Ελλαδα

Σαν σήμερα 16 Μαΐου: Ποιος σκότωσε τον Τζορτζ Πολκ - Το χρονικό της πολύκροτης ανεξιχνίαστης δολοφονίας

Πώς ξετυλίχθηκε ένα από τα σκοτεινότερα μεταπολεμικά εγκλήματα με θύμα τον Αμερικανό ανταποκριτή του CBS

Δημήτρης Καραθάνος
18’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

Σαν σήμερα 16 Μαΐου: Υπόθεση Τζορτζ Πολκ - Αναδρομή στην ανεξιχνίαστη δολοφονία του Αμερικανού δημοσιογράφου που συγκλόνισε τη μεταπολεμική Ελλάδα.

Πρωινό Κυριακής 16ης Μαΐου 1948: Λίγα βήματα πριν τον Λευκό Πύργο, δύο βαρκάρηδες εντοπίζουν ένα ανθρώπινο πτώμα να επιπλέει στα νερά του Θερμαϊκού. Ο Τζορτζ Πολκ, Αμερικανός ανταποκριτής του CBS που βρέθηκε δολοφονημένος σαν σήμερα με τραύμα από πυροβολισμό στο κεφάλι, ήταν ο πρώτος δυτικός δημοσιογράφος ο οποίος έχασε τη ζωή του καλύπτοντας την εξέλιξη του Ψυχρού Πολέμου.

76 χρόνια μετά, η υπόθεση Πολκ παραμένει το απόλυτο μείγμα σκευωρίας, διαφθοράς, ιστορίας, μυθοπλασίας και κινδύνου με φόντο τη μεταπολεμική Θεσσαλονίκη. Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.

Λίγες ώρες πριν τον θάνατό του, ο Τζορτζ Πολκ είχε ταξιδέψει από την Αθήνα στη Θεσσαλονίκη με σκοπό να πάρει συνέντευξη από τον Μάρκο Βαφειάδη © CBS Sunday Morning / screen shot

16 Μαΐου 1948: Ποιος σκότωσε τον Τζορτζ Πολκ

Απομεσήμερο Παρασκευής, 7 Μαΐου 1948. Ο κόσμος γυρίζει με τον Τζορτζ Πολκ στο κέντρο του. Ο ξανθός, κομψός Τεξανός επιβαίνει σε αμερικανικό στρατιωτικό αεροπλάνο με προορισμό τη Θεσσαλονίκη και αυτό που περιγράφει αινιγματικά στους οικείους του ως «ένα τελευταίο πέταγμα στο Βορρά». Χαϊδεύει με τα ακροδάχτυλα τη φλεγμονή στη χειρουργημένη μύτη του (σουβενίρ από τις βομβαρδιστικές επιχειρήσεις των συμμάχων στο Γκουαδαλκανάλ) και αναλογίζεται ευάρεστα τις προοπτικές του.

Ο Τζορτζ Πολκ περίπου το 1943. Στη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, υπηρέτησε στην αεροπορία Ναυτικού των ΗΠΑ και τραυματίστηκε βαριά σε αεροπορικό ατύχημα κατά τις επιχειρήσεις στον Ειρηνικό © Public Domain

Ο πόλεμος τελείωσε νικηφόρα, με τον ίδιο παρασημοφορημένο. Στα 34 του διάγει έναν ευτυχισμένο γάμο με την αεροσυνοδό Ρέα Κοκκώνη, ενώ οι ανταποκρίσεις του από το Κάιρο, την Παλαιστίνη, την Κωνσταντινούπολη, την Ελλάδα και τις υπόλοιπες φιλέριδες περιοχές της Μέσης Ανατολής τον καθιερώνουν στην πρώτη γραμμή των μάχιμων ρεπόρτερ του CBS.

Έχει δεχτεί υποτροφία ενός έτους στο Χάρβαρντ και σύντομα θα καταφέρει να φύγει από αυτό το μέρος όπου «δεν μπορείς να εμπιστευτείς κανέναν». Η εμμονή του να συναντήσει τον «Μάρκο» τον έχει αναδείξει σε μικρό θρύλο. Πολιτικοί, αξιωματούχοι και δημοσιογράφοι στέκονται επιφυλακτικά απέναντί του• με τον τρόπο που γίνεσαι επιφυλακτικός με κάποιον που είναι τολμηρός σε σημείο τρέλας και παίζει πλέον το κεφάλι του, απέναντι σε κάποιον που δε θα ήθελες με τίποτα να έχεις κοντά σου, αλλά δεν είσαι πια και σε θέση να τον αφήσεις από τα μάτια σου. Ο Πολκ είναι ανεπιθύμητος στην Ελλάδα και το ξέρει. Ας πάνε στα κομμάτια… Έχει υποσχεθεί σε όλους τους ένα καυτό ρεπορτάζ, προτού γυρίσει στην πατρίδα.

Ο Τζορτζ Πολκ ξεκίνησε τη δημοσιογραφική του καριέρα το 1938 στην Άπω Ανατολή και τα «Εσπερινά Νέα της Σαγκάης»

Ονειροπολώντας, κι ενώ πίσω από τα σύννεφα διακρίνονται οι κορυφογραμμές του Ολύμπου όπου έχουν στήσει τη βάση τους οι αντάρτες του Μάρκου Βαφειάδη, ο Πολκ συντάσσει νοερά ένα γράμμα προς τη μητέρα του:

«Δε φαντάζεσαι πόσο ανυπομονώ να επιστρέψω στις ΗΠΑ και να περάσω το καλοκαίρι μαζί σου στην Καλιφόρνια. Ξαπλωμένοι στην άμμο, να πίνουμε μπίρα -ποιος ξέρει, ίσως να γράψουμε λόγια και για εκείνο το τραγούδι. Δεν πρόκειται να ακούσω ειδήσεις ή να διαβάσω έστω και μία εφημερίδα. Θα αφήσω τα μαλλιά μου να μακρύνουν».

Μία εβδομάδα αργότερα, το άψυχο κορμί του ξεβράζεται στα νερά του κόλπου, 50 μέτρα από τον Λευκό Πύργο. Το πτώμα δεν ταιριάζει με την εικόνα του αστραφτερού άντρα που αιχμαλώτιζε το κινηματογραφικό κοινό στις ταινίες επικαίρων: χέρια και πόδια δεμένα με σκοινί, μάτια φαγωμένα από τα ψάρια, μια σφαίρα στο πίσω μέρος του κεφαλιού. Ό,τι ξεκίνησε σαν μια συναρπαστική δημοσιογραφική πρόκληση μετατρέπεται σε υδρόβιο εφιάλτη στο βυθό του Θερμαϊκού.

Στις 16 Μαΐου 1948, το άψυχο κορμί του Τζορτζ Πολκ ξεβράζεται στα νερά του Θερμαϊκού κόλπου, 50 μέτρα από τον Λευκό Πύργο © Έντμουντ Κήλυ, «Φόνος στον Θερμαϊκό», εκδ. Γνώση, 1991

Η Ελλάδα του Τζορτζ Πολκ

Η Ελλάδα του Πολκ. Μια χώρα που προσπαθεί να συνέλθει από έναν πόλεμο, αναθαρρεύει προς στιγμή, για να ξαναπέσει στην αγωνία ενός επόμενου. Εμφύλιος. Κυβερνήσεις ανεβαίνουν και πέφτουν, άντρες και γυναίκες που ψοφάνε της πείνας, παλεύουν, βασανίζονται, πεθαίνουν. Μια χώρα που ζει με ονειροπολήσεις και περιμένει καρτερικά την τύχη της, καθώς ετοιμάζονται τα επόμενα σχέδια για την καταστροφή της.

Αλλαγή φρουράς στη συμμαχική βοήθεια προς την Ελλάδα πραγματοποιείται και, στη θέση της Αγγλίας, την κηδεμονία της χώρας αναλαμβάνουν οι ΗΠΑ. Στις 12 Μαρτίου 1947 εξαγγέλλεται το δόγμα Τρούμαν. Η Αμερική εκμεταλλεύεται μεθοδικά τη μηδαμινή παιδεία, τον πολιτικό φανατισμό, την απλοϊκότητα και τη φιλαργυρία της εποχής. Η Θεσσαλονίκη στο προσκήνιο του αναδυόμενου εφιάλτη: μεθοριακή γραμμή του Εμφυλίου, σύνορο του σοβιετικού μπλοκ Γιουγκοσλαβίας-Βουλγαρίας-Αλβανίας, κρίσιμο σημείο μιας γενικευμένης ένοπλης σύγκρουσης στα Βαλκάνια αλλά και εξέχουσας στρατηγικής σημασίας γεωγραφικό σημείο για την αποτροπή εξάπλωσης των «Λαϊκών Δημοκρατιών».

Στις 24 Δεκεμβρίου 1947 ο Δημοκρατικός Στρατός του Μάρκου Βαφειάδη αναγγέλλει το σχηματισμό «προσωρινής δημοκρατικής κυβέρνησης». Σε αντίποινα η επίσημη κυβέρνηση Τσαλδάρη - Σοφούλη θέτει το ΚΚΕ και το ΕΑΜ εκτός νόμου. Στις αρχές του ’48 η αμερικανική ηγεσία υιοθετεί την Ελλάδα σαν το test tube όπου πρόκειται να επωασθεί το παγκόσμιο αντικομουνιστικό μοντέλο. Όλο το βάρος πέφτει στη νίκη των κυβερνητικών δυνάμεων στον Εμφύλιο. Ο στρατός εξοπλίζεται εντατικά από τις ΗΠΑ. Το διατροφολόγιο του οπλίτη περιλαμβάνει 3700 θερμίδες ημερησίως. Η υπόλοιπη Ελλάδα τα βολεύει με τις μισές.

H δολοφονία Πολκ στον Τύπο της εποχής

Χρηματική βοήθεια 400.000.000 δολαρίων εγκρίνεται, ποσά μοιράζονται στους παράγοντες του κυβερνητικού πρακτορείου και ο Πολκ ανακαλύπτει γρήγορα ότι ο Τσαλδάρης καταθέτει για λογαριασμό του στην Chase International μέρος των κονδυλίων που διατίθενται στη χώρα. Σε συνάντησή τους, τον απειλεί με αποκαλύψεις. Σε συναδέλφους του αναφέρει: «Κάποιοι από την ελληνική κυβέρνηση κάνουν λαθρεμπόριο χρυσού και ναρκωτικών μέσω του διπλωματικού σάκου».

Ο Πολκ είναι αντίθετος με την αμερικανική πολιτική στην Ελλάδα, ξέρει πολλά για την κυβερνητική διαφθορά και είναι φιλελεύθερος δημοσιογράφος σε μια περίοδο που οι ΗΠΑ χρειάζονται ελεγχόμενες πένες. Γράφει την αλήθεια όπως τη βλέπει και είναι ασυμβίβαστος στην ανάγκη του να την εκφράσει. Είναι αναπόφευκτο η παρουσία του να καταστεί προβληματική. Ένας λόγος επισπεύδει το γεγονός:

«Από το 1946 δεν είχα καμιά επαφή με το ΚΚΕ που να είναι πραγματική. Πολλοί μου παρουσιάστηκαν ισχυριζόμενοι ότι μιλούσαν έγκυρα, αλλά ήταν σκάρτοι. Τώρα θέλω να συναντήσω ανθρώπους που μετρούν πραγματικά. Αν χρειαστεί, θα πάω κι έξω από τη Θεσσαλονίκη, σε μέρος που θα μου υποδείξουν αυτοί». Οι καιροί δεν προσφέρονται για επισκέψεις σε βουνά και κρησφύγετα. Ο Πολκ επιμένει.

Με τη Ρέα, που ήταν δεύτερη σύζυγός του, παντρεύτηκαν στις 11 Σεπτεμβρίου του 1947 στην εκκλησία του Αγίου Διονυσίου στο Κολωνάκι. Τότε ήταν ήδη ανταποκριτής του δικτύου CBS με περιοχές ευθύνης την Ελλάδα και την Άπω Ανατολή © Ημερίδα για τη δολοφονία του Τζορτζ Πολκ/Eurokinissi/Γιάννης Παναγόπουλος

Μάρκος, μον αμούρ

Οι τελευταίες κινήσεις. Στις 20/12/47 επιστρέφει από το Κάιρο. Τον Φεβρουάριο πηγαίνει στη Βόρεια Ελλάδα. Μετ’ εμποδίων. Δε βρίσκει αεροπλάνο για τη Θεσσαλονίκη. Γράφει: «Επί 4 ημέρες προσπαθώ να πετύχω πτήση… Μου παρεμβάλλουν συνεχώς εμπόδια».

Τελικά τα καταφέρνει και προωθείται ως την Κοζάνη και τη Φλώρινα, πολύ κοντά στις θέσεις των ανταρτών του Δημοκρατικού Στρατού. Στις 27 Φεβρουαρίου μεταβαίνει στην Κωνσταντινούπολη. Επιστρέφει στην Αθήνα στις 4 Μαρτίου και στις 16 Μαρτίου φεύγει για έναν μήνα στο Κάιρο. Την Πρωτομαγιά του ’48 δολοφονείται ο υπουργός Δικαιοσύνης της κυβέρνησης Σοφούλη - Τσαλδάρη, Χρήστος Λαδάς. Αίμα στο αίμα: 107 αριστεροί κρατούμενοι εκτελούνται μέσα σε μία εβδομάδα. Στις 3 Μαΐου το ζεύγος Πολκ συναντάται στο μπαρ του «Μεγάλη Βρετανία» με παρέα διπλωματών και δημοσιογράφων. Ο Πολκ κάνει λόγο περί «συμβιβασμού και συμφιλίωσης» μεταξύ του Εθνικού Στρατού και του ΔΕΣ. Προετοιμάζεται για το ταξίδι. Το σχέδιό του: να αναρριχηθεί στον Όλυμπο, ώστε να πάρει συνέντευξη-μήνυμα του Μάρκου για ειρήνη και τερματισμό του Εμφυλίου με μια «νέου τύπου Βάρκιζα».

Η δολοφονία Πολκ στην εφημερίδα Μακεδονία

Πέμπτη 6, Αθήνα. Ο Πολκ καβγαδίζει με τη γυναίκα του, που θέλει να πάνε σε ένα πάρτι σε φιλικό σπίτι, ενώ εκείνος προτιμά να συναντήσει τον συνεργάτη του Κ. Χατζηαργύρη στο 35 της Ασκληπιού και να κουβεντιάσουν για το ταξίδι. Παρασκευή 7. Πίνει βιαστικά τον καφέ που του ετοιμάζει ο πεθερός του Ματθαίος και φεύγει χαράματα από το σπίτι με μια μικρή βαλίτσα.

Προσγειώνεται 180 χιλιόμετρα βορειοδυτικά της Θεσσαλονίκης και μεταφέρεται στη συμπρωτεύουσα με το υπηρεσιακό τζιπ του στρατιωτικού ακόλουθου της αμερικανικής πρεσβείας, Χάρβεϊ Σμιθ. Έπειτα από παρότρυνση του τελευταίου αλλάζει σχέδια για διαμονή στο ξενοδοχείο «Κοσμοπολίτ» και πιάνει δωμάτιο στο «Αστόρια», οχυρό της ΕΣΑ. Επισκέπτεται το αμερικανικό προξενείο στη Λεωφόρο Νίκης και ξεκινά αμέσως διερευνητικές επαφές. Με τον συνταγματάρχη Έις Μίλερ, σύνδεσμο με τον ελληνικό στρατό, τον Ράντολφ Κόουτς, προϊστάμενο του αγγλικού Γραφείου Πληροφοριών στη Θεσσαλονίκη, καθώς και με τον διπλωματικό υπάλληλο Ρόμπερτ Προμ. Παίρνει μόνο αρνητικές απαντήσεις. Παραπειστικές πληροφορίες, ασήμαντες ειδήσεις, υπεκφυγές. Επιμένει με αμείωτο πάθος. Συναντά δημοσιογράφους, αξιωματούχους, παράγοντες. Η επανάληψη δεν τον κουράζει. Πηγαινοέρχεται στους δρόμους και τα καΐκια του λιμανιού θέλοντας περισσότερα.

Αναπαράσταση της δολοφονίας του Τζορτζ Πολκ μέσα στη βάρκα «Άγιος Νικόλαος», όπως την φιλοτέχνησε ο ζωγράφος Νίκος Νομικός στην Απογευματινή το 1973

Σαββατόβραδο, 8 Μαΐου. Βιαστικά ανεβοκατεβάσματα στο δωμάτιό του. Ο υπάλληλος της ρεσεψιόν Ι. Νάνος τον βλέπει να επιστρέφει στις 11:00 μ.μ. και να ξαναβγαίνει 10 λεπτά αργότερα. Καλοντυμένος, με καφέ παλτό, ριγέ πουκάμισο, γκρι παντελόνι, καφέ παπούτσια και περιποιημένα πυρρόξανθα μαλλιά. Συναντά κάποιον ή κάποιους σε κεντρικό εστιατόριο ή στην προβλήτα και τρώει ένα πλούσιο γεύμα με αστακό και μπιζέλια. Η όρεξή του φανερώνει ότι βρισκόταν με οικεία πρόσωπα. Περιμένει να τον πάνε στους «ανθρώπους που μετράνε».

Στη συνέχεια: Άγνωστοι παρασύρουν τον Πολκ και τον πυροβολούν μία φορά, εξ επαφής, με μακρύκαννο όπλο μεγάλου βεληνεκούς, στο πίσω μέρος του κεφαλιού. Οι δράστες δένουν τα χέρια και τα πόδια του με σχοινί και λίγο μετά τα μεσάνυχτα αναίσθητο, αλλά ακόμη ζωντανό, τον πετάνε στα νερά του Θερμαϊκού. Ο θάνατός του προκαλείται από πνιγμό. Το σώμα του παραμένει στο νερό για εφτά ημέρες.

Η σύζυγος του Πολκ βρίσκεται στη Θεσσαλονίκη στις 16 Μαΐου για αναγνώριση. Καρποί δεμένοι με σχοινί μήκους 5 μέτρων και ανάμεσά τους 25 εκατοστά σκοινιού. Αστράγαλοι δεμένοι ξεχωριστά, με 5 μέτρα σχοινιού και πάλι 25 εκατοστά ανάμεσά τους. Άδειες κόγχες στη θέση των ματιών. Προσωπικά αντικείμενα: ρολόι, μεταλλική ταυτότητα με το όνομά του, πορτοφόλι, στυλό Πάρκερ, βέρα με τα στοιχεία: 11/9/1947, Ρέα Κοκκώνη, Κ.18. Εξωτερικές λεπτομέρειες: βάρκες αγκυροβολημένες κατά μήκος της Λεωφόρου Νίκης με την πρύμνη στραμμένη στο πεζοδρόμιο• μεγάλα καΐκια μήκους 10-30 μέτρων κινούμενα με πανιά ή μηχανές• καμπίνες, εσωτερικοί χώροι κάτω από καταστρώματα και πόρτες, πλωτά άδυτα που δεν τα διαπερνά ο ήχος. Κανείς δεν είδε τον ύψους 1.80 γαλανομάτη Αμερικανό το βράδυ της 8ης Μαΐου. Το όλο πακέτο φωνάζει «συνωμοσία». Από ποιους;

Μετά από έρευνες της αστυνομίας για τη δολοφονία του Τζορτζ Πολκ, κατηγορήθηκαν τα στελέχη του ΚΚΕ Αδάμ Μουζενίδης και Βαγγέλης Βασβανάς
Οι πιέσεις για εξεύρεση ενόχων

Οι οφειλές προς τις ΗΠΑ μεγαλώνουν. 19 Ιουνίου, εκπομπή του CBS για το φόνο του Πολκ: «Η αστυνομία της Θεσσαλονίκης ισχυρίζεται ότι έβαλε στην άκρη όλες τις τρέχουσες υποθέσεις, προκειμένου να εξιχνιάσει τη δολοφονία του Τζορτζ Πολκ. Επικαλείται την αποτελεσματικότητά της στο συγκεκριμένο τομέα. Από το 1936 δεν υπάρχει ανεξιχνίαστος φόνος στην πόλη. Για την υπόθεση έχουν διατεθεί 300 αστυνομικοί που ανακρίνουν σερβιτόρους, μπάρμαν, ταξιτζήδες… οποιονδήποτε θα μπορούσε να είχε δει τον δημοσιογράφο στις 48 ώρες από την άφιξή του στη Θεσσαλονίκη μέχρι την ώρα που δολοφονήθηκε. Κάθε καΐκι που μπήκε ή βγήκε από το λιμάνι της Θεσσαλονίκης εκείνες τις ώρες ερευνήθηκε, ενώ ερευνήθηκαν και άλλα λιμάνια». Ένα στοιχείο: η ταυτότητα του Πολκ ταχυδρομήθηκε ανώνυμα στο τμήμα της αστυνομίας στο λιμάνι αμέσως μετά την εξαφάνισή του. Η ατζέντα και το σημειωματάριό του χάθηκαν χωρίς να βρεθούν ποτέ.

Τρελές πιθανότητες αναζητούν ερμηνεία: ανταγωνισμός μυστικών υπηρεσιών• τον σκότωσαν Βρετανοί για να προκαλέσουν ρήγμα στις ελληνοαμερικανικές σχέσεις• τον σκότωσαν Αμερικανοί καταδικάζοντας τις αντίθετες με την επίσημη γραμμή θέσεις του αλλά και για να δώσουν ένα συμβολικό χτύπημα στη μερίδα του δημοσιογραφικού κόσμου που αρνούνταν να ακολουθήσει την πολιτική του Ψυχρού Πολέμου• τον σκότωσαν έλληνες ακροδεξιοί, ΕΣΑτζήδες, ΙΔΕΑτες ή Χίτες, τρομοκρατικές μειοψηφίες της Δεξιάς με συμπαθούντες στις τάξεις του στρατού που επιβουλεύονται την κοινοβουλευτική διακυβέρνηση της χώρας• τον σκότωσαν οι κομουνιστές. Η βολικότερη θεωρία, με μικρό λογικό έρεισμα, αλλά θέση με μεγάλη λαϊκή απήχηση και σαφή προτίμηση των Αμερικανών.

Η Ρέα Πολκ περιμένοντας το φέρετρο του άντρα της © Έντμουντ Κήλυ, «Φόνος στον Θερμαϊκό», εκδόσεις Γνώση, 1991

Τις έρευνες αναλαμβάνει ο διοικητής της Γενικής Ασφάλειας, ταγματάρχης Νίκος Μουσχουντής. Επί των ημερών του η αστυνομία της Θεσσαλονίκης σημειώνει τις καλύτερες επιδόσεις της στο συνεχιζόμενο πόλεμο με τους κομουνιστές. Παρεισφρέει στην οργάνωση των ανταρτών με κατασκόπους, εμβολίζει τους αριστερούς διαβόλους, ρίχνει λάσπη σε μια ιδεολογία χωρίς νομικό σύστημα προστασίας, λογχίζει κακόμοιρους μαρξιστές στα κελιά της Ασφάλειας, ποζάρει σαν ο απόλυτος κομουνιστοφάγος. Η αίσθηση φιλαλήθειας του Μουσχουντή εστιάζεται σε μία μοναδική κατεύθυνση: η δολοφονία του Πολκ ήταν έργο «ανωτάτου επιπέδου» των κομουνιστών. Οι κομουνιστές της Θεσσαλονίκης δεν ήταν αρκετά ισχυροί ή οργανωμένοι, για να διαπράξουν το έγκλημα. Οι εκτελεστές του Πολκ στάλθηκαν απέξω, με καΐκι ή άλλο ιστιοφόρο, προερχόμενοι από την πλευρά του κόλπου που βρίσκεται κοντά στους λόφους των ανταρτών.

Τροφοδοτημένος από τους αναπόδεικτους ισχυρισμούς του, προκαλώντας αδιάλειπτα πυρά σε ένα κλίμα καχυποψίας και προκαταλήψεων, ο Μουσχουντής ματαιοπονεί. Επί τρεις μήνες ανακρίνει άκαρπα περισσότερους από 500 υπόπτους και πλέον δέχεται ασφυκτική πίεση από τους ανωτέρους του για την προσαγωγή ενόχων. Η αστυνομική ολιγωρία προκαλεί την αγανάκτηση του Έρνεστ Χέμινγουεϊ: «Αν η υπόθεση Πολκ αποσιωπηθεί, αυτό θα αποτελέσει νίκη για εκείνους που πιστεύουν ότι μπορούν να σκοτώσουν την αλήθεια, σκοτώνοντας τον άνθρωπο που επιδιώκει να την αποκαλύψει».

O διοικητής της Γενικής Ασφάλειας, ταγματάρχης Νίκος Μουσχουντής © Έντμουντ Κήλυ, «Φόνος στον Θερμαϊκό», εκδόσεις Γνώση, 1991

Η Ένωση Συγγραφέων Εξωτερικού συστήνει την επιτροπή Λίπμαν με εκπρόσωπο τον «Άγριο» Γουίλ Ντόνοβαν, επικεφαλής στη διάρκεια του πολέμου του Γραφείου Στρατηγικών Υπηρεσιών. Ο Ντόνοβαν επικρίνει τις έρευνες του Μουσχουντή στον υπουργό Δημόσιας Τάξης, τους υπουργούς Δικαιοσύνης και Εξωτερικών, τον πρωθυπουργό και τον βασιλιά Παύλο. Οι ΗΠΑ απειλούν με επίσημο διάβημα και ανάληψη της διεξαγωγής των ανακρίσεων. Κοντεύει Δεκαπενταύγουστος…

Η σύλληψη του Γρηγόρη Στακτόπουλου

Έπρεπε να είναι κάτι γρήγορο και σχετικά πειστικό. Ο Μουσχουντής παίρνει στα χέρια του την έκθεση του αντισμήναρχου Τζ. Κέλις, η οποία φωτογραφίζει τον δημοσιογράφο Γρηγόρη Στακτόπουλο ως ένοχο σε μια λίστα δέκα υπόπτων. Ο Στακτόπουλος: συνομήλικος του Πολκ, εγκαταστημένος στη Θεσσαλονίκη μετά τη μικρασιατική καταστροφή, μέλος της ΕΣΗΕΜ-Θ, με σπουδές στη Μόσχα, κομουνιστική δράση και προοδευτική αρθρογραφία στη δημοκρατική «Μακεδονία». Ήσυχος, άβγαλτος, δειλός, χωρίς ερείσματα και κομματικούς προστάτες.

Απομένει το σενάριο. Ο Μουσχουντής σολάρει: Ο Στακτόπουλος και η μητέρα του διατηρούν επαφές με το ΚΚΕ. Ο Στακτόπουλος συνάντησε στην Αθήνα με εντολή του κόμματος τον Πολκ και τον έπεισε να ανέβει στη Θεσσαλονίκη, για να συναντήσει τον Μάρκο στα βουνά. Ο Στακτόπουλος βγάζει τον Πολκ για αστακό με μπιζέλια στο «Λουξεμβούργο» και στη συνέχεια μπαίνουν σε μια βάρκα μαζί με τα στελέχη του ΚΚΕ Αδάμ Μουζενίδη και Βαγγέλη Βασβανά. Μέσα στη βάρκα τον πυροβολεί εξ επαφής ο Μουζενίδης. Η μητέρα του Στακτόπουλου ήταν αυτή που έστειλε στην αστυνομία την ταυτότητα του θύματος.

Η θεωρία χωλαίνει. Ο Μουζενίδης είναι πιθανότατα νεκρός από καιρό -η δολοφονία του δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα του Δημοκρατικού Στρατού- και ο Βασβανάς βρίσκεται αποδεδειγμένα μακριά από τη Θεσσαλονίκη. Όμως ο Μουσχουντής χρειάζεται απεγνωσμένα μια κούκλα βουντού, για να την προσφέρει στο κοινό.

Η δολοφονία Πολκ στο «Βήμα» της εποχής

Ο δημοσιογράφος συλλαμβάνεται στις 14 Αυγούστου, περιμένοντας το λεωφορείο Καλαμαριά - Αρετσού. Οδηγείται στην Ασφάλεια, υπόκειται σε σωματική έρευνα και, όταν διαμαρτύρεται στον υπαξιωματικό, τρώει κλωτσιές, χαστούκια και βρισιές: «Διαμαρτύρεσαι κιόλας, κωλόπουστε…». Το τρίτο 24ωρο της σύλληψής του, τρομοκρατημένος, σε κατάσταση σοκ από το φόβο, δέχεται επισκέψεις. «Ήταν νύχτα. Από την πόρτα που μισάνοιξε μπήκε φως, που με πείραξε στα μάτια. Τα έτριψα και είδα έναν κοντόχοντρο να στέκεται απέναντί μου. Ήταν ο Μουσχουντής. Έδειξε έκπληκτος και φώναξε: “Τι χάλια είναι αυτά; Βάλτε του ένα φως. Του δίνετε φαΐ; Βάλτε του και ένα κρεβατάκι να ξαπλώσει ο άνθρωπος”». Ο Μουσχουντής δικαιολογείται στον κρατούμενο πως έλειπε επί μέρες για «κυνήγι», τον καθησυχάζει και του προσφέρει τσιγάρο.

Μουσχουντής και Στακτόπουλος: η γέρικη, έμπειρη γάτα που αντιμετωπίζει το μικρό, άπειρο ποντικάκι. Βασανιστήρια: ορθοστασία, αϋπνία, φάλαγγα, ηλεκτροσόκ• εκβιασμοί εναντίον της μητέρας και των αδελφών του• απειλές εκπαραθύρωσης. Απόσπαση ομολογίας. Στις 20 Σεπτεμβρίου συλλαμβάνεται η μητέρα του Στακτόπουλου και, υπό το θέαμα του γιου της («αναίσθητος, ένας σωρός από κρέατα»), δέχεται την κατηγορία της συνέργιας. Στις 17 Οκτωβρίου, σε μια λαμπερή συνέντευξη Τύπου, οι υπουργοί Δημόσιας Τάξης και Δικαιοσύνης ανακοινώνουν, παρουσία του αμερικανού ακόλουθου, όλης της ηγεσίας της Χωροφυλακής Θεσσαλονίκης και με τον Μουσχουντή σε οργασμική τροχιά δόξας, τη διαλεύκανση της δολοφονίας του Πολκ. Το φόνο σχεδίασαν οι κομουνιστές, για να εκθέσουν την Ελλάδα στο εξωτερικό και για να διαταράξουν τις σχέσεις με την Αμερική. Εκτελεστές, οι ασύλληπτοι Βασβανάς - Μουζενίδης και ο Στακτόπουλος, ο οποίος ομολόγησε.

Ο Γρηγόρης Στακτόπουλος στην αίθουσα του δικαστηρίου © Έντμουντ Κήλυ, «Φόνος στον Θερμαϊκό», εκδόσεις Γνώση, 1991

Στη δίκη του Απρίλη ο Στακτόπουλος απολογείται: «Ήμουν κομουνιστής του ΚΚΕ και διακηρύσσω ότι η πατρίς μου η Ελλάς είναι αθώα του εγκλήματος του φόνου του Γεωργίου Πολκ που έχει αποδοθεί εις αυτήν. Κατηγορώ και καταγγέλλω το ΚΚΕ και την Κονονφόρμ και την Μόσχαν ως δράστας του εγκλήματος τούτου… Όταν κανείς μάλιστα γίνεται Έλλην, τα λέει όλα και εγώ έχω αποφασίσει να γίνω Έλλην. Μέσα εκεί εις το κρατητήριον όπου εκρατούμην σ’ αυτό το διάστημα, άνοιξαν τα μάτια μου και έγινα Έλληνας».

Ένα ακόμη αίνιγμα του Βορρά

Αυτή είναι η ιστορία. Εδώ και πάνω από μισό αιώνα αδικαίωτη. Αντιδημοσιογραφική. Χωρίς ουσιώδη συμπεράσματα, ρεαλιστικούς υπόπτους, αποκαλυφθέντα κίνητρα• απλώς βρόμικη. Ο Στακτόπουλος τιμωρήθηκε από το Κακουργιοδικείο Θεσσαλονίκης σε ισόβια, η μητέρα του αθωώθηκε, ενώ οι Μουζενίδης - Βασβανάς καταδικάστηκαν ερήμην σε θάνατο. Ο Στακτόπουλος έμεινε φυλακισμένος για 12 χρόνια και, όταν τελικά του δόθηκε χάρη, βρήκε τα πάντα γύρω του διαφορετικά: τα αντρικά παπούτσια φοριόντουσαν χωρίς κορδόνια, οι δρόμοι είχαν γεμίσει με φώτα, η ελευθερία του φαινόταν ανοίκεια. Μοίρασε το διπλό κόσμο του ανάμεσα στο εργασιακό του αντικείμενο και τη μαύρη τρύπα της υπόληψής του. Παντρεύτηκε, δούλεψε στον «Κήρυκα», τη «Μακεδονία» και στο Reuters και διεκδίκησε την ηθική αποκατάστασή του. Τέσσερις αιτήσεις αναψηλάφησης της δίκης -οι τρεις μετά τον θάνατό του- απορρίφθηκαν από τον Άρειο Πάγο.

Στο μεταξύ, Άγγλοι, Αμερικανοί και Έλληνες κυκλοφορούν βιβλία που τον αθωώνουν πανηγυρικά, δημοσιογραφικές έρευνες κάνουν λόγο για «τον σύγχρονο Ντρέιφους», κεφάλαια σβήνονται και ξαναγράφονται. Ενδεικτικά, το βιβλίο «Η υπόθεση Πολκ - Στακτόπουλου: μια ανθρώπινη και δικαστική τραγωδία», γραμμένο από τον επίτιμο αντιεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανάσιο Καφίρη, προχωρά σε μια εμπεριστατωμένη «εξωδικαστική αναψηλάφηση» της υπόθεσης, που χαρακτηρίζει ως τη «μεγαλύτερη δικαστική πλάνη στην ιστορία του τόπου μας».

Όμως, όσο τα ουσιωδέστερα έγγραφα παραμένουν στα απόρρητα των αμερικανικών και βρετανικών μυστικών υπηρεσιών, παραμένει απίθανο να γίνει μια εμπεριστατωμένη έρευνα σε βάθος. Όπως ισχυρίζονται και οι περισσότερο ανήσυχοι ιστοριοδίφες, πρόκειται για μια υπόθεση που «δεν μπορεί πια να διερευνηθεί στην ουσία, παρά μόνο στο φόντο της». Ένα ακόμη αίνιγμα του Βορρά.