Ελλαδα

Νίκος Πλακίδας: Ο ελληνοράπτης που πασχίζει να σώσει την τέχνη του σε έναν κόσμο που αλλάζει

Διδάχθηκε στα 17 του από βορειοηπειρώτη τεχνίτη και σήμερα έχει φιλοτεχνήσει χιλιάδες πιστά αντίγραφα παραδοσιακών στολών όλης της Ελλάδας.

Κατερίνα Καμπόσου
7’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

O Νίκος Πλακίδας μιλάει στην ATHENS VOICE για τη ζωή του, τη δημιουργία παραδοσιακών φορεσιών από όλη την Ελλάδα και την ελπίδα να συνεχιστεί το έργο του.

Σε ένα μικρό χωριό της Αιτωλοακαρνανίας, την Κατοχή των 3.000 κατοίκων, έχει το «ατελιέ» του ένας από τους μετρημένους στα δάχτυλα και πιο ξακουστούς ελληνοράπτες. Στα 17 του διδάχθηκε την τέχνη από βορειοηπειρώτη τεχνίτη φορεσιών και μέχρι σήμερα, στα 58 του χρόνια, ο Νίκος Πλακίδας έχει ταξιδέψει απ' άκρη σ' άκρη της Ελλάδας και σε όλο τον πλανήτη στην προσπάθειά του να προωθήσει και να διασώσει την παραδοσιακή ενδυματολογική κληρονομιά μας. Το 24ωρο του μοιράζεται ανάμεσα στο εργαστήρι, εκεί που ράβει, κεντάει και δημιουργεί, και στον χώρο της συλλογής του με τα χιλιάδες λααογραφικά αντικείμενα, ζώντας και αναπνέοντας κυριολεκτικά γι' αυτό που κάνει. Ο ίδιος διηγείται στην ATHENS VOICE την ιστορία του με την ελπίδα να βρει ανθρώπους που με μεράκι θα συνεχίσουν το έργο του.

«Όλο αυτό ξεκίνησε από τα κοσμήματα. Το 1978 δούλευα σε σιδεράδικο και εκεί ερχόταν ο Γεώργιος Κώνστας, βορειοηπειρώτης τεχνίτης, για να του κάνουμε κολλήσεις με οξυγόνο στα παραδοσιακά κοσμήματα που έφτιαχνε. Του ζήτησα να μου δείξει πώς τα φτιάχνει και, έχοντας αναπτύξει εξοικείωση με το μέταλλο και τη χειρωνακτική δουλειά, έφτιαξα το πρώτο δικό μου, κάπως χοντροκομένο στην αρχή κόσμημα. Έφτιαξα και άλλο, έπειτα κι άλλο, ώσπου τα τελειοποίησα. Τότε μου κόλλησε το μικρόβιο να φτιάξω φορεσιά. Είχα ήδη κάποιες παραστάσεις βλέποντας τη μητέρα και τη γιαγιά μου με τη ραπτομηχανή, τον αργαλειό, τις ρόκες και τα υφαντά στο σπίτι, οπότε βάλθηκα να μάθω εκεί τα βασικά, αν και η μητέρα μου με κυνηγούσε να μη γίνω μόδιστρος. 

Το πρώτο παραδοσιακό ρούχο το έφτιαξα το 1981 μετά από πολύ κόπο και ψάξιμο, αφού δεν υπήρχε κανένας για να με διδάξει την τέχνη τους. Οι τεχνίτες της εποχής δεν έδειχναν τα μυστικά τους, οπότε έψαχνα τρόπους μόνος μου, διάβαζα εγχειρίδια και χρειάστηκε να επισκεφτώ πολλές φορές το θέατρο της Δώρας Στράτου για να μελετήσω και να φωτογραφίσω κάποιες από τις χιλιάδες αυθεντικές φορεσιές προκειμένου να προσπαθήσω μετά να αντιγράψω την τεχνική. Το 1985 χρειάστηκε να πάω στρατό κι εκεί το έβαλα στόχο πως όταν επιστρέψω θα το εξελίξω. Όταν γύρισα λοιπόν άνοιξα ένα μικρό μαγαζί και ξεκίνησα να εκθέτω ό,τι μπορούσα να φτιάξω πουλώντας ταυτόχρονα είδη δώρων. Μέσα σε δύο χρόνια τελειοποίησα το κέντημα, έδιωξα τα δώρα και αποφάσισα να αφιερώσω τη ζωή μου σε αυτό».

Η δουλειά του τότε ξεκίνησε να κυκλοφορεί από στόμα σε στόμα, αρχικά στα γύρω χωριά και σε ανθρώπους που χρειάζονταν φορεσιές για τα τοπικά πανηγύρια, γιλέκα, πουκάμισα, φουστανέλες και ζώνες δερμάτινες για τον οπλισμό, ενώ στην πορεία ξεκίνησε κι ο ίδιος να συμμετέχει σε παρελάσεις και χορευτικούς συλλόγους - με την ομάδα του μάλιστα παρίστανται αφιλοκερδώς σε γιορτές και αναβιώσεις σε όλη την επικράτεια, για παράδειγμα η Οκρομωσία της Αγίας Λαύρας. Στην πορεία τού γεννήθηκε το ενδιαφέρον για στολές από όλη την Ελλάδα κι έτσι ξεκίνησε την έρευνα και τα ταξίδια προκειμένου να βρει αυθεντικά κομμάτια από συλλόγους και να μάθει για τα ιδιαίτερα ήθη και έθιμα του κάθε τόπου. Μιλούσε με γιαγιάδες σε χωριά που μάθαινε τα παραδοσιακά μοιρολόγια τους και αναζητούσε οικογένειες που είχαν ως κειμήλια τις φορεσιές των προγόνων τους, πολλά από από τα οποία του τα χάρισαν.

Σταδιακά και αυτοδίδακτα, ξεκίνησε να φτιάχνει στολές όχι τουριστικές αλλά από διαλεχτά υλικά, πιστά αντίγραφα και στην παραμικρή λεπτομέρεια των αυθεντικών φορεσιών. Ξεκίνησε να συνεργάζεται με λύκεια Ελληνίδων, λαογρφικά μουσεία και συλλόγους ανά την Ελλάδα, π.χ. των Συκεωτών Ιωαννίων, του Μεσολογγίου, των Καλαβρύτων, του Μετσόβου, να τις νοικιάζει σε γιορτές, τοπικές ή εθνικές επετείους, να τις πουλά και σιγά-σιγά, να κάνει εξαγωγές στο εξωτερικό. Προκειμένου να παρουσιάσει τα δημιουργήματά του έχει επισκεφτεί κάθε σημείο του κόσμου που είναι ζωντανή η φλόγα του απόδημου ελληνισμού, από το Τορόντο του Καναδά μέχρι τη Μελβούρνη της Αυστραλίας όπου συμμετείχε και στην παρέλαση της ομογένειας για την επέτειο της 25ης Μαρτίου. Περήφανοι Έλληνες του εξωτερικού που μαθαίνουν γι' αυτόν από τη σελίδα του στα social media, τον επισκέπτονται για να αποκτήσουν από κοντά ένα εκλεκτό παραδοσιακό ένδυμα με στόχο να το χαρίσουν στο μέλλον στα παιδιά και τα εγγόνια τους.

«Αυτό που κάνω δεν το βλέπω σαν επάγγελμα αλλά σαν τρόπο ζωής και δεν μπορώ ούτε κατά διάνοια να με φανταστώ να ασχολούμαι με κάτι άλλο πέρα από τις φορεσιές που φτιάχνω, στις οποίες δίνω όλο μου το είναι γι' αυτό και η δημιουργία τους είναι σχολαστική διαδικασία. Παίρνει χρόνο να ολοκληρωθεί μια φορεσιά, αντρική ή γυναίκεία, που τα περιλαμβάνει όλα, από την κάλτσα ως τον κεφαλόδεσμο, κεντήματα, συναρμολόγηση, πλεχτά και υφαντά κομμάτια, ενώ σταδιακά δοκιμάζονται και πάνω σε ανθρώπους. Η ικανοποίησή μου είναι τεράστια όταν τις φλέπω φορεμένες σε κάποιον που παίρνει μέρος σε έναν χορό γιατί το ρούχο τότε παίρνει σάρκα και οστά μαζί του. Μου αρέσει όμως να δημιουργώ ακόμα και όταν δεν έχω κάποια παραγγελία, ενώ τα πιο αγαπημένα μου έφτιαξα κατά τη διάρκεια της καραντίνας που είχα άπλετο χρόνο και διάθεση και τα οποία δεν τα πουλάω αλλά τα φυλάω στην άκρη για μένα» εξηγεί ο δεξιοτέχνης Νίκος Πλακίδας.

Πέρα από το εργαστήριό του, έχει και το βεστιάριο, όπως αποκαλεί τον χώρο που στεγάζει μια τεράστια συλλογή από παλιά αντικείμενα. Η συνήθεια αυτή του γεννήθηκε σε νεαρή ηλικία όταν μάζευε στο δωμάτιό του τα παλιά αντικείμενα που έπαυαν να χρησιμοποιούνται, χάλκινα οικιακά σκεύη, χειροποίητα υφαντά, προικιά, κιλίμια και στρωσίδια, γεωργικά εργαλεία και άλλα. Σήμερα η συλλογή του απαρριθμεί περίπου 1.200 αυθεντικές φορεσιές από όλα τα γεωγραφικά διαμερίσματα, Ρούμελη, Θράκη, Μακεδονία, κάποιες από αυτές φοριούνταν σε διάφορα χωριά ως το 1930 από γυναίκες και άντρες που αρνούνταν τα ευρωπαικά ρούχα, όπως στην Κάρπαθο ή την ορεινή Λευκάδα, το Σούλι και χωριά της Καστοριάς. Περιλαμβάνει ακόμα όπλα που χρησιμοποίησαν στον αγώνα της Επανάστασης του '21 και αυθεντικά κοσμήματα που κοντά του βρίσκουν τη χαμένη τους λάμψη. Πολλά από αυτά, όπως μου λέει, έχουν χρησιμοποιηθεί ως props σε ντοκιμαντέρ όπως η παραγωγή του ΣΚΑΙ «1821: Οι ήρωες», σε ταινίες σκηνοθεσίας Γιάννη Σμαραγδή και Μανούσου Μανουσάκη.

Το πρόβλημα όμως που δημιουργήθηκε με τα χρόνια είναι αυτό της έλλειψης χώρου και της ανάγκης ειδικής συντήρησης, αφού η υγρασία, ο σκόρος και η ζέστη δεν τους κάνουν κάλο. Το όνειρό του είναι να δημιουργήσει μια έκθεση αφού περάσουν από τα χέρια ειδικών συντηρητών και γίνει μια επιστημονική καταγραφή, και στη συνέχεια να δημιουργήσει ένα «Σχολείο Τέχνης» στο οποίο θα μπορεί όχι μόνο να τα παρουσιάζει αλλά και να δείχνει τμήματα της παραγωγής τους στους επισκέπτες και τους ενδιαφερόμενους.

Ο μεγάλος του καημός είναι ένας: Δεδομένου πως δεν έχει παιδιά ή συγγενείς συνεχιστές της τέχνης του, ανησυχεί για την τύχη της συλλογής του σε περίπτωση που θα πρέπει να αποσυρθεί. Παράλληλα δεν μπορεί να βρει κάποιον μαθητευόμενο για να τον διδάξει και ενδεχομένως να του δώσει τη σκυτάλη στο μέλλον ενώ χρόνο με τον χρόνο οι ελάχιστοι εναπομείναντες τεχνίτες παραδοσιακών ρούχων ως επάγγελμα χάνονται: «34 χρόνια δουλεύω και δεν βρίσκω μαθητή ή ράφτη για μεροκάματα. Πριν τον κορωνοϊό ήρθε ένας νεαρός, πριν μπει στρατό, για να μάθει τη δουλειά στο εργαστήρι. Του τα εξήγησα με το σκεπτικό να συνεχίσει μαζί μου όταν τελειώσει αλλά δήλωσε μόνιμος στρατιώτης τελικά και δεν ήρθε ποτέ. Οι νέoι δεν έρχονται να δουλέψουν. Εν τω μεταξύ για να την κάνεις αυτή τη δουλειά δεν πρέπει να μένεις μόνο στο βιοποριστικό κομμάτι αλλά και να αγαπάς την παράδοση. Όνειρό μου μεγάλο είναι να δημιουργήσω ένα "Σχολείο Τέχνης". Όχι μουσείο, δεν θέλω να μπουν τα πράγματα απλά σε μια αποθήκη, αλλά να τα επισκέπτεται κάποιος και να του δείχνουμε ή να του διδάσκουμε πώς δημιουργούνταν και πώς φοριούνταν τα συγκεκριμένα ενδύματα στο παρελθόν. Κάτι που θέλει αρκετά χρήματα και ειδικούς για να στηθεί ολοκληρωμένα».

Περισσότερα για το έργο του Νίκου Πλακίδα στη σελίδα του www.foustanela.gr