Ελλαδα

Σφίγγες, μια σουρεαλιστική προσέγγιση

Ο χρόνος της περισυλλογής εξαντλείται και σύντομα ξαναρχίζουμε το βουητό και τα τσιμπήματα...

Μαρία Μαυρικάκη
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η συγγραφέας Μαρία Μαυρικάκη σχολιάζει την επικαιρότητα με έναν πιο εναλλακτικό τρόπο. 

Στη γειτονιά, ξέραμε πότε φεύγει και πότε επιστρέφει ο καθένας. Εκείνη πήγαινε μόνο, δεν την πέτυχα ποτέ να γυρίζει κι έτσι παρέμενε ένα μυστήριο στο παιδικό μου μυαλό. «Είναι σφίγγα!» άκουγα την ετυμηγορία κάθε φορά που απομακρυνόταν στην κατηφόρα και φαινόταν μόνο η πλάτη της. Το άξιζε και με το παραπάνω το παρατσούκλι της, αφού δεν έκανε τη χάρη να μοιραστεί με τη μαμά τα νέα της, όπως όλες οι άλλες γειτόνισσες.

Μεγαλώνοντας, ανέπτυξα μια απέχθεια για τη σιωπή, για τα σφιχτά αψιδωτά χείλη και για κάθε τύπου μυστηριώδεις σφίγγες. Αντιθέτως, οι σφήκες δεν με ενοχλούν. Φροντίζω φυσικά να μην πηγαίνω γυρεύοντας και να αποφεύγω τις πολλές επαφές. Παρακολουθώ από την κερκίδα όσους αρέσκονται να τσιμπούν και να τσιμπιούνται. Αναγνωρίζω ότι έχω ένα κοινό σημείο μαζί τους κι αυτό είναι η τάση μου να μιλώ με αδολεσχία, επί παντός επιστητού. Όσοι δεν κατέχουν τη γνώση βρίσκουν τα λεγόμενά μου σχεδόν ασυνάρτητα. Σφίγγα, πάντως, κανείς τους δε θα με αποκαλούσε.

Στους μονολόγους μου απευθύνομαι προς όλες τις αδελφές ψυχές, ανακατεύοντας παπάκια σε καταλήξεις και άρθρα. Αν και κατά των διακρίσεων, δηλώνω πως έχω αδυναμία σε κάποιους. Αρχικά σε όσους, μιλώντας για τους γονείς τους, λένε ο μπαμπάς κι η μαμά χωρίς το κτητικό «μου», αφού εννοείται πως ο δικός τους μπαμπάς είναι και του κόσμου όλου. Επίσης προτιμώ όσους, αναφορικά με τις αρρώστιες και τα δεινά, κλείνουν με σπουδή τον δρόμο σε κάθε ξετύλιγμα του πόνου του άλλου κι αντί να τον αφήσουν να ολοκληρώσει, του πετάνε στα μούτρα το αυχενικό «τους» και λοιπά συμπτώματα. Έχουν, βλέπεις, τον τρόπο τους να συμπάσχουν και να αλαφραίνουν τον καημό του πλησίον.

Ξεπερνώντας αυτές τις ελάχιστες προτιμήσεις μου, καταλήγω να απευθύνομαι σε κάθε ηλικιακή ομάδα ανεξαιρέτως. Αν είναι έφηβοι τους ρωτώ ρητορικά, πώς χρησιμοποιούμε ένα ξυραφάκι Άστορ και τι σημαίνει η λέξη προίκα. Άγραφος πίνακας. Μετά τους δείχνω ένα μπλοκάκι skag με σπιράλ, απορούν. Απαραίτητο για να κρατάς σημειώσεις, ο-ε-ο, χτυπιέμαι. Κραδαίνουν ομαδικά τα iphone τους. Μαγνητίζομαι από τον τρόπο που οι αντίχειρες τους γκαζώνουν και κυλούν στην επιφάνεια.

Για αντίστιξη, τους βάζω να δουν σε γιγαντοοθόνη ΑΓΑΠΗ ΣΤΑ 16. Η υπόθεση ξεριζωμένη από τα σπλάχνα της ελληνικής επαρχίας, τότε που τα εφηβάκια έπαιρναν μάτι με το σταγονόμετρο, λιώνανε στο περίμενε μιας πλατωνικής σχέσης κι όλα ήταν αχνά και θολά και τίγκα στην καταπίεση. Τα παιδιά διστάζουν να παρακολουθήσουν την ταινία που, αν και ντοκουμέντο για παλιότερες γενιές, αποδεικνύεται επιστημονικής φαντασίας για τα δικά τους γούστα. Όπως υποψιαζόμουν αποχωρούν.

Στρέφομαι προς τους ενήλικες. Επιλέγω μία ευρεία ομάδα η οποία ξεσπαθώνει με το παραμικρό και διατηρείται σε κατάσταση υπερφόρτισης ώρες ατέλειωτες. Επίτιμα μέλη της είναι όσα μετέρχονται την γκρίνια ως τρόπο για να αντέχουν τα ζόρια. Τους παρατηρώ. Ο δείκτης του δεξιού χεριού τους κοπανάει το κινητό αφής και σημαδεύει το δίπλα-λάθος- γράμμα. Άλλη ηλικιακή ομάδα, άλλες επιδόσεις στο τέξτιν.

Το καλύτερο θέμα για να τους τσιγκλήσω, μετά την πολιτική φυσικά, είναι ο καιρός. Ο σκέτος, χωρίς κλιματική κρίση και λοιπές θεωρίες. Τι Ιούνης ήταν αυτός, παγώσαμε, πότε επιτέλους θα έρθει το καλοκαίρι. Χειρότερος από κόλαση ο καύσωνας που μας φύλαγε ο Ιούλης, πώς να αντέξεις τέτοιες θερμοκρασίες. Κι όσο για τις πυρκαγιές, φάνηκαν στην ώρα τους και μαζί τους κι ο καβγάς για την προτεραιότητα στη σωτηρία, ο οποίος έχει επίσης φουντώσει: άνθρωποι -ζώα- δέντρα- σπίτια; Ή μήπως άνθρωποι-ζώα-σπίτια- δέντρα; Ή σωστότερα πρώτα τα δέντρα, αφού χωρίς το οξυγόνο δεν υπάρχουν τα υπόλοιπα;  Τους ζητώ να επιλέξουν τη σειρά, θυμούνται το παιχνίδι πέτρα-ψαλίδι-μολύβι-χαρτί. Στις απαντήσεις κομπάζουν για την ευθυκρισία τους και δε σηκώνουν μύγα στο σπαθί τους, εκείνο που σφάζει ανελέητα την γ΄ κλίση. Ακόμα κι έτσι, σαν τη σφαγή της Μήδειας δεν είναι.

Παρένθεση. Δε σκοπεύω να απολογηθώ για την απεραντολογία και τα περιπλεγμένα ιδεολογήματά μου, ήδη σας προειδοποίησα. Είστε εδώ και απολαμβάνετε τις τσιμπιές με δική σας επιλογή και μάλιστα επί πληρωμή, κανείς δεν σας ανάγκασε. Κλείνει η παρένθεση.

Ταράζομαι, στρέφω το βλέμμα ικετευτικά στον ουρανό και ό,τι αντικρύζω, μια σειρά από υπέρλαμπρα στίγματα, γεννά νέο κύκλο σύγχυσης. Η κουβέντα μεταφέρεται από τις φωτιές στα ούφο. Δεν τα λένε πλέον έτσι. «Άγνωστης ταυτότητας» παραμένουν, αλλά αντί για ιπτάμενα αντικείμενα τώρα λέγονται «ανώμαλα φαινόμενα». Άλλοι τα αποκαλούν «εναέρια φαινόμενα» κι άλλοι καμαρώνουν που και οι τρεις νέες λέξεις του όρου που χρησιμοποιεί η NASA είναι ελληνικές. Δε ξεδίψασαν με την παραγεμισμένη με ελληνικά ορολογία της πανδημίας, κατά πως φαίνεται. Χρειάζομαι κι εγώ λίγο νερό, στέγνωσε το στόμα μου τόση ώρα να μιλάω κι ούτε ένα πλαστικό μπουκάλι στο προσκήνιο. Ανοίγω τη βρύση και μόλις μυριστούν το νερό, καταφθάνουν. Με ζώνουν σφήκες.

Επί του πιεστηρίου. Καθώς ετοιμάζομαι να παραδώσω το κείμενο νιώθω να με ζώνουν και φίδια. Μια φωτιά εμφανίζεται απρόσμενα, δεν μοιάζει με τις υπόλοιπες που καλπάζουν επί μέρες. Είναι φρικιαστική, αδίστακτη, σε δευτερόλεπτα καταπίνει στις φλόγες της δύο ηρωικά παλικάρια. Αντί για δόξα και τιμές που δικαιούνταν, τώρα σπονδές και κοπετός για το εφιαλτικό τους τέλος. Για δευτερόλεπτα τα συναισθήματα όλων μας ομογενοποιούνται. Μας στοιχειώνει ο πόνος των μανάδων, των πατεράδων, των καθημαγμένων δικών τους ανθρώπων. Συνειδητοποιούμε ότι παραμένουμε πολύ πιο τυχεροί από άλλους. Φευ, ο χρόνος της περισυλλογής εξαντλείται και σύντομα ξαναρχίζουμε το βουητό και τα τσιμπήματα, καθώς πάσχουμε από ανίατα συλλογικά νοσήματα: ιδιοπαθή δυσανασχέτηση και εγγενή ασέβεια. Καιρός να μας μεταμορφώσει κάποιος σε σφίγγες.