- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Πώς άλλαξαν οι διακοπές και η έννοια της παραθέρισης στην Ελλάδα.
Κάποτε, πριν η λέξη «διακοπές» γίνει κυρίαρχη, υπήρχε μια άλλη λέξη με ιδιαίτερη γοητεία: η παραθέριση. Δεν ήταν απλώς μια απόδραση· ήταν μια ολόκληρη εποχή, ένα καλοκαίρι που άνοιγε σαν σελίδα ενός νέου κεφαλαίου σε βιβλίο. Η παραθέριση σήμαινε μετακίνηση σε έναν τόπο κοντά στη μόνιμη κατοικία ή, για πολλούς, στο μακρινό χωριό της καταγωγής του μπαμπά ή της μαμάς, συχνά ορεινό και δροσερό.
Το καλοκαίρι τότε ήταν... πολύ μεγάλο. Και οι διακοπές. Από τις πρώτες μέρες του Ιουνίου, με το κλείσιμο των σχολείων, οι βαλίτσες γέμιζαν μαγιό, σαγιονάρες, σανδάλια και βιβλία «Καλοκαιρινής Βιβλιοθήκης», τα οποία πολλές φορές όπως πήγαιναν έτσι και γυρνούσαν, αδιάβαστα δηλαδή. Η μεγάλη αναχώρηση ξεκινούσε, και η επιστροφή γινόταν το Σεπτέμβριο, μόλις λίγες μέρες πριν ανοίξουν ξανά τα σχολεία, για την απαραίτητη «προσαρμογή» και τα σχολικά ψώνια.
Αν η μητέρα δεν εργαζόταν, η παραθέριση γινόταν σε παραθαλάσσιο προορισμό κοντά στην πόλη, ώστε ο πατέρας να πηγαινοέρχεται τα απογεύματα και τα Σαββατοκύριακα με το οικογενειακό αυτοκίνητο, ίσως ένα παλιό Fiat, Peugeot ή το κλασικό «σκαθάρι», με το ραδιόφωνο να παίζει Καζαντζίδη, Μούσχουρη, Beatles ή Μαίρη Λίντα.
Αν και οι δύο γονείς εργάζονταν, τα παιδιά περνούσαν το καλοκαίρι στο χωριό των παππούδων, όπου οι μέρες είχαν τον δικό τους ρυθμό: τα πρωινά στις γειτονιές οι γιαγιάδες καθάριζαν φασολάκια στις αυλές, τα παιδιά έτρεχαν στο μπακάλικο και στο φούρνο για τα ψώνια που ήθελε η γιαγιά, η μεσημεριανή σιέστα – το απόλυτο καλοκαιρινό «διάλειμμα», ενίοτε και καταπιεστικό με υποχρεωτικό ύπνο, με τα παντζούρια κλειστά, τον ήχο από τα τζιτζίκια και τις γιαγιάδες να λένε «Μη βγεις στον ήλιο, θα σε πιάσει». Μέχρι να έρθει το βραδάκι με τους παππούδες στα καφενεία να λένε τις ιστορίες τους και την πλατεία, το μεσοχώρι όπως το λένε οι παλιοί, γεμάτη παιδιά. Παιδιά και παιχνίδια: κουτσό, μήλα, άλας, στρατιωτάκια αμίλητα-ακούνητα, αμπάριζα.
Και το σημαντικότερο γεγονός του καλοκαιριού στο χωριό: το πανηγύρι. Το γλέντι και ο χορός ξεκινούσαν από το βράδυ της παραμονής και συνεχιζόταν και τη δεύτερη μέρα, μετά τη Θεία Λειτουργία. Όλοι οι συγγενείς παρόντες, εκκλησία, κλαρίνο, κυκλικοί χοροί, φαγητό, κυρίως αρνί και σουβλάκια, παιχνίδια από πλανόδιους και μαλλί της γριάς. Στα τραπέζια τα πανηγύρια παλαιότερα κάθονταν ανά οικογένειες και χόρευαν με σειρά προτεραιότητας. Περίμεναν τη σειρά τους, έδιναν παραγγελιά, συνήθως τσάμικο οι άντρες, συρτό ή καλαματιανό οι γυναίκες.
Οι παραλίες, πάλι, γέμιζαν μαμάδες και παιδιά να τρέχουν κάτω από τον ήλιο, όχι κάτω από ομπρέλες, με τις μαμάδες να κυνηγάνε τα μικρά, όχι για αντηλιακό, αλλά με ένα τάπερ γεμάτο κεφτεδάκια ή πίτες και φέτες καρπουζιού.
Τα καρπούζια… Πιο νόστιμα, πιο ζουμερά από ποτέ. Κανείς δεν τα έτρωγε με πιρούνι· η φέτα κοβόταν και δαγκωνόταν επί τόπου, με τα ζουμιά να τρέχουν σε παιδικά χέρια και γόνατα. Ένα γρήγορο ξέπλυμα με νερό ή με μια βουτιά στη θάλασσα και όλα καλά.
Κάτι ακόμη πολύ σημαντικό σε αυτήν την παραθέριση ήταν η… καταμέτρηση παγωτών: «Πόσα παγωτά έφαγες φέτος;» Έρχονταν η κλασική ερώτηση από τον φίλο και πάντα ο καθένας ήλπιζε να είναι τα δικά του περισσότερα. Και βέβαια οι ζαβολιές στο μέτρημα ήταν κανόνας.
Και κάπως έτσι, η παραθέριση κρατούσε τόσο πολύ, που στο τέλος της έρχονταν η νοσταλγία για το σπίτι, το σχολείο, τους φίλους. Οι αποχαιρετισμοί με τους «φίλους των διακοπών» γίνονταν με υποσχέσεις: «Θα στείλω γράμμα» κι ας μην έστελνες ποτέ. Δεν είχε και τόσο σημασία, γιατί το «Θα τα πούμε του χρόνου» ήταν σίγουρο και η φιλία ήταν από αυτές: «σαν να μην πέρασε μια μέρα».
Και μετά ερχόταν ο Σεπτέμβριος. Στο πρώτο μάθημα Έκθεσης, το θέμα ήταν πάντα: «Πώς περάσατε στις διακοπές;» Μα πώς να χωρέσει μια παραθέριση τόσων μηνών σε λίγες μόνο γραμμές;
Σήμερα, οι διακοπές κρατούν τόσο λίγο που, όταν επιστρέφεις, δεν είσαι σίγουρος αν όντως έφυγες… ή αν απλώς το ονειρεύτηκες. Ακόμη και τα story στα social κρατάνε μόνο 24 ώρες. Η παραθέριση έμεινε σε κάποια παλιά οικογενειακά άλμπουμ φωτογραφιών, σε κιτρινισμένες φωτογραφίες Polaroid, σε μυρωδιές και ήχους που μόνο η μνήμη ξέρει να φυλάει καλά.