όλη τη γειτονιά. Ήρθε ένας μπάτσος, έκανε έρευνα, είδε πως όλα ήταν πεντακάθαρα. «Δεν θα σου κάνω αναφορά», λέει του πατέρα μου, «αλλά το Πάσχα θα μου φυλάξεις έναν μεζέ!»
Ήρθε η άνοιξη και, ξαφνικά, μια βδομάδα πριν απ’ το Πάσχα, η μανούλα έφερε έναν γύφτο, ο οποίος με πολλή τέχνη κούρεψε τον Μπέκο, όπως κουρεύουν τα σκυλιά, μάζεψε το μαλλί, το έβαλε σ’ ένα τσουβάλι και της το έδωσε. «Να το πας να το ξάσεις, να το κάνεις ένα παπλωματάκι για τα παιδιά» της είπε. Και μετά πιο σιγά: «Πότε να έρθω;». «Μεγάλο Σάββατο, μετά την πρώτη Ανάσταση», του είπε βιαστικά η μανούλα και τον έδιωξε άρον άρον. Κοίταξα τον Μπέκο. Ήταν αστείος και τραγικός συγχρόνως μετά το κούρεμα. Με κοίταξε με τα βουρκωμένα ματάκια του κι ένα σπαρακτικό «Μπεεεε!», σαν αποχαιρετισμός, έσκισε τον αέρα. Είχε καταλάβει τι τον περίμενε.
Από δω και πέρα, επειδή η ιστορία γίνεται splatter, συνιστώ στους ευαίσθητους αναγνώστες να σταματήσουν το διάβασμα.
Μεγάλο Σάββατο πρωί, πήγαμε με τη μανούλα στην εκκλησία για την πρώτη Ανάσταση. Ο Θεός να με συγχωρήσει, αλλά, όταν άκουγα στη λειτουργία «ο Αμνός του Θεού», το μυαλό μου πήγαινε στον Μπέκο. Κι όταν γυρίσαμε σπίτι, βρήκαμε τον γύφτο να τροχίζει ένα μαχαίρι και τον πατέρα μου να δένει τα πόδια του Μπέκου. Ο γύφτος τον έσφαξε εκεί, μπροστά μας. Η Χρυσάνθη λιποθύμησε, εγώ έκλαιγα, η Ντίνα κοίταζε απορημένη, η μανούλα πήρε το λάστιχο κι άρχισε να ξεπλένει τα αίματα. Και, σαν να μην έφτανε αυτό, μετά τη σφαγή, ο γύφτος μάς ράντισε με το αίμα του αρνιού, για να φύγει, λέει, το κακό.
Μετά έκανε μια τομή στο ποδαράκι του Μπέκου, έχωσε ένα καλάμι κι άρχισε να φυσάει δυνατά. Αν δεν το είχα δει, δεν θα το πίστευα, αλλά σε χρόνο dt, η προβιά ξεκόλλησε από τη σάρκα, το δέρμα φούσκωσε και ο Μπέκος μας έγινε σαν μπαλόνι! Σαν αερόστατο έτοιμο να πετάξει! Ο γύφτος τον έγδαρε γρήγορα γρήγορα, έκανε όλα τα αηδιαστικά με τα εντόσθια, πήρε την προβιά κι έφυγε. Κι έμεινε ο Μπέκος μοναχός, γυμνός, ματωμένος, κρεμασμένος από ένα τσιγκέλι. Ο αμνός του Θεού, ο αίρων την λαιμαργίαν του κόσμου.
Την Κυριακή του Πάσχα, ο πατέρας μου, που ήταν μερακλής μ’ αυτά, σούβλισε με επιδεξιότητα τον Μπέκο, άναψε τη φωτιά και τον έβαλε να ψήνεται. Εμείς τα παιδιά, αφού δηλώσαμε ότι δεν επρόκειτο να φάμε ούτε μπουκιά, κλειστήκαμε στο δωμάτιό μας και δεν βγαίναμε με τίποτα. Από έξω ερχόταν η τσίκνα ενός αρνιού που ψηνόταν, και ξέραμε ποιο αρνί ήταν αυτό. Ήταν ο Μπέκος μας, που είχαμε ζήσει μαζί 2 χρόνια σαν αδέλφια και που τώρα έκανε πιρουέτες πάνω από τα κάρβουνα, καρφωμένος σε μια σούβλα. Ωστόσο, είχε φτάσει μεσημέρι και μας είχε κόψει η πείνα. Κάποια στιγμή χτύπησε την πόρτα η μανούλα. Μπήκε μέσα δήθεν στενοχωρημένη: «Ήρθαν από την αστυνομία και μας πήραν το αρνί! Είπαν πως είναι παράνομο, γιατί δεν έχει σφραγίδες από το Υγειονομικό. Πάει ο Μπέκος, μας τον έφαγε η χούντα!» είπε κι αναστέναξε με προσποιητή λύπη. «Και τώρα τι θα φάμε;» ρώτησε η Χρυσάνθη. «Ευτυχώς μας έστειλε ο θείος ο Μήτσος ένα άλλο αρνί και σε λίγο θα είναι έτοιμο. Ελάτε έξω να φάτε, ο Μπέκος δεν υπάρχει πια!»
Η ιδέα της μανούλας ήταν καταπληκτική. Ο Μπέκος εξαφανίστηκε σαν την Ιφιγένεια, ανελήφθη εις τους ουρανούς, και στη θέση του ψηνόταν τώρα ένα άλλο αρνάκι, που ούτε το είχαμε συναντήσει ποτέ, ούτε είχαμε παίξει μαζί του, ούτε καν το όνομά του δεν ξέραμε! Άρα μπορούσαμε να το φάμε χωρίς τύψεις. «Τους κερατάδες! Μας παίρνουν τα δικά μας αρνιά, για να μας πλασάρουν τα δικά τους, με τις σφραγίδες!» είπε δήθεν εκνευρισμένος ο πατέρας μου, τρώγοντας με απόλαυση τον Μπέκο που δεν ήταν ο Μπέκος. «Πάντως αυτό που μας έστειλε ο θείος ο Μήτσος είναι λουκούμι, έτσι παιδιά;» ρώτησε η μανούλα. Συμφωνήσαμε και οι τρεις και ξεκοκαλίσαμε τον Μπέκο που δεν ήταν ο Μπέκος και ήπιαμε και τραγουδήσαμε εκείνο το Πάσχα του 1969. Κι εγώ κατάλαβα μια για πάντα πως, αν είσαι αρνί, όσο και να σε προσέχουν, όσο και να σε περιποιούνται, όσο και να σε αγαπάνε, η μοίρα σου είναι στο τέλος να καταλήξεις στη σούβλα!