Ελλαδα

Διονύσης Σαββόπουλος: Εκείνος που ήρθε από το μέλλον

«Δεν είμαι πασόκα δεν είμαι κουκουέ είμαι ότι είμαι κι ότι τραγουδώ για σε»

Ανδρέας Βασιλιάς
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Όταν ο Διονύσης Σαββόπουλος μιλούσε στην ελληνική κοινωνία για θέματα ταμπού

1966, ένα χρόνο πριν τη χούντα. Το ΚΚΕ στην παρανομία, ολόκληρο ακόμα, πριν τη διάσπαση που παραμόνευε. Η δεξιά λυσσομανούσε και απειλούσε τους πάντες, κραδαίνοντας τη σημαία του κομμουνιστικού κινδύνου. Ο Γέρος προσπαθούσε να αποτρέψει ένα «κακό» που ερχόταν με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Κι έτσι κι ενώ όλοι, δεξιοί κι αριστεροί περίμεναν τον γαλατά να τους πάει το πρωινό γάλα στο σπίτι, τους επισκέφτηκαν τα τανκς. Ενώ εντός και εκτός βουλής γινόντουσαν «πράγματα και θάματα» κι ο κόσμος περίμενε ότι κάτι θα άλλαζε και θα έβγαινε η χώρα από το αδιέξοδο, έγινε πραξικόπημα.

Τότε ακόμα ο κόσμος τραγούδαγε τα «λαϊκά». Ακόμα κι ο Θεοδωράκης ήταν σχεδόν άγνωστος, ενώ κάπου εκεί στην Πλάκα είχε κάνει την εμφάνισή του ο Σπανός και το Νέο Κύμα. Τα πράγματα ήταν λίγο πολύ δεδομένα. Ο κόσμος τραγουδούσε τους καημούς και τους έρωτες, τη φτώχεια και την κακομοιριά. «Άξαφνα» έκανε την εμφάνιση του ένας τύπος από τη Θεσσαλονίκη, μ’ ένα Φορτηγό και ανακάτεψε τα πράγματα.

Εκεί όπου όλα ήταν λίγο πολύ αμετακίνητα και αμετάβλητα, παρόλη τη «φασαρία», εμφανίστηκε ένας περίεργος τύπος, τραγουδώντας παράφωνα, περίεργα λόγια. Μάλιστα απ’ ότι φάνηκε στην πορεία, λίγοι ήταν εκείνοι από τους «μεγάλους» που του έδωσαν σημασία, ειδικά μάλιστα και κυρίως εκείνοι οι ινστρούκτορες αριστεροί. «Μα τι λέει αυτός ο τύπος; Πυρπόλησαν το ρύζι γιε,γιέ»; Μπορεί να ήταν μια από τις πιθανές ατάκες που έκριναν και κατέκριναν το έργο του.

Και για να λέμε τα πράγματα με το όνομα τους, ο Διονύσης Σαββόπουλος ποτέ δεν έγινε αποδεκτός από την αριστερά, κομμουνιστική και ανανεωτική γιατί έλεγε τα πράγματα με το όνομά τους και προέλεγε τα μελλούμενα. Ήταν μπροστά! Ερχόταν απ’ το μέλλον. Έφερνε τον Μάη του 68 στην Ελλάδα, όταν ακόμα τα πράγματα εδώ ήταν «αμεταβλήτως δογματικά». Ποιο ροκ; Τι να λέμε τώρα; Οι περιθωριακοί μαλλιάδες; Εκεί όπου η συντήρηση και η «επανάσταση» συναντιόντουσαν αμετακλήτως και ανυπερθέτως.

Ήχος ροκ; Μπορεί, αλλά και ήχος ελληνικός ο οποίος με τα χρόνια μορφοποιήθηκε και απέκτησε ένα δικό του ιδιότυπο χρώμα. Ωστόσο, παραμένοντας στα λόγια, μιας και για τη μουσική θα μιλήσουν οι αρμόδιοι, ο Διονύσης Σαββόπουλος ανέδειξε ζητήματα κοινωνικοπολιτισμικά, τα οποία η τότε κοινωνία, αλλά και οι μετέπειτα των δεκαετιών του 1980 και 1990 δεν ήταν σε θέση να κατανοήσουν και πιθανώς ακόμα δεν έχουν κατανοήσει. Έθιξε και ανέδειξε τα ζητήματα της σεξουαλικής ηθικής μιας συντηρητικής κοινωνίας δεξιάς και αριστερής, ενώ ταυτόχρονα ανέδειξε τη σημασία της γυναικείας απελευθέρωσης και του έρωτα.

«Δυο-δυο πέρασαν, πέρασαν, νάτα, τα κορίτσια…».

Ανέδειξε το ζήτημα της ανθρώπινης μοναξιάς και των εσωτερικών αντιφάσεων, ενώ έδωσε χώρο στον άνθρωπο του περιθωρίου και στην αποδοχή του αδιανόητου.

Με βάση την ιδιαίτερη παρορμητική του συμπεριφορά, ειδικά των πρώτων χρόνων, έγραψε και ανέδειξε την εφηβεία, ταρακουνώντας μια κοινωνία ενηλίκων που επαναλαμβάνει διαρκώς τα λάθη της και μαζί της και ο ίδιος:

«είμαι δεκαεξάρης σας γαμώ τα λύκεια»!

Έφερε τον Αριστοφάνη στο παρών, υπερασπιζόμενος την ειρήνη και καταγγέλλοντας τη στρατοκρατία και τον πόλεμο, διασκευάζοντας το συγκεκριμένου έργο του ποιητή μ’ έναν σύγχρονο λόγο ασύλληπτης εφευρετικότητας.
Παραμένοντας προσηλωμένος στη σημαντικότητα των διαπροσωπικών σχέσεων σε αντίθεση με τα ιδεολογήματα, δεν δίστασε να καταγγείλει την «αλλαγή» και την κοινωνικοπολιτισμική κατρακύλα κι ερχόμενος σε απευθείας σύγκρουση με όλη την αγκιτάτσια της εποχής, θα γράψει:

«Δεν είμαι πασόκα δεν είμαι κουκουέ είμαι ότι είμαι κι ότι τραγουδώ για σε».

Για εκείνον το σημαντικό ήταν πάντα και παρέμενε, οι ανθρώπινες σχέσεις κι ο έρωτας: «Κι εσύ έφεγγες στη μέση κι ήσουν φως μου κατακόκκινη νιφάδα σε γιορτή, σε γιορτή που δεν ξανάδα στη ζωή μου τη μισή».

Δεν έχει υπάρξει μέχρι σήμερα κανείς μουσικός, ποιητής και στιχουργός ο οποίος να έχει περιγράψει με τόσο ιδιαίτερο τρόπο και να έχει αναδείξει σε όλη τους την έκταση, τις ιδιαίτερες πτυχές και αντιφάσεις της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας ενόσω ο ίδιος ζει. Ήταν ο ένας και μοναδικός, έγραφε οραματιζόμενος, ακολουθώντας τα πρότυπα της ιστορίας του, προσωπικής και πανελλήνιας, Κόντογλου, Πεντζίκη, Παπαδιαμάντη, γι’ αυτό και οι αναζητήσεις του στα απύθμενα της ορθοδοξίας.

Γεια χαρά!