Ελλαδα

Γιώργος Μαζωνάκης: Το παιδί της νύχτας και οι μεγάλοι που παριστάνουν τους δικαστές

Το ερώτημα, τελικά, δεν είναι μόνο τι θα δείξει η διερεύνηση

Δημήτρης Αθανασιάδης
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Γιώργος Μαζωνάκης: Η καταγγελία εναντίον του τραγουδιστή και η υποκρισία των ΜΜΕ, της κοινωνίας και της ελληνικής showbiz.

Ο Γιώργος Μαζωνάκης δεν μεγάλωσε κανονικά. Δεν έπαιξε μπάλα στις αλάνες, δεν μπήκε σε ένα φυτώριο ταλέντων, δεν έμαθε να χάνει με ασφάλεια. Μεγάλωσε στα σκυλάδικα. Εκεί όπου βρέθηκε πιτσιρικάς στα 15 του, εκεί όπου το χειροκρότημα έρχεται πριν την ενηλικίωση – το ίδιο και η απόρριψη. Εκεί που τα βλέπεις όλα.

Η ελληνική κοινωνία αγαπάει τα «παιδιά-θαύματα», αρκεί να μη θυμίζουν ποτέ ότι είναι παιδιά. Ο Γιώργος Μαζωνάκης δεν είναι απλώς ένας τραγουδιστής. Είναι ένα είδος ελληνικού κοινωνικού πειράματος που κρατάει δεκαετίες: πόσο αντέχει ένας άνθρωπος όταν το κοινό, η νύχτα και τα media τον αντιμετωπίζουν άλλοτε σαν είδωλο κι άλλοτε σαν λεία. Από το δημοτικό, λένε, μοίραζε αυτόγραφα στους συμμαθητές του. Κι αυτό δεν είναι χαριτωμένη λεπτομέρεια. Είναι η προαναγγελία μιας ζωής που δεν θα του ανήκει ποτέ ολοκληρωτικά. Γιατί στην Ελλάδα, όταν σε βαφτίσουν «σταρ» πολύ νωρίς, παύεις να είσαι πρόσωπο και γίνεσαι ρόλος. Και ο ρόλος αυτός συνοδεύεται από ένα συμβόλαιο που δεν υπογράφεις, αλλά ισχύει: θα σε κοιτάμε, θα σε σχολιάζουμε, θα σε κρίνουμε. Ο Γιώργος Μαζωνάκης τραγουδούσε πριν καταλάβει τι σημαίνει σύνορο. Μεταξύ σκηνής και ζωής. Μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού. Μεταξύ θράσους και ανάγκης. Και όταν δεν έμαθε να τα ξεχωρίζει, τον κατηγόρησαν ότι τα μπέρδευε.

Το σχολείο του δεν ήταν το θρανίο. Μετά τη Νίκαια ήταν η Πάτρα, η επαρχία, τα μαγαζιά όπου αν δεν «κρατήσεις» τον κόσμο, σε εξαφανίζουν σε ένα βράδυ. Εκεί έμαθε να στέκεται μόνος. Να αντέχει την αδιαφορία. Να μετατρέπει την απόρριψη σε ένταση. Και να χτίζει έναν εαυτό που δεν ζητά συγγνώμη επειδή είναι διαφορετικός.

Αργότερα, όταν τόλμησε να αλλάξει την εικόνα του λαϊκού τραγουδιστή — ενδεχομένως όχι από ιδεολογία αλλά από ένστικτο— το σινάφι αντέδρασε. Ο Μαζωνάκης δεν ταίριαζε. Δεν ήταν «αρκετά μάγκας», ούτε «αρκετά κανονικός». Και ό,τι δεν χωράει, η ελληνική showbiz, που δεν έχει ιδέα ούτε από show ούτε από business, προσπαθεί να το διορθώσει ή να το σπάσει.

Όσο το ταλέντο του φώτιζε, τόσο οι προβολείς έπεφταν πάνω στη ζωή του. Και δεν μιλάμε για την κανονική περιέργεια που συνοδεύει έναν διάσημο. Μιλάμε για τις ψουψουψού εφημερίδες, τα πρωινά και μεσημεριανά δικαστήρια των πάνελ με τους πανεπιστήμονες, τις «πληροφορίες» που ξεκινούν ως ψίθυροι και καταλήγουν ως βεβαιότητες. Ένα ολόκληρο οικοσύστημα που δεν ζει από τη μουσική του, αλλά από τη φθορά του.

Θυμάται κανείς πώς αντιμετωπίστηκε η ιστορία του στρατού; Ένα «τρελόχαρτο» που έγινε σίριαλ επί μήνες, μια μετάθεση στο Πετροχώρι, στην Ξάνθη, εκεί που κατοικοεδρεύουν μεταξύ άλλων τα «μαύρα μπερέ», που παρουσιάστηκε σχεδόν σαν ποινή παραδειγματισμού, κι ένα όνομα που στην πρωινή αναφορά προκαλούσε περισσότερο θόρυβο απ’ ό,τι σε μια πίστα. Ήταν η εποχή που η κοινωνία ήθελε να «ισιώσει» τον διαφορετικό. Στην Ελλάδα, ο σταρ πρέπει να τιμωρείται περιοδικά, για να μην ξεχνάει ότι «είναι ένας από εμάς». Μόνο που δεν είναι. Κι αυτό ενοχλεί.

Μετά ήρθαν οι διαδόσεις για τις ερωτικές του προτιμήσεις. Σαν να ήταν δημόσια περιουσία. Σαν να χρειαζόταν το κοινό να βρει εξήγηση για τη διαφορετικότητά του, να την τακτοποιήσει σε κουτάκι. Γιατί ο Μαζωνάκης δεν έμοιαζε με το στερεότυπο του λαϊκού τραγουδιστή: δεν ήταν ο «μουστακαλής» βαρύμαγκας με το παραδοσιακό κουστούμι και το βλέμμα του «μην πλησιάζεις». Εισήγαγε glam στο λαϊκό, σε μια χώρα που απαιτούσε από το λαϊκό να είναι «αρσενικό», βαρύ, προβλέψιμο. Δεν άλλαξε μόνο ρούχα. Άλλαξε την ιδέα του τι επιτρέπεται να είναι ένας λαϊκός σταρ. Κι αυτή η αλλαγή, όπως συμβαίνει πάντα, πρώτα τιμωρείται και μετά αντιγράφεται.

Το ίδιο έγινε και στη μουσική του διαδρομή. Όταν έβαζε λούπες με μπουζούκια στο «Εδώ» κι έσκασε στην κάμερα των βιντεοκλίπ με sci-fi γυαλιά. Όταν συνεργάστηκε με τον Νίκο «NiVo» Βουρλιώτη και τους Goin' Through και άγγιξαν ένα άλλο κοινό, δέχθηκαν επιθέσεις από τη hip hop κοινότητα που τότε έβλεπε το λαϊκό σαν «ξένο σώμα». Όταν ήρθε το «Gucci Φόρεμα», οι ίδιοι που το αντιμετώπισαν ως υπερβολή ή γραφικότητα, είδαν την αισθητική της χλιδής και του «Κingpin» να γίνεται σχεδόν υποχρεωτικό dress code στη νέα σκηνή της trap. Η ειρωνεία της ελληνικής ποπ κουλτούρας είναι ότι χλευάζει αυτό που δεν καταλαβαίνει — μέχρι να γίνει μόδα. Και τότε προσποιείται ότι το ήξερε από την αρχή.

Αλλά το πιο βαρύ φορτίο δεν ήταν οι μουσικές διαμάχες. Ήταν η ιδιωτική του ζωή που έγινε δημόσιο θέαμα. Οι οικογενειακές σχέσεις, οι στιγμές έντασης, τα προσωπικά ρήγματα, όλα μετατράπηκαν σε καθημερινό θέμα για τηλεοπτικές εκπομπές που παριστάνουν την κοινωνιολογία και πουλάνε κουτσομπολιό. Εκεί, ο άνθρωπος δεν αντιμετωπίζεται ως πολίτης με δικαιώματα, αλλά ως περιεχόμενο. Και όταν ήρθε το ακόμη πιο ευαίσθητο —η ψυχική του υγεία και η υπόθεση της νοσηλείας του στο Δρομοκαΐτειο χωρίς τη συγκατάθεσή του— το σύστημα έδειξε το πιο κυνικό πρόσωπό του: έκανε το ανθρώπινο όριο αντικείμενο τηλεθέασης. Σαν να μην υπάρχει ντροπή. Σαν να είναι όλα «υλικό».

Κι όμως, παρά τα χτυπήματα, ο Μαζωνάκης παραμένει πάντα viral. Ίσως γιατί έχει κάτι που δεν σκηνοθετείται εύκολα: αυτή την αίσθηση του απρόβλεπτου που είναι πάντα ο εαυτός του. Ο «Γιώργος ο Αληθινός», όπως τον αποκάλεσε ο ίδιος στην πρόσφατη επιστροφή του στη νύχτα. Ένας καλλιτέχνης που μπορεί να γίνει trend από μια ατάκα, από ένα βλέμμα, από ένα βίντεο — ακόμη κι από μια αλλόκοτη πολιτισμική σύμπτωση όπως οι ομοιότητες με τον Till Lindemann των Rammstein – ο οποίος βρέθηκε καταγγελλόμενος για σεξουαλικές επιθέσεις αλλά στο τέλος η εισαγγελία του Βερολίνου δήλωσε ότι οι αρχικές έρευνες «δεν παρείχαν κανένα αποδεικτικό στοιχείο» για τους ισχυρισμούς. Καμία από τις φερόμενες ως θύματα δεν μίλησε στους ανακριτές.

Αυτό το «viral» δεν είναι απλώς δημοφιλία. Είναι η απόδειξη ότι κουβαλάει μια περσόνα που ο κόσμος είτε θα αγαπήσει είτε θα θελήσει να γκρεμίσει.

Και τώρα, με αφορμή την καταγγελία νεαρού τραγουδιστή για σεξουαλική παρενόχληση με τον οποίον μοιράστηκαν την πίστα μαζί, το έργο παίζεται ξανά — με μεγαλύτερη ένταση, γιατί η εποχή διψάει για άμεσες καταδίκες και εύκολες αθωώσεις. Η καταγγελία να εξεταστεί θεσμικά, με αποδείξεις, διαδικασίες, νηφαλιότητα. Όμως τα media δεν είναι φτιαγμένα για νηφαλιότητα. Είναι φτιαγμένα για αφήγημα. Γι’ αυτό και μετατρέπονται σε αυτόκλητους δικαστές: ταΐζουν το κοινό «πληροφορίες», «εκτιμήσεις», «πηγές», μισόλογα, μέχρι να δημιουργηθεί μια νέα πραγματικότητα που δεν χρειάζεται δικαστήριο — έχει ήδη βγάλει απόφαση το στούντιο, και την επικυρώνουν τα comments στα reels.

Η υποκρισία είναι διπλή. Από τη μία, εμφανίζονται ως υπερασπιστές της ηθικής. Από την άλλη, κάνουν τη σοβαρότητα προϊόν, ακριβώς όπως έκαναν προϊόν την ψυχική του ευαλωτότητα, την προσωπική του ζωή, τις φήμες. Μια κοινωνία που δεν έχει μάθει να σέβεται όρια, ξαφνικά ζητά «ευαισθησία». Με τους ίδιους παρουσιαστές, τις νευρικές φωνές, την ίδια βιασύνη.

Ο «ΜΑΖΩ» είναι ιδιότυπος σταρ: δεν χωράει στο «κανονικό». Είναι ο άνθρωπος που άλλαξε τον κώδικα του λαϊκού, που πλήρωσε για την ιδιαιτερότητά του, που έζησε τη δόξα σαν δουλειά και την ιδιωτικότητα σαν πολιορκία. Και γι’ αυτό, η υπόθεση δεν αφορά μόνο εκείνον. Αφορά και το πώς εμείς, ως κοινό, καταναλώνουμε τις ζωές των άλλων.

Το ερώτημα, τελικά, δεν είναι μόνο τι θα δείξει η διερεύνηση. Είναι αν αυτό το «παιδί της νύχτας», που έμαθε να αντέχει στις πίστες και στα χασάπικα της showbiz, θα καταφέρει άλλη μία φορά να μη λυγίσει από το βάρος της αρνητικής δημοσιότητας. Γιατί στην Ελλάδα, ο θόρυβος συχνά σκοτώνει πριν μιλήσει η αλήθεια. Και ο θόρυβος αυτός είναι πάντα ο πιο βολικός πρωταγωνιστής.