Ελλαδα

Σε βλέπω ξυπόλητο

Φοβάμαι μήπως σκληρύναμε τόσο που αδυνατούμε πια να σκεφτούμε το καλό... 

Λένα Διβάνη
ΤΕΥΧΟΣ 894
1’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η συγγραφέας Λένα Διβάνη γράφει για τους άστεγους

Σε βλέπω, ή μάλλον δεν σε βλέπω. Τα παπούτσια σου βλέπω εγκαταλειμμένα στο πεζοδρόμιο – σταβοπατημένα, φθαρμένα, κτερίσματα μιας ζωής σκληρής. Γυρνούσαμε από το σινεμά όταν σκοντάψαμε πάνω τους.

«Μα τι έγινε;» αναρωτήθηκε η Μ. «Παράτησε τα παπούτσια του και το βαλε στα πόδια; Θα τον κυνηγούσαν. Βρε τον φουκαρά… πρόσφυγας χωρίς χαρτιά θα ήταν – αλλιώς γιατί να τρέξει; Λες να τον βούτηξαν;» 

«Σταμάτα, ρε drama queen» την έκραξε ο Α. «Πιθανότατα ο άστεγος βρήκε στα σκουπίδια κανά ζευγαράκι πιο σένιο και απλώς άλλαξε παπούτσια. Αναβάθμισε το λουκ του». 

«Εγώ λέω ότι συνάντησε κανέναν πατουσάκια που τον πλήρωσε για να βγάλει τα παπούτσια του και να τον απολαύσει ξυπόλυτο. Γούστα είναι αυτά!», πέταξε η Α. γελώντας.

«Ή είναι ο Σταχτομπούτος και τώρα κυκλοφορεί με ένα γυάλινο loafer» γέλασε ο Α.

«Εγώ λέω ότι πέθανε και τον μάζεψαν βιαστικά, οπότε ξεμείναν τα παπούτσια του στο πεζοδρόμιο» είπε η Λ. 

«Σκάστε πια, ψυχανώμαλοι», έβαλε τις φωνές η Χ. που είχε ταραχτεί. «Τι άνθρωποι είστε εσείς; Ούτε πέθανε, ούτε στη φυλακή είναι. Κάποιος τον λυπήθηκε και του πήρε καινούργια παπούτσια. Υπάρχουν και καλοί άνθρωποι, ξέρετε…»

Υπάρχουν, αγαπημένη μου Χ. Δίκιο έχεις. Εγώ, ας πούμε, ευτυχώς ξέρω έναν: εσένα!

Υ.Γ. Τι μας συνέβη, αλήθεια; Τρεις μέρες είχε κολλήσει το μυαλό μου σ’ αυτό το ενσταντανέ. Ασήμαντο, θα μου πείτε. Αστείο. Δεν νομίζω. Φοβάμαι μήπως σκληρύναμε τόσο που αδυνατούμε πια να σκεφτούμε το καλό...