Ελλαδα

Η διαβάθμιση της δυστυχίας  

Πόσο φτωχοί είμαστε στ’ αλήθεια; Πόσο υποφέρουμε; Πόσο λιγότερο ή περισσότερο από άλλους;

Κυριάκος Αθανασιάδης
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

Ο νεφροπαθής και ο Κράκεν: Δυο μικρές σημερινές ιστορίες

Διαβάζουμε: «Το ύψος της οικονομικής ενίσχυσης θα καλύπτει το 10% της επιβάρυνσης των δαπανών διατροφής 3,2 εκατομμυρίων νοικοκυριών με 8,5 εκατομμύρια μέλη. Δικαιούχοι είναι νοικοκυριά των οποίων το ετήσιο συνολικό οικογενειακό εισόδημα ανέρχεται έως τις 16.000 ευρώ για το μονομελές νοικοκυριό και τις 24.000 ευρώ για τους έγγαμους ή τα μέρη του συμφώνου συμβίωσης, το οποίο προσαυξάνεται κατά 5.000 ευρώ για κάθε τέκνο ή φιλοξενούμενο μέλος του νοικοκυριού».

Με άλλα λόγια, τα κουπόνια αφορούν τους 3 στους 4 Έλληνες πάνω-κάτω.

Ανήκω στο υπόλοιπο ~25%, είμαι πλούσιος. Ή, για την ακρίβεια, ανήκω σαν μέλος παντρεμένου ζευγαριού στο υπόλοιπο ~25%: από μόνος μου θα έτρεχα να πάρω το Market Pass χθες κιόλας, θα στηνόμουν στην ουρά. Στο σπίτι μας, η γυναίκα είναι αυτή που δουλεύει και φέρνει τα λεφτά, και ο άντρας αυτός που κάθεται σπίτι, κοιτάζει τα παιδιά και κάνει τις δουλειές.

Είτε έτσι είτε αλλιώς, όμως, ΕΙΜΑΙ πλούσιος. Και δεν είναι εύκολο να ανήκεις στους προνομιούχους. Ένα παραπάνω: δεν είναι μόνο σπάνιο — είναι και πολύ.

Μόνο που «κάτω» από εμένα τον φανερά προνομιούχο υπάρχουν πολλές κατηγορίες μη προνομιούχων. Ανθρώπων που πένονται. Ανθρώπων που δυστυχούν. Ανθρώπων που έχουν ταυτίσει τη ζωή τους με τα νοσοκομεία, με μία διαρκή, καθημερινή προσπάθεια να κρατηθούν στη ζωή. Φαντάσου, εγώ —που δεν είμαι μικρός, είμαι 59— τρέχω, γυμνάζομαι, αθλούμαι, είμαι κατάγερος, και τις προάλλες που είχα έναν μικροτραυματισμό στον δικέφαλο κόντευα να βάλω τα κλάματα. «Ω Θεέ μου, έπαθα θλάση δικεφάλου μηριαίου μυός, δεν θα μπορώ να τρέχω τα δέκα μου χιλιόμετρα το πρωί, οποία δυστυχία!…» Φαντάσου.

Λοιπόν, έλαβα αυτό στο Messenger το πρωί, από μία πολύ αγαπημένη φίλη:

Σκεφτόμουν διάφορα για δουλειές, ζόρια, έρχονται και Χριστούγεννα, πρέπει να χαρούμε με το ζόρι, και έρχεται μήνυμα από κολλητό, νεφροπαθή, πως τον κάλεσαν στο νοσοκομείο και πως είναι τρίτος στη σειρά για μεταμόσχευση. «Ό,τι είναι για καλό», μου έγραψε, «γιατί είμαι και τρίτος στη σειρά και οι άλλοι δύο έχουν μεγάλη ανάγκη». Και κάπως έτσι όλα μπήκαν σε σωστή σειρά, και τα μικρά γίνανε πάλι μικρά, γιατί κάποιοι έχουν πολύ μεγαλύτερα προβλήματα. Ήταν σαν μια υπενθύμιση!

Δεν έχω αλλάξει ούτε λέξη από το μήνυμα. Κι αν φαίνεται σε κάποιους Πολυάννα, γλυκερό, ή κάτι παρεμφερές, πρόβλημά τους (μεγάλο πρόβλημα: και άλυτο).

Ναι, όλα μπορούν ίσως να μπουν στη σωστή σειρά, και τα μικρά να γίνουν πάλι μικρά. Γιατί κάποιοι έχουν πολύ μεγαλύτερα προβλήματα από τα δικά μας.

Υπάρχει άραγε διαβάθμιση στη δυστυχία; Ναι, στα μάτια ενός εξωτερικού παρατηρητή ασφαλώς και υπάρχει. Το αν εμένα ο σκύλος μου έκανε μια επέμβαση και τώρα πονάει και δεν μπορεί να ξαπλώσει και κοιμάται καθιστός στα πισινά του πόδια θα φέρει γέλια σε κάποιον που ΞΕΡΕΙ από δυστυχία. Δυστυχία πραγματική, χειροπιαστή: δυστυχία από πείνα, κρύο, ξεριζωμό, θάνατο. Εμένα βέβαια δεν μ’ αφήνει να κοιμηθώ ο πόνος της. Όπως δεν νοιάζεται για όλα τα κακά του κόσμου ο χωρισμένος — εμείς απλώς τον κοιτάμε με οίκτο και μια δόση αποστροφής: «Τι λες κι εσύ τώρα, καημένε, ξεκόλλα». Όμως δεν είναι εύκολο να ξεκολλήσουμε: οι προσωπικές μας δυστυχίες κολλάνε πάνω μας σαν δεύτερο δέρμα, και είναι αυτό που βλέπουμε πρώτο στον καθρέφτη, κι αυτό που κρύβει όλες τις άλλες, τις μεγαλύτερες. Μπα, δεν είναι εύκολο να τις διακρίνουμε, θέλει «δουλειά» αυτό το πράγμα.

Π.χ., μας νοιάζει αν κάποιος εντελώς άγνωστός μας έχασε το πόδι του σε μια έκρηξη; Ναι, λίγο θα το σκεφτούμε αν μας το πουν («Μα τι κρίμα»), αλλά το αμέσως επόμενο δευτερόλεπτο θα το ξεχάσουμε. Ίσως πάλι να μείνει λίγο ακόμη στο μυαλό μας αν μάθουμε πως αυτόν τον άγνωστο τον φώναζαν Κράκεν, σαν το μυθολογικό τέρας των Βορείων. Και πως ήτανε πολύ δυνατός. Πως μπορούσε να μετακινήσει βάρη διακοσίων κιλών χωρίς να ιδρώσει. Πως εκεί που χρειάζονταν τέσσερις δυνατοί άντρες αρκούσε να ’ρθει αυτός. Ο Κράκεν. Πως έλεγε, επίσης, όλο αστεία και ανέκδοτα: ήταν χωρατατζής και αγαπητός στους συναδέλφους του. Πως έπαθε αυτό που έπαθε όταν προσπαθούσε να ξεχώσει μία νάρκη εκεί που την είχαν τοποθετήσει τα SS του 21ου αιώνα. Κι ότι αυτή ήταν η δουλειά του μέχρι χθες, δουλειά που την έκανε κοντά εννιά μήνες τώρα, γιατί έτσι, και εκεί, έταξε τη ζωή του. Μπορεί να γλιτώσει, λένε, και να σηκωθεί από το κρεβάτι κάποια στιγμή — άλλωστε, είναι ο Κράκεν: πολύ δυνατός. Μόνο που θα ’ναι με ένα πόδι πια. Σακάτης, που λέγαμε έναν καιρό. Ή: ανάπηρος πολέμου. Και, το κυριότερο; Δεν θα μπορεί πια να κάνει τη δουλειά του, αυτό στο οποίο έταξε τη ζωή του.

Έτσι ΙΣΩΣ μείνει λίγο ακόμη στο μυαλό μας. Μα και πάλι όχι για πολύ. Φαντάσου το. Φαντάσου για λίγο τον Κράκεν. Και τι θα έκανες αν τον ήξερες. Ή αν ήσουν εσύ. Ή αν υπήρχαν νάρκες και στη δική σου γειτονιά. Σε μια παιδική χαρά, σε έναν αγρό, κάτω από ένα αμάξι, στο υπόγειο ενός σπιτιού. Στην πατρίδα σου.

Εν πάση περιπτώσει, ας το σκεφτούμε άλλη μία: υπάρχει άραγε διαβάθμιση στη δυστυχία;