Ελλαδα

Παράδοση και ηθική

Από τη στιγμή που συμφωνούμε λοιπόν ότι τα ζώα είναι «άτομα», θα πρέπει στην οποιαδήποτε παράδοση που λαμβάνουν μέρος, να επωφελούνται και εκείνα με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο

Εριέττα Κούρκουλου - Λάτση
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η Εριέττα Κούρκουλου - Λάτση γράφει για την κακοποίηση ζώων, την παράδοση ως δικαιολογία και τις αντιδράσεις περί υπερβολικής φιλοζωίας

Σύμφωνα με το λεξικό της ελληνικής γλώσσας, παράδοση «είναι ό,τι αναπτύσσεται ιστορικά και μεταδίδεται από γενιά σε γενιά, σε συμπεριφορές, αντιλήψεις, ιδέες, έθιμα, θεσμούς κ.λπ. εξελισσόμενο παράλληλα με τις αλλαγές της κοινωνίας».

Η παράδοση αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα στοιχεία της ταυτότητάς μας, και του Ελληνισμού μας. Στη δική μου οικογένεια, εκτός από τις παραδόσεις που έχουν μεταφερθεί από τους γονείς και τους προγόνους μας, έχουμε υιοθετήσει και παραδόσεις άλλων χωρών και έχουμε δημιουργήσει και δικές μας, καινούργιες παραδόσεις. Στη σύγχρονη πραγματικότητα που η καθημερινότητά μας εξελίσσεται με ραγδαίους ρυθμούς και η τεχνολογία έχει αντικαταστήσει τους φυσικούς τρόπους επικοινωνίας των ανθρώπων, οι παραδόσεις, μας καλούν να ελαττώσουμε ταχύτητα, να επανασυνδεθούμε με τους φίλους και την οικογένειά μας και να θυμηθούμε τις ρίζες μας.

Η όμορφη πλευρά των παραδόσεων είναι αδιαμφισβήτητη και γι’ αυτό είναι απολύτως απαραίτητο να διατηρηθούν. Όμως οι παραδόσεις έχουν και ένα άσχημο πρόσωπο –σεξιστικό, ρατσιστικό, κακοποιητικό–, ένα πρόσωπο που υπονομεύει δεκαετίες προόδου όσων αφορά τον σεβασμό των δικαιωμάτων των ζώων των γυναικών, των παιδιών και άλλων μειονοτήτων, ενισχύοντας και διαιωνίζοντας διακρίσεις που δεν έχουν θέση σε μια σύγχρονη κοινωνία.

Στη Βόρεια Αφρική, όπου οι υπέρβαρες γυναίκες θεωρούνται ελκυστικές, στέλνουν μικρά κοριτσάκια (ηλικίας 6 ετών και άνω) σε ειδικές κατασκηνώσεις «πάχυνσης», όπου πραγματοποιείται αναγκαστική σίτιση 16.000 θερμίδων την ημέρα (Grover, 2017 HuffPost). Στο Νεπάλ, ένα 16χρονο κορίτσι έχασε τη ζωή του «ως αποτέλεσμα της πρακτικής της τοπικής παράδοσης του «Τσαουπάντι» (Chhaupadi), που οι γυναίκες κατά την έμμηνο ρύση αναγκάζονται να μένουν σε καλύβες μακριά από τα σπίτια τους» (Πρώτο Θέμα, 2023) και στο Γιουλίν της Κίνας, οι κάτοικοι της περιοχής διοργανώνουν φεστιβάλ κρέατος σκύλων κάθε χρόνο από τις 21 μέχρι τις 30 Ιουνίου (Ahluwalia, 2022 Independent).

Όλα τα παραπάνω, είναι λογικό να μας ακούγονται ακραία, βάναυσα και τριτοκοσμικά, όμως με μια δεύτερη ματιά, αντιλαμβανόμαστε ότι ακόμα και στη χώρα μας, την Ελλάδα, χρησιμοποιείται συχνά η δικαιολογία της παράδοσης με σκοπό τη διευκόλυνση της εκμετάλλευσης και της καταπάτησης των δικαιωμάτων «ευάλωτων» ανθρώπινων και μη – ανθρώπινων ζώων.

Όταν άκουσα για πρώτη φορά ότι κάπου στην Κίνα σφάζουν και σουβλίζουν σκυλιά και γάτες, δεν μπορούσα να το πιστέψω. Πώς είναι δυνατόν να συμπεριφέρονται έτσι στα δύο ζώα που έχουν αποδείξει εδώ και χιλιάδες χρόνια την αγάπη και την αφοσίωσή τους προς τον άνθρωπο; Πώς είναι δυνατόν να αγνοούν τον πόνο, αλλά και την ευφυΐα τους;

Αυτά τα ερωτήματα βασάνιζαν το μυαλό μου, μέχρι που γνώρισα τον Σνούπι. Ο Σνούπι ήταν μία κατσίκα λίγων μόνο ημερών, ο οποίος βρέθηκε μόνος του, ετοιμοθάνατος από την ομάδα του ΣΠΑΖ κάπου κοντά στα Νότια Προάστια. Από την πρώτη στιγμή που τον ανέλαβα, κατάλαβα ότι δεν διέφερε σε τίποτα από τα 8 σκυλιά μου. Έκτοτε, όποτε έβλεπα εικόνες από το φεστιβάλ στο Γιουλίν της Κίνας, ήταν σαν να βλέπω εικόνες από το σούβλισμα των αρνιών στη χώρα μας. Κατάλαβα επιτέλους ότι η μόνη διαφορά μεταξύ των δύο, είναι ότι εμείς έχουμε «κανονικοποιήσει» την εικόνα των αρνιών, γιατί αποτελεί μια ελληνική παράδοση εδώ και εκατοντάδες χρόνια. Η μόνη διαφορά συνεχίζει να είναι ότι αποτελεί μια ΕΛΛΗΝΙΚΗ παράδοση. Εάν αυτό συνέβαινε σε οποιαδήποτε άλλη χώρα, η εικόνα ενός σουβλισμένου αρνιού, θα μας φαινόταν εξίσου σοκαριστική και βάρβαρη με αυτή του σκύλου.

Η δικαιολογία της παράδοσης κανονικοποιεί πολλές πράξεις, που υπό άλλες συνθήκες θα μας φαίνονταν βαθιά προβληματικές. Αυτό αποδείχθηκε και με τα τελευταία ευτράπελα που βγήκαν στην επιφάνεια, σχετικά με τον βασανισμό (ναι βα - σα - νι - σμό) των ιπποειδών στην Ελλάδα. Για ακόμη μια φορά, οι υπεύθυνοι έτρεξαν να υπερασπιστούν τις πράξεις τους, ισχυριζόμενοι ότι η χρήση των ιπποειδών αποτελεί παράδοση που μετράει εκατοντάδες χρόνια και ότι ως ζώα «εργασίας», είναι «φτιαγμένα» για να «αντέχουν». Έχω πολλές ενστάσεις σχετικά, και θα προσπαθήσω να τις συνοψίσω σε λίγες παραγράφους.

Πρώτον, η παράδοση είναι κάτι που υποτίθεται ότι στηρίζεται στην ενότητα, την αγάπη και τη χαρά όλων όσοι λαμβάνουν μέρος σε αυτή. Μέσα σε αυτούς που λαμβάνουν μέρος σε αυτές τις υποτιθέμενες «παραδόσεις», είναι και τα ίδια τα ζώα. Τα ζώα είναι και αυτά «κάποιος», όχι «κάτι». Εάν δυσκολεύεται κανείς να δεχθεί αυτή τη δήλωση, δεν έχει παρά να καθίσει να σκεφτεί εάν τα μη-ανθρώπινα ζώα έχουν περισσότερες ομοιότητες με έναν άνθρωπο ή ένα αντικείμενο. Η απάντηση είναι εύκολη. Τα ζώα όπως και εμείς έχουν ξεχωριστές προσωπικότητες, βιώνουν έντονα συναισθήματα, δημιουργούν δεσμούς και κοινότητες. Έχουν επίσης παρόμοιο νευρικό, καρδιολογικό, πνευμονολογικό και πεπτικό σύστημα με εμάς, γεγονός το οποίο εξηγεί τους λόγους για τους οποίους δυστυχώς υπόκεινται σε πειράματα εδώ και εκατοντάδες χρόνια.

Από τη στιγμή που συμφωνούμε, λοιπόν, ότι τα ζώα είναι «άτομα», θα πρέπει στην οποιαδήποτε παράδοση που λαμβάνουν μέρος, να επωφελούνται και εκείνα με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο. Δυστυχώς όμως, δεν μπορώ να σκεφτώ ούτε μια παράδοση στην Ελλάδα που να τα αφορά και να μην είναι εις βάρος τους.

Η δεύτερή μου ένσταση, έχει να κάνει με τον ισχυρισμό ότι τα ιπποειδή (και όχι μόνο), είναι ζώα «εργασίας», δηλαδή εργάζονται. Αρχικά, ελπίζω να συμφωνούμε όλοι στο ότι για να πούμε ότι κάποιος είναι «εργαζόμενος», εργάζεται από επιλογή. Έχει εξετάσει και αξιολογήσει τις εναλλακτικές που του προσφέρονται, και έχει επιλέξει να εργαστεί κάπου. Είναι ξεκάθαρο στην περίπτωση των ζώων εργασίας ότι κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Τα ζώα αυτά δεν έχουν επιλογή. Εάν αρνηθούν να «δουλέψουν» θα αναγκαστούν να υποστούν τις σωματικές συνέπειες και σε πολλές περιπτώσεις εάν θεωρηθεί ότι είναι πλέον «άχρηστα», το πληρώνουν με τη ζωή τους.

Επίσης, η εργασία προϋποθέτει και ανταμοιβή, και για να προλάβω εκείνους που θα ισχυριστούν ότι το φαγητό και το νερό αποτελούν ανταμοιβή, θα απαντήσω ότι είναι βασικές ανάγκες επιβίωσης –όχι ανταμοιβή– για τις οποίες τα ζώα αυτά δεν θα μας χρειάζονταν εάν δεν τα φυλακίζαμε εξ αρχής.

Tα ζώα «εργασίας» έχουν περισσότερα κοινά με τους σκλάβους, παρά με τους εργαζόμενους ανθρώπους. Ακόμα χειρότερα, δεν έχουν φωνή για να εκφράσουν τα συναισθήματα και τα αισθήματά τους, ή να υπερασπιστούν τα δικαιώματά τους.

Με βάση όλα τα παραπάνω, λοιπόν, καταλήγουμε στο ότι τα ζώα «εργασίας» έχουν περισσότερα κοινά με τους σκλάβους, παρά με τους εργαζόμενους ανθρώπους. Ακόμα χειρότερα, δεν έχουν φωνή για να εκφράσουν τα συναισθήματα και τα αισθήματά τους, ή να υπερασπιστούν τα δικαιώματά τους. Δυστυχώς για αυτά, αρκεί κάποιος κτηνίατρος να αποφασίσει ότι «αντέχουν». Δυστυχώς για αυτά, πολλοί αισθάνονται ότι η «αντοχή» μετριέται με βάση το πόσα κιλά μπορεί να σηκώσει ένα ζώο μέχρι να λυγίσουν τα πόδια του ή να πάθει ανακοπή σε κάποια ανηφόρα.

Δυστυχώς για εκείνους βέβαια, υπάρχουμε και εμείς –οι ενοχλητικοί– οι υπερβολικοί φιλόζωοι. Εμείς, που είμαστε «υπερευαίσθητοι», γιατί τολμάμε να πηγαίνουμε κόντρα στην αδικία. Εμείς που πιστεύουμε ότι η ηθική θα πρέπει να υψώνεται πάνω από κάθε είδους παράδοση.

Με ρώτησαν πολλοί «αν κατάλαβα τι έκανα» όταν δημοσίευσα αυτές τις εικόνες. Ισχυρίστηκαν επίσης πολλοί ότι αυτό που έκανα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως «συκοφαντική δυσφήμηση». Βρίσκω εδώ την ευκαιρία να τους απαντήσω, ότι το μόνο που ήξερα είναι ότι οι εικόνες αυτές με αρρώστησαν, ότι αυτά τα ζώα βασανίστηκαν και ότι ήταν χρέος μου να τα υπερασπιστώ γιατί πολύ απλά δεν μπορούν να υπερασπιστούν τον εαυτό τους. Όσο για την αντίδραση του κόσμου; Την κατακραυγή; Ήταν αυθόρμητη. Δεν ήταν στο χέρι μου να την ελέγξω. Τους γύρισε απλά το στομάχι, όπως γύρισε και το δικό μου.

Κλείνοντας, έχω να πω ότι ενώ γνωρίζω πολύ καλά τη διαφορά ενός γαϊδουριού από ένα μουλάρι και ενός μουλαριού από έναν άνθρωπο, αναγνωρίζω και τις ομοιότητές τους – και αυτό μου αρκεί για να φωνάζω. Μου αρκεί για να φωνάζω δυνατά και ακούραστα, μέχρι να με ακούσουν οι υπεύθυνοι και να καταλάβουν επιτέλους ότι δεν υπάρχει καμία δικαιολογία για την κακοποίηση των ζώων. Όπου υπάρχει θέληση, υπάρχει τρόπος και η τρομακτική εξέλιξη της τεχνολογίας, μας προσφέρει δυνατότητες που δεν υπήρχαν ποτέ άλλοτε.

Εγώ υπόσχομαι ότι θα είμαι δίπλα –με κάθε τρόπο– σε οποιονδήποτε αποφασίσει να πάει κόντρα στο κύμα και να πολεμήσει το άδικο. Ο κόσμος μας εξελίσσεται με ραγδαίους ρυθμούς και έχουμε την επιλογή να καταταχθούμε στην κατηγορία των πρωτοπόρων, όπως έκαναν οι πρόγονοί μας, ή στην κατηγορία των βάρβαρων. Ως Ελληνίδα, θα προτιμούσα την πρώτη.