Ελλαδα

Εφημερία στο «Αγλαΐα Κυριακού»

Θέλω να γράψω «δεν είναι τόσο χάλια όσο νομίζετε» αλλά, αν έχετε περάσει από εφημερία δημόσιου νοσοκομείου, πόσο μάλλον αν είστε στην εφημερία, δεν σας ξεγελάω εύκολα

Μανίνα Ζουμπουλάκη
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Εφημερία σε νοσοκομείο παίδων - Το άρρωστο παιδί και οι ήρωες γιατροί

Χρόνια είχα να μπω στο Γενικό Νοσοκομείο Παίδων Αθηνών «Παναγιώτη και Αγλαΐας Κυριακού», από το 2009 που πάλι ο ίδιος γιος είχε νοσηλευτεί άρον-άρον. Ήταν σα να μην πέρασε μια μέρα: δίπλα μας στον θάλαμο είχαμε δύο χαριτωμένα Ρομάκια και η μαμά τους μου έκανε τις στάνταρ ερωτήσεις που κάνουν πάντα οι νεαρές Ρομά μαμάδες στις «μπαλαμές», τις «άσπρες» μαμάδες: 1) πόσα παιδιά έχεις, 2) πόσο χρονών είσαι και 3) αν μένεις σε δικό σου σπίτι. Τα «μόνο» τρία παιδιά μου δεν πιάνουν χαρτωσιά στην Ρομά κουλτούρα, οπότε τα έκανα πέντε μάνι-μάνι, και κατέβασα την ηλικία μου 6-7 χρόνια… αλλά δεν μένω σε δικό μου σπίτι, κι αυτό χάλασε τη μαγιά. «Καλά, έχεις πέντε παιδιά και μένεις στο ξένο σπίτι;» με ρώτησε η μαμά-Ρομά με γουρλωμένα μάτια. Στα οποία μάτια της έπεσα στα Τάρταρα, παρά τα (φανταστικά) πέντε παιδιά μου…

Πάμε στην εφημερία του «Αγλαΐα Κυριακού», μια χειμωνιάτικη Τετάρτη, λίγο πριν τα μεσάνυχτα, που ο γιος μου ανεβάζει σαράντα πυρετό και βρισκόμαστε στην ουρά για νουμεράκι, έπειτα σε άλλη ουρά έξω από το εξεταστήριο. Μια μαμά διαμαρτύρεται ότι περιμένει τέσσερις ώρες με το έξι μηνών μωρό της που ψήνεται, και αισθάνομαι άσχημα γιατί ο δικός μου είναι 15 χρονών νταγλαράς, άσχετα που επίσης ψήνεται – είναι πιο στενάχωρο το άρρωστο έξι μηνών μωρό και η μαμά που το κουβαλάει.

Τα Νοσοκομεία Παίδων διαφέρουν από τα άλλα δημόσια νοσοκομεία επειδή οι 20-30 ασθενείς γύρω σου είναι μωρά και παιδάκια, από λίγων ημερών μέχρι 16 ετών. Βήχουν ασταμάτητα, κλαίνε, φωνάζουν, φυσάνε τη μύτη τους, βαριούνται, ψήνονται, υποφέρουν και θέλουν να πάνε σπίτι. Τα μικρότερα κοιμούνται στην αίθουσα αναμονής, σε αγκαλιές ή σε καρέκλες. Όταν έρχεται η σειρά του παιδιού σου, το εξετάζουν με τρομερή ταχύτητα και αποτελεσματικότητα οι ηρωικοί γιατροί, σημειώνουν τα στοιχεία και τα συμπτώματά του, το στέλνουν δίπλα σε ηρωικές νοσηλεύτριες ή/και νοσοκόμες να του πάρουν αίμα. Μετά περιμένεις πάλι στην ίδια αίθουσα με ακόμα περισσότερα παιδάκια που αισθάνεσαι ότι βήχουν στο σβέρκο σου.

Σε δύο ώρες βγαίνουν οι εξετάσεις αίματος και αποφασίζεται άμεση εισαγωγή που μπαϊλντισμένου, εξαντλημένου ασθενούς. Είναι δυόμιση το πρωί όταν βρίσκεται κρεβάτι και τέσσερις όταν μπαίνει η ενδοφλέβια αντιβίωση. Η συνοδός –μαμά κυρίως, αλλά και μπαμπάς– δικαιούται μία πλαστική καρέκλα με σκληρό πάτο, που γίνεται όλο και σκληρότερος όσο προχωράει, αργά-αργά σα σάλιαγκας, το ξημέρωμα. Στο σκοτάδι του θαλάμου εκτιμώ επιτέλους το κινητό μου γιατί διαβάζω ειδήσεις ασταμάτητα, βλέπω ένα ντοκιμαντέρ για τον Ιρκούτσκ, την πιο κρύα πόλη του πλανήτη με -50 -70 βαθμούς Κελσίου, που σα να μη της έφτανε το χάλι της είναι χτισμένη πάνω σε πάγο και με την κλιματική αλλαγή θα γκρεμιστεί… αλλά βγαίνει ένας ντόπιος κλιματολόγος και μας διαβεβαιώνει ότι έχουμε χρόνο, τουλάχιστον έναν αιώνα, μέχρι να λιώσει το Ιρκούτσκ, είναι κι αυτό μια ανακούφιση. Κάθε είκοσι λεπτά πρέπει να θερμομετρώ το σχεδόν αναίσθητο παιδί μου και να σημειώνω την θερμοκρασία του σε ένα χαρτάκι. Κάθε μιάμιση ώρα περνάει μια νοσοκόμα να βεβαιωθεί ότι δεν έχω κοιμηθεί. Δεν έχω, τώρα μαθαίνω πώς χτίζεται μια πολυκατοικία πάνω σε πάγο, κι αμέσως μετά έχω τον Πετρετζίκη που μιλάει, όχι για το Ιρκούτσκ παρά για κάτι κουραμπιέδες πολύ εύκολους, να, εδώ που κάθομαι μπορώ να τους φτιάξω (νοτ).

Κάποιο μωρό ουρλιάζει από διπλανό θάλαμο, ένα άλλο απλώς κλαίει. Μετά τις πρώτες νυχτερινές ώρες παύεις να προσέχεις τα ουρλιαχτά, ξέρεις ότι κανείς δεν το σφάζει το μωρό, απλώς πονάει, ή βαριέται, πάντως είναι ασφαλές: η ουσία είναι ότι κι εσύ αισθάνεσαι ασφαλής για το παιδάκι σου. Οι γιατροί που περνάνε το πρωί ξέρουν τι κάνουν, οι νοσηλεύτριες, νοσοκόμες, εκπαιδευόμενοι, όλοι πατάνε γερά στα πόδια τους. Εξετάζουν το παιδί σου σε λίγα λεπτά, με συνοπτικές διαδικασίες, σε αποκαλούν «μαμά», στα λένε τροχάδην και φεύγουν γιατί έχουν άλλα εκατό παιδιά να δούνε. Ήδη, με ένα βράδυ στην πλαστική καρέκλα, έχεις μπει στην ζωή του νοσοκομείου σα να μην έφυγες ποτέ: κατεβαίνεις στο κυλικείο, αγοράζεις νερά, τσάι, κριτσίνια και αντισηπτικά μαντηλάκια που τα σιχαίνομαι επειδή μου θυμίζουν αυτό ακριβώς – νοσοκομείο. Δεν έχω πρόβλημα με μια νύχτα αγρύπνιας, στα περιοδικά μεγάλωσα, με πολύ ξενύχτι, μόνο που στο θάλαμο δεν ησυχάζει ποτέ το κεφάλι σου, και δεν περνάει η η ώρα με τίποτα…

Το πρωί με αντικαθιστά ο μπαμπάς του μικρού και τρέχω να κοιμηθώ – «τρέχω» τρόπος του λέγειν γιατί απεργούν τα ταξί και τα λεωφορεία περνάνε με την άνεσή τους. Κοιμάμαι πάντως ένα δίωρο, επιστρέφω στο νοσοκομείο αυτή τη φορά οργανωμένη, με βιβλίο, φορτιστή και στεγνά, καραβίσια τρόφιμα. Το φαγητό είναι καλό, ο μικρός τρώει γιουβαρλάκια μόλις συνέρχεται, αλλά ο/η συνοδός βολεύεται με ξηρά τροφή. Τα παιδιά Ρομά στα διπλανά κρεβάτια παίζουν «Πού θα πας εκεί/στη βόρεια Αμερική/να βρεις έναν ελέφαντα που παίζει μουσική» και θυμάμαι να το παίζουν τα παιδιά μου όταν ήταν κι αυτά μικρά. Τα τρία παιδιά μου, γιατί δεν έχω πέντε (παιδιά), το είπα για να με αξιολογήσει καλύτερα η μαμά-Ρομά, που έχει ήδη τέσσερα παιδιά κι είναι μικρότερη από τον μεγάλο μου γιο…

Τέλος πάντων περνάνε πολλές, πολλές ώρες. Διαβάζω βιβλίο, θερμομετρώ, τσεκάρω, πάω τουαλέτα, κατεβαίνω κυλικείο και φτου κι απ’ την αρχή. Βλέπω όλα τα βίντεο του Διονύση Ατζαράκη και της Κατερίνας Βρανά, μετά άλλα βίντεο, μετά ξαναγυρίζω στο Ιρκτούτσκ, μήπως έχουμε νεότερα με τους πάγους. Έρχονται οι γιατροί: στα δημόσια νοσοκομεία κλείνεις το κινητό στα μούτρα του συνομιλητή σου συνέχεια επειδή «έρχονται οι γιατροί», αλλά συχνά δεν είναι γιατροί, είναι η τραπεζοκόμος, ο σερβιτόρος, η καθαρίστρια, κάποιος που πουλάει κάτι που δεν σε ενδιαφέρει καθόλου, έχεις τον πόνο σου.

Όταν περνάει και το δεύτερο, ή τρίτο, ή εικοστό εικοσιτετράωρο, όλα δείχνουν καλά και μπορούμε να φύγουμε. Ποτέ δεν θυμάμαι πόσες ώρες, μέρες και νύχτες έχω μείνει «μέσα», με ρωτάνε μετά φίλοι και συγγενείς κι είναι θολό, μπορεί να ήταν δύο νύχτες μπορεί να ήτανε δέκα. Όλα πήγαν καλά όμως, και φύγαμε όρθιοι, μόνο με τα παρελκόμενα του ιού Κοξάκι (άφθες, εξανθήματα, κατάπτωση).

Μέσα σε μια ώρα τα έχω ξεχάσει όλα. Όπως γίνεται πάντα μετά την παραμονή σε δημόσιο νοσοκομείο. Το οποίο εκτιμάω απεριόριστα και θα έπρεπε να στήνουμε κάθε μέρα αγάλματα στους γιατρούς, νοσηλευτές, νοσοκόμους, τραυματιοφορείς και γενικά στο προσωπικό που εφημερεύει, που καταφέρνει να τα βγάζει πέρα σε ατελείωτες νύχτες και εξαντλητικές ημέρες. Ο νεαρός γιατρός της εφημερίας μας ήταν ακόμα σε κάποιο διάδρομο δύο ή τρεις μέρες μετά και, σε αντίθεση με εμένα, έδειχνε ζωηρός, έλεγε δυνατά «μαμά» εξηγώντας κάτι σε μια γυναίκα με μωρό στην αγκαλιά, ήθελα να του πω μπράβο κι ευχαριστώ αλλά τον φώναξαν να μπει σε ένα θάλαμο και δεν πρόλαβα.

Ευχαριστώ όμως τον κόσμο που εφημερεύει στο «Αγλαΐα Κυριακού», όπως και στο «Αγία Σοφία»: είναι ήρωες. Θα έπρεπε να πληρώνονται ηρωικά. Τους εύχομαι να αντέχουν, τουλάχιστον μέχρι να λιώσει το Ιρκούτσκ…