- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Ονειρεύεσαι μια αυλή στο χωριό; Σκέψου το ξανά!
Αν κάτι με έπεισε να επενδύσω το λιγοστό μου βιoς σε ένα σπίτι της εξοχής, ήταν που σφοδρά ερωτεύτηκα πρωτίστως τις πηλιορίτικες αυλές. Ούτε τις παραλίες, ούτε τα πέτρινα χωριά, ούτε τα δάση τα αψηλά. Τέτοια είχα δει κι αλλού. Αυτές οι αυλές, όμως, οι δροσάτες, οι σκιερές, οι ολάνθιστες, με τα καθιστικά, τα μυριστικά, τους φουντωτούς βασιλικούς, τα πλαστικά λουλουδιαστά τους τραπεζομάντιλα, τα κουζινάκια με το πετρογκάζ, πάντα ολοκάθαρες, πλυμένες-γλειμμένες-σκουπισμένες και μερακλίδικες, να σου υπόσχονται μια παραδείσια ευτυχία, καμωμένη από χρώμα, χώμα και χλωροφύλλη.
Αναζητώντας σπίτι, πάντα κοιτούσα πρώτα τι σόι αυλή έχει, προσηλωμένη σε ένα εσωτερικό όραμα που περιλάμβανε παχιές ξάπλες στην αιώρα κάτω από μια φουντωτή μανταρινιά, σιέστες δροσερές νανουρισμένες με τζιτζικοτράγουδα, γενναία τραπεζώματα με φίλους, πρωινούς, γαλήνιους καφέδες, μπάρμπεκιου και τηγανητές πατάτες στο γκάζι, φουρνίσματα μυρωδάτα στον ξυλόφουρνο, να κάνω ένα «έτσι» και να κόβω όλα τα μυρωδικά του πλανήτη για τα γεμιστά μου, διαβάσματα μακάρια και ανεμπόδιστα από τον αχό του κόσμου κάτω από τον ίσκιο μιας λεμονιάς.
Όταν στο πάνω κάτω βρήκα την υποδομή που θα κρατούσε όλες αυτές τις εδεμικές υποσχέσεις, από την αρχή την περάτωση της αυλής είχα στον νου μου. Τα μαστόρια μού μιλούσαν για αποστραγγιστικά, αντλίες θερμότητας, παροχές και άλλα ακατανόητα, εγώ απλά κουνούσα το κεφάλι και το μυαλό μου ταξίδευε στο δια ταύτα της αυλής: εδώ θα βάλω μπόλικα άνθη, εκεί μυρωδικά, μια λεμονιά για τα λεμόνια που δεν έχω, εκεί ένα σκιερό υπόστεγο και ένα φερ-φορζέ για νοσταλγικά μπρέκφαστς, όλα τα είχα καταστρώσει στο κεφάλι μου.
Τα προβλήματα μιας αυλής
Διαπίστωση πρώτη μιας ανίδεης αστής που πάει να ξανοιχτεί με οικοδομές στην περιφέρεια: την αυλή τη φτιάχνεις τελευταία, όταν το υπόλοιπο σπίτι έχει γίνει τζιτζί, διότι μέχρι τούδε η αυλή χρησιμεύει σαν μπαζότοπος, σκουπιδότοπος, χωματερή και πέρασμα. Διόλου ευοίωνη προοπτική για έναν ανυπόμονο Κριό με συγκεκριμένο αυλικό όραμα.
Όταν με τα πολλά ήρθε η ώρα της, με τρόμο διαπίστωσα πως για να γίνει, ζητάει τα δάνεια της Αγγλίας, κάτι που σου σκάει σαν κακό όνειρο, τότε ακριβώς που όλα τα ταμεία είναι μείον και δέκατο υπόγειο, τη στιγμή που έχεις αποπερατώσει ένα σπίτι με αίμα, δάκρυα και ιδρώτα. Ένα χρόνο χρειάστηκε να περιμένω για να τη δω κάπου, περίπου, λίγο ως πολύ, πάνω κάτω και με πολλές εκπτώσεις, όπως την ονειρεύτηκα. Και ήρθε η μαγική στιγμή να τη στολίσω άνθη.
Σήκωσα ένα φυτώριο με διαφορετικές οδηγίες χρήσης για κάθε ρίζα, ψώνισα και γλάστρες, μα έλειπε το χώμα. Μέχρι τότε πίστευα πως το χώμα είναι ένα και πουλιέται σε πλαστικά τσουβαλάκια. Οι γνώμες των συγχωριανών μου με προσγείωσαν ανώμαλα. Χώματα υπάρχουν πολλά και το καλύτερο είναι να βρεις κάποιον (ποιoν όμως, hello!) να σου το μαζέψει από τα όρη, τ' άγρια βουνά. Χώματα υπάρχουν πολλά, καλύτερα όμως να πάρεις το βιολογικό από τον τάδε (45 χιλιόμετρα μακριά, κι εγώ δεν οδηγώ). Χώματα υπάρχουν πολλά, αλλά ο τάδε γεωπόνος (στα 60 χλμ.) φτιάχνει ένα μαγικό μείγμα. Άντε και ήρθε το χώμα, μια Μεγάλη Παρασκευή, που ο κόσμος περνούσε από το κατώφλι μου στολισμένος για τον Επιτάφιο. Πώς μεταφυτεύεις, πώς φτιάχνεις γλάστρες, κήπο, αυλή, ήταν κάτι που ουδέποτε διδάχτηκα 60 χρόνια στις πόλεις.
Βγήκα ζητιανεύοντας βοήθεια από τους πιστούς, μερικοί που δεν με αντιμετώπισαν σαν τη νέα τρελή του χωριού, έδωσαν ένα χεράκι. Φίλοι, συγγενείς και εργάτες έκαναν τα υπόλοιπα. Με τα πολλά και με τα λίγα, είχα πλέον αυλή. Με λουλουδικά, σαλονάκι φο-ρατάν, φερ-φορζέ, καρέκλες τύπου γύφτου και όλα τα λούσα. Συγκινημένη, τη χάρηκα για σχεδόν ένα ολόκληρο εικοσάλεπτο. Μετά τσακωθήκαμε. Και μάλλον δεν πρόκειται να ξαναμιλήσουμε.
Καθάρισμα και πάλι καθάρισμα
Το λείο, ώχρινο φωτεινό, φρεσκοβαμμένο πάτωμα, τόσο χρειάστηκε για να γεμίσει φύλλα, χώματα, σκόνη, συσκευασίες από πατατάκια (έπεσαν του γείτονα) και λάσπες. Μια-δυο μέρες χρειάστηκαν οι γλάστρες για να μου λεκιάσουν ολοσχερώς το με τόση φροντίδα επιλεγμένο δάπεδο. Δυο-τρεις ώρες χρειάστηκαν οι αδέσποτες γάτες της γειτονιάς για να γεμίσουν τρίχες το φρεσκοαγορασμένο σαλονάκι, οι αρμοί του οποίου φιλοξενούν πλέον ό,τι σε ξερό φυλλαράκι έχει πάει να κρυφτεί για πάντα στις ενώσεις. Μια ώρα χρειάστηκε το γυάλινο τραπέζι του φερ-φορζέ να γίνει γκρι από τη σκόνη και να γεμίσει πέταλα από τις γειτόνισσες περικοκλάδες.
Δεν βαριέσαι, λες, η άμαθη, θα σκουπίσω και θα πλύνω. Να γιατί κάθε πρωί ξυπνάω από ήχο σκούπας και νερού. Κάτι ξέρουν οι ντόπιες. Στο «κάντο όπως το χωριό», πρώτο καθάρισμα ξεκινάς πρωί πρωί με τη δροσούλα και στις 2, με τον ιδρώτα να στάζει στο φαράσι και ένα ξεγυρισμένο λουμπάγκο, που σε κάνει να κυκλοφορείς σε ορθή γωνία, είσαι ακόμα εδώ, να περιμένεις από στιγμή σε στιγμή την ηλίαση, κάτω από το λάλαρο, με τη σκούπα στο χέρι.
Το κομμάτι της αυλής που έντυσες με πέτρα Πηλίου, δεν σκουπίζεται ποτέ. Χαλάει τη σκούπα μέσα σε μια βδομάδα και όσο και να την πλύνεις, το σαπούνι σου χαλάς.
Στο μεταξύ, έχεις διαπιστώσει πολλά και θαυμαστά. Το κομμάτι της αυλής που έντυσες με πέτρα Πηλίου, δεν σκουπίζεται ποτέ. Η πέτρα, λέει, «ξερνάει» από μόνη της πίσσα και πούπουλα, σκόνες και πετραδάκια. Χαλάει τη σκούπα μέσα σε μια βδομάδα και όσο και να την πλύνεις, το σαπούνι σου χαλάς. Εκεί που με κόπο έχεις μαζέψει συγκεντρωτικά την μπίχλα και μόλις πιάσεις το φαράσι να τη μαζέψεις, μια ριπή ανέμου σκορπά στους τέσσερις ορίζοντες τον καρπό τόσου κόπου. Μόλις σηκώνεις λίγο το μάτι για να θαυμάσεις το σκουπισμένο, να πάρεις κουράγιο και να συνεχίσεις, τσακ-τσακ, η βουκαμβίλια φυλλοροεί τα λεκιαστικά της άνθη στο πάτωμα. Τη βλέπει και το ρολογάκι (passiflora caerulea), πετάει κι αυτό τα δικά του. Και 'κει, συμμερίζεσαι τα όσα πέρασε ο Σίσυφος.
Τα φυτά της αυλής, αυτή η μάστιγα
Το δε νυχτολούλουδο, αυτή η ύπουλη «βασίλισσα της νύχτας», μαδάει τουλάχιστον μισό τόνο σπόρι στην καθισιά της και στον πόλεμο που θα της ανοίξεις για να την ξεπαστρέψεις μια για πάντα, θα σου απαντήσει με άλλες δέκα στρατιές νυχτολουλουδιές, που περιμένουν πονηρά στο χώμα να φύγεις για δουλειές στην πόλη και να γιγαντωθούν στον χρόνο μιας αστραπής. Κοινώς, δεν υπάρχει σωτηρία. Μόνο αν αντικαταστήσεις τα φυτά με πλαστικές μαργαρίτες ή αν προτιμήσεις έναν κήπο-κάκτο. Αλλά τι δουλειά έχει το Μεξικό και η Αριζόνα στην καρδιά της πηλιορίτικης ζούγκλας;
Το να πλύνεις μια αυλή με το λάστιχο είναι άλυτη εξίσωση, αν δεν υπάρχει βοηθός στο δύσκολο έργο σου
Και οκ, ας πούμε ότι σκούπισες και επειδή είσαι υποψιασμένος στα περιβαλλοντικά, λες ας μην πλύνω με νερό, που σε λίγο θα πούμε το νερό νεράκι. Αυτό, όμως, τουλάχιστον άπαξ εβδομαδιαίως, δεν θα το αποφύγεις, γιατί στο μεταξύ η αυλή έχει γίνει μαύρη από τον καφέ που σου χύθηκε, τα ζουμιά από το καρπούζι, τα χώματα που σχηματίζουν ανεξίτηλα στρογγυλά γύρω από τις γλάστρες και τα λουλούδια του σαλκιμιού που έχουν βάψει πουά-λεβαντί το πάτωμα. Το να πλύνεις μια αυλή με το λάστιχο είναι άλυτη εξίσωση, αν δεν υπάρχει βοηθός στο δύσκολο έργο σου. Πώς συντονίζουν δυο χέρια τη ροή του νερού και τη σκούπα μαζί; Και πόσους τόνους νερό, πόσο χρήμα χρειάζεται για να καθαρίσει μια αυλή που σε πέντε λεπτά μετά θα ξαναγίνει μαύρη σαν τη δική μου μοίρα;
Σε όλα αυτά να προσθέσω πως τα υπέροχα, τροφαντά άνθη που με τόση ηδονή επέλεξα, μόλις εγκαταστάθηκαν στη μόνιμη κατοικία της αυλής μου, όλα τα βρήκε κακό μεγάλο. Οι τριανταφυλλιές ξεράθηκαν και γέμισαν μαμούνια, οι πρασινάδες κιτρίνισαν και όλα γενικώς από κάτι πάσχουν, στην γκάμα από ελαφρύ κρυολόγημα έως χολέρα. Απεγνωσμένα κάνω έκκληση στον κύκλο των ντόπιων γνωριμιών, κάποιος να έρθει για μια διάγνωση κι αφού ακόμη κανέναν δεν είδα, τρέχω πάνω κάτω τα χιλιόμετρα της πόλης, να πάω με φωτογραφίες των ασθενών στο κινητό μου, να μου δώσουν το φάρμακο.
Αυτή τη στιγμή, έχω ένα ολόκληρο ράφι φυτοφάρμακα, ψεκαστήρια και σύριγγες, γιατί στο μεταξύ εννοείται πως έχω μπερδευτεί και δεν έχω ιδέα ποιο φάρμακο είναι για τη μανταρινιά, ποιο για τον κορμό της τριανταφυλλιάς και ποιο για τα άνθη της γαρδένιας. Κι ενώ τα πάντα γύρω μου ψυχορραγούν, εγώ ψάχνω στο διαδίκτυο τις ετικέτες των μαγικών υγρών, τα οποία εν τέλει περιγράφονται με αοριστίες που διόλου δεν με βοηθούν.
Λίγες ακόμη καταστροφές και καθόλου ησυχία
Στα επιπλέον των καταστροφών, υπάρχει και η πρωινή στιγμή, όταν με το καφεδάκι στο χέρι ετοιμάζεσαι να ζήσεις το ιδανικό ρουστίκ, δροσάτο ξύπνημα, για να διαπιστώσεις πως στα ωραία σου μαξιλάρια του καναπέ, οι γάτες τη νύχτα ξέρασαν, έχεσαν, κατούρησαν ή και όλα αυτά μαζί. Και δεν σου λέω τι ορυμαγδός προκύπτει αν βρέξει ή πιάσει το μελτέμι. Αν η βροχή σε πιάσει στον ύπνο, έχεις να στεγνώνεις μαξιλάρες και λοιπά ριχτάρια για δυο μέρες, στο πάτωμα στροβιλίζονται μαζί με νησίδες λάσπης, πέτρας, άμμου και άλλων φυσικών υλικών, όλη η χλωρίδα του Πηλίου.
Όσο για το βιβλίο που ονειρευόσουν να διαβάσεις στη ζεν γαλήνη, να σε ενημερώσω ότι η αυλή στο χωριό είναι θέατρο και σκηνή μαζί, μια συνεχής ηχηρή διάσπαση, οι καλημέρες στους περαστικούς, ο μανάβης που διαλαλεί καρπούζια και πεπόνια, ο ψαράς με την ντουντούκα που σου ανακοινώνει όλο τον πλούτο του βυθού, ο παλιατζής, ο γλαστράς, ο χωματάς, οι κυρίες που κουσκουσάρουν στερεοφωνικά από δίπλα, η καμπάνα της εκκλησίας που χτυπά τις ώρες (και τα ημίωρα), τα πιτσιρίκια που κλαίνε, τα πιτσιρίκια που γκρινιάζουν, τα πιτσιρίκια που παίζουν και τα λίγο μεγαλύτερα που μαρσάρουν με τα μηχανάκια.
Αυλή νόμιζα πως είναι αυτός ο παράδεισος που λέει ο Ρίτσος, να κάθεσαι να καθαρίζεις φρέσκα φασολάκια στη δροσερή αυλόπορτα-και να μη σε νοιάζει και αν είναι βουνό. Αυλή είναι να πονάει όλο σου το κορμί και να χάνεις το φως σου από την κούραση, να μασουλάς σκόνη, μέσα στις σαγιονάρες σου να κυκλοφορούν χώματα και πετραδάκια, από τα μαλλιά σου να τινάζεις σύννεφο το χώμα κι αυτό, για μια δίλεπτη απόλαυση μιας τόσο προσωρινής πάστρας. Αύριο, θα ξαναρχίσεις από την αρχή.
Εγώ πια, της έχω κόψει την καλημέρα. Την απατάω συνειδητά με τον καναπέ και τον ανεμιστήρα.