Ελλαδα

Ανεπιθύμητες μνήμες: Η περίπτωση του Ιωάννη Μεταξά

Η κληρονομιά ενός δικτάτορα που, ωστόσο, είπε το «ΟΧΙ» και το πώς διαγράφουμε τα αμφιλεγόμενα πρόσωπα της ιστορίας

Γιάννης Στεφανίδης
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ιωάννης Μεταξάς: Οι 53 μήνες διακυβέρνησης και οι επιλογές στην εξωτερική πολιτική

Όσοι μεγάλωσαν στη Θεσσαλονίκη μέχρι τη δεκαετία του 1970, θα θυμούνται την Πλατεία Ιωάννη Μεταξά στο κέντρο μιας εμβληματικής γειτονιάς της πόλης, τον Βαρδάρη· η γενιά μου και οι ακόμα μεγαλύτεροι θα θυμούνται και άλλες οδούς ή πλατείες της πόλης με παλαιότερες ονομασίες, που απαθανάτιζαν μέλη της βασιλικής οικογένειας, πολιτικές προσωπικότητες, κράτη ή ιστορικά γεγονότα. Για παράδειγμα, η οδός Εθνικής Αμύνης μετονομάστηκε σε Βασιλίσσης Σοφίας, για να ανακτήσει αργότερα την αρχική της ονομασία· η οδός Πολωνίας μετονομάστηκε σε Πρίγκηπος Νικολάου για να βαπτιστεί αργότερα σε Αλεξάνδρου Σβώλου· η δε Γράμμου-Βίτσι σήμερα επιγράφεται Εθνικής Αντιστάσεως.

Σε σημαντικό βαθμό, οι μετονομασίες κατόπτριζαν μια τομή στην πολιτική ζωή της χώρας, με τελευταίο (;) σταθμό τη μεταπολίτευση του 1974. Συνέπεια αυτής της μεταβολής υπήρξε η μετονομασία της Πλατείας Μεταξά (Βαρδαρίου) σε Δημοκρατίας. Είχε προηγηθεί η κατάρρευση της απριλιανής δικτατορίας και το πνεύμα της εποχής δεν σήκωνε συνδέσεις με την αμέσως προηγούμενη δικτατορία, πόσο μάλλον σε κεντρικότατο σταυροδρόμι της πόλης. Έκτοτε, με ελάχιστες εξαιρέσεις, το όνομα του «εθνικού κυβερνήτη», όπως ο ίδιος είχε επιλέξει να αποκαλείται κατά την περίοδο 1936-41, σβήστηκε από οδούς και πλατείες ανά την Ελλάδα, αλλά και στην Κύπρο (με εξαίρεση την Κερύνεια, όπου ο τοπογραφικός χάρτης «πάγωσε» το μοιραίο 1974).

Η «αποκαθήλωση» ονομάτων από δρόμους και πλατείες μπορεί να ερμηνευτεί ως αλλαγή προτύπων μιας κοινωνίας: Καθώς «αλλάζουν οι καιροί», αλλάζουν και τα συμβολικά στοιχεία που ανασύρονται από το παρελθόν για να δώσουν νόημα στο παρόν. Τέτοιες αλλαγές γίνονται επίσης αντιληπτές ως απόπειρα εκκαθάρισης της συλλογικής μνήμης, όπως αυτή συντηρείται από τη Δημόσια Ιστορία (μέρος της οποίας είναι και οι ονοματοδοσίες στον αστικό ιστό)· εκκαθάριση από ανεπιθύμητα πρόσωπα, συλλογικά υποκείμενα ή γεγονότα, που είτε μας αρέσει είτε συνδιαμόρφωσαν την ιστορική πορεία του έθνους.

Συχνά, όταν κρίνουμε ιστορικά πρόσωπα, μας διαφεύγει η κοινότοπη διαπίστωση ότι όλοι είμαστε προϊόντα της εποχής μας. Ακριβώς επειδή σπανίζουν, ξεχωρίζουν τα πρόσωπα που, κάποια στιγμή, κατάφεραν να αρθούν πάνω από τις καθιερωμένες αντιλήψεις της εποχής τους αλλά και τις δικές τους προκαταλήψεις και εμμονές.

Ιωάννης Μεταξάς © Wikimedia Commons

Ο Ιωάννης Μεταξάς επέβαλε δικτατορία (μαζί με τον Γεώργιο) σε μια εποχή που όχι μόνο δημόσια πρόσωπα αλλά και μεγάλο μέρος της κοινωνίας απαξίωναν τη φιλελεύθερη κοινοβουλευτική δημοκρατία. Έπειτα από τη φρίκη του Μεγάλου Πολέμου και τη συνεχιζόμενη δοκιμασία της Μεγάλης Οικονομικής Κρίσης και Ύφεσης του Μεσοπολέμου, πάρα πολλοί άνθρωποι, μέσα στην απελπισία τους, ήταν πρόθυμοι να δοκιμάσουν τις συνταγές που πρόσφεραν ο φασισμός, ο ναζισμός, ο κομμουνισμός και άλλες «ηπιότερες» εκδοχές αυταρχικής διακυβέρνησης.

Τι πέτυχε ο Μεταξάς σε 53 μήνες διακυβέρνησης; Όπως ο ίδιος έγραφε προς το τέλος της ζωής του: «Η Ελλάς έγινε από της 4ης Αυγούστου Κράτος αντικομμουνιστικό, Κράτος αντικοινοβουλευτικό, Κράτος ολοκληρωτικό», παρόμοιο, στη δική του αντίληψη, με τα καθεστώτα που είχαν οικοδομήσει ο Μουσολίνι και ο Χίτλερ. Το κακό ήταν ότι τα δύο αυτά καθεστώτα δεν ενδιαφέρονταν για το καλό της χώρας. Όπως με πίκρα μονολογούσε ο Μεταξάς στα τελευταία του, αντί «να υποστηρίζουν παντού την Ελλάδα με όλη τους τη δύναμι», ο μεν Μουσολίνι τής είχε επιτεθεί ο δε Χίτλερ την είχε «ξεπουλήσει… στην Ιταλία σαν να ήτανε άψυχο αντικείμενο και χωρίς αξία μάλιστα».

Την ίδια στιγμή, ο ανθός της ελληνικής νεολαίας μαχόταν για τρίτο μήνα στα αλβανικά βουνά. De facto σύμμαχος ήταν τώρα η Βρετανία, το πολίτευμα της οποίας ο Μεταξάς θεωρούσε τουλάχιστον παρωχημένο: «Οι Άγγλοι θέλουν να καταστρέψουν, λένε, το ναζισμό», έγραφε τον Απρίλιο του 1940. «Αλλά με αυτό κατά βάθος εννοούν τον αντικοινοβουλευτισμό. Θέλουν λοιπόν να επιβάλουν πατού το παλαιωμένο λιμπεραλιστικό πολίτευμα. Ώστε περπατούνε με το κεφάλι προς τα πίσω».

Ωστόσο, η περίπτωση Μεταξά έδειχνε καθαρά ότι οι επιλογές στην εξωτερική πολιτική και την ασφάλεια των κρατών δεν υπαγορεύονται από ιδεολογικές προτιμήσεις, αλλά από συμφέροντα. Με κάποια καθυστέρηση, ο μετέπειτα δικτάτορας δήλωνε, σε άψογη βενιζελική γλώσσα, το 1934: «Η Ελλάς δεν είναι μία χερσόνησος περιβρεχομένη από θάλασσαν, αλλά μία θάλασσα περιβαλλομένη υπό ξηράς… Η Ελλάς δεν δύναται λοιπόν να τα βάλη ως εκ της γεωγραφικής της θέσεως με καμίαν απολύτως ναυτικήν δύναμιν μεγάλην».

Αν η σταδιοδρομία του είχε τερματιστεί το 1936, ο Μεταξάς θα είχε μείνει στην Ιστορία ως ένας αθεράπευτα γερμανόφιλος στρατιωτικός που αντιτάχθηκε στην πολιτική του Βενιζέλου και ως ένας μάλλον αποτυχημένος αρχηγός μικρού κόμματος. Ως δικτάτορας, όμως, και αφού κατόρθωσε να αρθεί των προηγούμενων πεποιθήσεών του, πρόσφερε στη χώρα μια σημαντική υπηρεσία: Απορρίπτοντας το ιταλικό τελεσίγραφο, έθεσε την Ελλάδα στη «σωστή πλευρά της Ιστορίας». Το αποτέλεσμα ήταν, στα στερνά του, να αποκτήσει τη δημοφιλία που απεγνωσμένα είχε επιζητήσει σε όλη του τη ζωή. Η συζήτηση για τον συνολικό του ρόλο συνεχίζεται, η διαγραφή, όμως, του ονόματός του από τη Δημόσια Ιστορία ελάχιστα συμβάλλει στην κατανόηση του δικού μας παρελθόντος.