Ελλαδα

Μια κοινή γραμμή: Ποιο είναι το μίνιμουμ συναίνεσης για την ελληνική κοινωνία;

Διαχρονικά η ομόνοια ποτέ δεν υπήρξε το εθνικό μας προσόν

Βαγγέλης Ακτσαλής
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η αναζήτηση της απαίτούμενης συναίνεσης ώστε να συμβαδίσουμε με τον υπόλοιπο πολιτισμένο κόσμο

Ίσως εσκεμμένα, θέλοντας να τιμήσει τον εμπνευστή της ιδεολογίας της, πιθανότερα ακούσια, η κυβέρνηση της Π.Φ.Α. με το δημοψήφισμα του 2015 επαλήθευσε με τον εμφατικότερο δυνατό τρόπο το ρητό του Καρλ Μαρξ περί επανάληψης της Ιστορίας σαν φάρσα.

Ακριβώς έναν αιώνα μετά τον εθνικό διχασμό του 1915, έναν κατ' ουσίαν χαμηλής έντασης εμφύλιο πόλεμο, η χώρα κινδύνευσε να διχοτομηθεί εκ νέου το 2015 με την πόλωση που επέφερε η (περιττή, εκ του αποτελέσματος) προσφυγή στις κάλπες, προκειμένου ο κυρίαρχος και σοφός μεν, οικονομικά και τεχνοκρατικά αναλφάβητος δε, λαός μας να αποφανθεί περί "preliminary debt sustainability analysis" και λοιπών μνημονιακών δαιμονίων. «Λιγότερο Έλληνες», «γερμανοτσολιάδες» και «νενέκοι» ήταν μερικοί μόνο από τους χολερικούς χαρακτηρισμούς που χρησιμοποίησαν όσοι επιχείρησαν να αλλάξουν την Ευρώπη, να θηλάσουν την ετοιμόγεννη ελπίδα και να φέρουν τα πάνω-κάτω «μ’ ένα νόμο, σ’ ένα άρθρο» (sic).

Ο μαξιμαλισμός του εκάστοτε λαϊκιστή δεν γνωρίζει όρια, από τη στιγμή που το δίκαιο των αιτημάτων της εκλογικής του «πελατείας» αποτελεί αυτοεκπληρούμενη προφητεία. Τα (τελικώς ανέφικτα) «οίκαδε» του 1922, «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ, το ίδιο συνδικάτο» του ‘81, «λεφτά υπάρχουν» του 2009, Ζάππεια (1 και 2) του '12, τα νταούλια και οι ζουρνάδες του '15 και το «επιτελικό Κράτος των αρίστων» του '19 (των 62 υπουργών και του ΟΠΕΚΕΠΕ) έχουν ως συνισταμένη τους την ψηφοθηρική, δημαγωγική προσαρμογή του μηνύματος που εκπέμπεται στις ορέξεις του ακροατηρίου (ανεξαρτήτως των πραγματικών προθέσεων του πομπού του), την ασυνέπεια λόγων και έργων και άρα την υποτίμηση κρίσης και μνήμης του εκλογικού σώματος, τον ασυνείδητο καιροσκοπισμό και την απαξίωση της αξιοπιστίας της Δημοκρατίας.

Προκειμένου να επιταχύνουν την αναρρίχησή τους στην εξουσία, οι λαϊκιστές όλων των αποχρώσεων μετέρχονται όχι απλά πλαγίων, αλλά και εθνικά επιζήμιων μεθόδων: πιστοί στο διαχρονικά αποτελεσματικό «διαίρει και βασίλευε» χαϊδεύουν αυτιά και στοχεύουν σε ορμέμφυτα ένστικτα που τείνουν να μετατρέπουν το λαό σε όχλο και την εύλογη διαφωνία σε διχογνωμία, διχασμό και μισαλλοδοξία. Διαιρούν τους πολίτες σε «καλούς πατριώτες» και «κακούς μειοδότες», υποδαυλίζοντας την κοινωνική συνοχή και την εθνική ομοψυχία, σπέρνοντας θύελλες και προσδοκώντας ιδιοτελώς να θερίσουν εξουσία ανεξαρτήτως κόστους.

Η μακραίωνη Ιστορία μας μας διδάσκει ότι διαχρονικά, από τον Πελοποννησιακό πόλεμο και εντεύθεν, η ομόνοια δεν υπήρξε το εθνικό μας προσόν. Ενώ γνωρίζουμε ότι ενωμένοι θριαμβεύουμε, εντούτοις το σαράκι της διχόνοιας τον τελευταίο μόλις μισό αιώνα μας έχει διαχωρίσει κατά σειρά σε αριστερούς και δεξιούς, θαμώνες μπλε και πράσινων καφενείων, μνημονιακούς και αντιμνημονιακούς, «μπολιασμένους» και αντιεμβολιαστές, συνιστώντας μια διαιρετική τομή που ενίοτε αγγίζει διαστάσεις σιδηρούν παραπετάσματος μεταξύ δυο ξεχωριστών κόσμων.

Οι δημαγωγοί λαϊκιστές και ο εθνικός διχασμός αλληλοτροφοδοτούνται: οι πρώτοι σπέρνουν το δεύτερο που ενισχύει τους πρώτους κ.ο.κ., οδηγώντας συχνά πυκνά τυχάρπαστους, επίδοξους «εθνοσωτήρες» σε θώκους δυσανάλογους των δυνατοτήτων τους.

Οι ευκαιρίες στη ζωή δεν είναι άπειρες

Απότοκο τόσο των δημεγερτών, όσο και της διχόνοιας που αυτοί σπέρνουν είναι μια σειρά στρεβλώσεων και κακοδαιμονιών που μας ταλαιπωρούν διαχρονικά. Διακόσια χρόνια από την ανεξαρτησία μας δεν έχουμε ακόμα (!) καταφέρει να διαθέτουμε πλήρες εθνικό κτηματολόγιο, το οποίο να ορίζει (επιτέλους) σαφώς τί είναι δομήσιμο και με ποιους όρους (βλ. ΝΟΚ και μετατροπή οικοπέδων σε αγροτεμάχια, αυτή τη φορά όντως μ' ένα νόμο, σ' ένα άρθρο) και τι όχι. Έναν ολόκληρο αιώνα από την καθιέρωση της μονιμότητας δεν έχουμε ακόμα αποφασίσει το αν και το πώς ο μεγαλύτερος εργοδότης της χώρας - το Δημόσιο - θα αξιολογεί την αποδοτικότητα και την παραγωγικότητα των υπαλλήλων του, προκειμένου να τους επιβραβεύει, να τους βελτιώνει ή να απαλλάσσεται από αυτούς. Μισό αιώνα μετά το Πολυτεχνείο δεν έχουμε ορίσει πού αρχίζει και πού τελειώνει το πανεπιστημιακό άσυλο.

Για να λυθούν οριστικά όλα αυτά τα (αυτονόητα για τις υπόλοιπες ευνομούμενες πολιτείες) θέματα απαιτείται η θέση, η οποία μαζί με την αντίθεση γεννούν τη σύνθεση απόψεων, προτάσεων και λύσεων. Στη χώρα μας δυστυχώς η αντίθεση έχει ταυτιστεί με την οργή, την καταγγελία, την προκατάληψη. Πάγια τακτική της εκάστοτε αντιπολίτευσης, πρακτικά σε κάθε πρόταση της συμπολίτευσης είναι το αφοριστικό «όχι σε όλα», το οποίο συνήθως συνοδεύεται από άναρθρες κραυγές περί μειοδοσίας, άφθονη συνωμοσιολογία και άπειρη καχυποψία. Και κάπως έτσι δεν προκύπτει σχεδόν ποτέ μια κοινή εθνική συνισταμένη για οτιδήποτε και τα ζητήματα - αντί να λύνονται - διεκπεραιώνονται (κάτω από το χαλί), μέχρι την έλευση του επόμενου υπουργού (όχι απαραιτήτως διαφορετικού κόμματος, ένας ανασχηματισμός αρκεί) που θα επαναπροσδιορίσει νέους στόχους, αφήνοντας ημιτελή τα όποια θετικά των προκατόχων του.

Σε ένα ταχέως μεταβαλλόμενο, ασταθές διεθνές γεωστρατηγικό περιβάλλον σαν το σημερινό, τα χρονικά περιθώρια επιλογής του τί είδους κράτος θέλουμε να είμαστε στενεύουν. Οι συνθήκες επιβάλλουν αφενός να αποκτήσουμε ένα αρραγές εθνικό μέτωπο, αφετέρου ένα μίνιμουμ συναίνεσης σε πιο πρακτικά, καθημερινά, εσωτερικά μας ζητήματα, η οποία θα μας επιτρέψει επιτέλους να συμβαδίσουμε με τον υπόλοιπο πολιτισμένο κόσμο, αντί να αποτελούμε μια θλιβερή νοτιοβαλκανική ιδιαιτερότητα. Προκειμένου να συμβεί αυτό, απαιτείται η διαιρετική τομή μεταξύ ιδεοληψίας και κοινής λογικής, προόδου και οπισθοδρόμησης, μικροπολιτικής και εθνικής στρατηγικής να μετατραπεί σε κοινή συνισταμένη.

Ένα διόλου ευκαταφρόνητο τμήμα της κοινωνίας έχει προ πολλού ξεπεράσει αγκυλώσεις και προκαταλήψεις του παρελθόντος, προπορευόμενο νοητικά του πολιτικού προσωπικού. Το ζητούμενο είναι το πολιτικό σύστημα, που προς το παρόν κωλυσιεργεί, μένοντας προσκολλημένο στην ασφάλεια θεσφάτων προηγούμενων δεκαετιών, να καταφέρει να συντονιστεί με αυτή την πρωτοπορία της κοινωνίας.

Όπως η πολιτική, έτσι και η φύση απεχθάνεται το κενό. Σύντομα η δυσαρμονία μεταξύ κοινωνικής ζήτησης για συναίνεση, πρόοδο και εξέλιξη και της άφθονης, παρωχημένης πολιτικής προσφοράς φθόνου και εχθροπάθειας, θα καλυφθεί. Ας ελπίσουμε τα κριτήρια επιλογής του φορέα αυτής της αλλαγής να μην είναι η βιολογική ή κομματική καταγωγή του, αλλά η συνέπεια, καθώς και οι ικανότητες και η βούλησή του να σπάσει αυγά, λαμβάνοντας δύσκολες αλλά απαραίτητες αποφάσεις. Ειδάλλως κινδυνεύουμε να επαναλάβουμε την Ιστορία, αυτή τη φορά όχι ως φάρσα, αλλά ως τραγωδία.

*αστερίσκος #κοινότητα_πολιτών:
https://www.facebook.com/groups/asteriskos