Ελλαδα

Η παιδοφιλία όταν ήμουν παιδί και τι δεν καταλαβαίνουμε σήμερα

Συζητώντας δύσκολες ιστορίες από την παιδική μας ηλικία

Δήμητρα Γκρους
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ιστορίες παιδοφιλίας και κακοποίησης και τι είναι οι παραφιλίες

Όταν ήμουνα παιδί, τελευταία τάξη του Δημοτικού, υπήρχε ένας άνδρας στο εργασιακό περιβάλλον του πατέρα μου που έτρεμα στην ιδέα ότι μπορεί να έμενα για κάποια ώρα μόνη μαζί του. Δεν με είχε αγγίξει, ούτε θυμάμαι τι ήταν αυτό που με έκανε να τον φοβάμαι, θυμάμαι όμως τον φόβο κάθε φορά που τον έβλεπα και το τρομακτικό άγχος όταν μια φορά είχε χρειαστεί να μπω στο αυτοκίνητό του για να με γυρίσει σπίτι, θυμάμαι ότι είχε μούσι και μου θύμιζε έναν γνωστό τραγουδιστή τον οποίο μετά για πολλά χρόνια απεχθανόμουν.

Ως παιδί δεν είπα τίποτα σε κανέναν, όπως δεν είχα πει για ένα περιστατικό στον θερινό κινηματογράφο που κάποιος καθόταν στο πίσω κάθισμα και έτριβε το παπούτσι του στο κάτω μέρος του καθίσματός μου. Θυμάμαι να με λούζει ένα κύμα τρόμου και ντροπής που με έκανε να παγώσω, πέρασε λίγη ώρα μέχρι να πάρω τη φίλη μου και να αλλάξουμε θέσεις χωρίς καν να κοιτάξω πίσω. Με αφορμή όσα μαθαίνουμε αυτές τις μέρες, αφηγούμαι αυτές τις ιστορίες στην παρέα μου και οι συνομιλητές μου καταθέτουν τις δικές τους. Ένας φίλος ανακαλεί όσα του έλεγαν συμμαθητές του για αυτά που γίνονταν σε ποδοσφαιρικούς συλλόγους της γειτονιάς 30 χρόνια πριν, κάπου στα Πατήσια. Τώρα συνειδητοποιώ ότι ως παιδί υπήρξα μάρτυρας παιδεραστίας, μας λέει. Ο προπονητής ενός τέτοιου συλλόγου είχε ζητήσει από μικρούς παίκτες της ομάδας του να συγκρίνουν τα μόριά τους, «για να σας δω, ποιος την έχει πιο μεγάλη», ένας άλλος συνελήφθη πριν λίγα χρόνια για παιδεραστία, πόσα παιδιά να έχουν περάσει από τα χέρια τους, αναρωτιόμαστε, οι λέξεις τότε ήταν μας άγνωστες, κανένας μεγάλος δεν μας είχε πει πώς πρέπει να προστατευόμαστε και κανείς δεν έμοιαζε να ανησυχεί.

Ένας άλλος φίλος ανακαλεί μια παιδική μνήμη σε ένα περίπτερο που είχε πάει να αγοράσει κόμικς, όταν τον πλησίασε ένας τύπος λέγοντάς του «έχω πολλά κόμικς στο σπίτι, θέλεις να έρθεις να σου τα δείξω;». Όλοι, αγόρια και κορίτσια, έχουμε να θυμηθούμε ιστορίες παιδοφιλίας ή και παιδεραστίας από την παιδική μας ηλικία, και αν δεν έχουμε υπάρξει θύματα τις έχουμε κάπου καταχωνιασμένες. Μία καλή μου φίλη που κακοποιούνταν ως παιδάκι από τον 16χρονο γιο των οικογενειακών τους φίλων που μπαινοέβγαιναν στο σπίτι τους, μίλησε για αυτό σε μένα όταν ήμασταν στο πανεπιστήμιο, κάνοντας το πρώτο βήμα μιας μακράς θεραπευτικής διαδικασίας και αποκαλύψεων.

Τι μπορεί να σκεφτεί κανείς; Ότι κάτω από όλες αυτές τις ιστορίες κακοποίησης κρύβεται ένας βάλτος σιωπής και ενοχής, μέσα στον οποίο δεν βουλιάζουν τελικά μόνο τα θύματα. Όπως δεν τολμάμε να μιλήσουμε στα παιδιά για το σεξ, ώστε να γνωρίζουν όσα χρειάζεται, έτσι δεν μιλάμε και ως κοινωνία για τις σεξουαλικές διαταραχές. Ειδικά η παιδοφιλία μάς είναι κάτι τόσο απεχθές ώστε κάνουμε σαν να μην υπάρχει, ενώ έχουμε μνήμες και βιώματα από τότε που θυμόμαστε τον εαυτό μας. Καμία συζήτηση μέσα στην οικογένεια για τους κινδύνους, παρά μόνο αναπαραγωγή έμφυλων στερεοτύπων που αναπαράγουν «το κακό». Ακόμα και αυτό που λένε στα παιδιά «πρόσεξε αν σε πλησιάσει κάποιος άγνωστος» δεν βοηθάει, γιατί οι παιδόφιλοι είναι άνθρωποι μέσα και γύρω από την οικογένεια. Άνθρωποι που έχουν θέσεις ευθύνης σε περιβάλλοντα με παιδιά, σε ομάδες προσκόπων, αθλητικούς συλλόγους, θρησκευτικές οργανώσεις, μπορεί να είναι δάσκαλοι ή παιδαγωγοί κάθε είδους – είναι η ίδια η αρρώστια που τους ωθεί σε περιβάλλοντα με παιδιά και οι ίδιοι υπεράνω πάσα υποψίας.

Υπό αυτή την έννοια, γιατί μας εκπλήσσει τόσο ότι κατηγορείται ως παιδόφιλος ένας βραβευμένος συγγραφέας παιδικών βιβλίων, που μάλιστα πήγαινε σε σχολεία και είχε επαφές με παιδιά; Μπορώ να σκεφτώ έναν λόγο. Ίσως γιατί αυτός θα μπορούσε να έχει τα εφόδια ώστε να εντοπίσει αυτό που του συμβαίνει ως ασθένεια και να απευθυνθεί στους ειδικούς ψυχικής υγείας για βοήθεια. Αλλά το πόσο εύκολα ζητάμε βοήθεια στις ψυχικές ασθένειες είναι άλλη, μεγάλη συζήτηση, πόσο μάλλον για ένα τέτοιο θέμα. Τις διαταραχές δεν τις διαλέγουμε, κι αν δεν αντιμετωπιστούν μπορεί να βγουν εκτός ελέγχου και να προξενήσουν κακό. 

Η παιδοφιλία ως παραφιλική διαταραχή

Είναι σημαντικό να κάνουμε τη διάκριση: η παιδοφιλία δεν είναι ο σατανάς μεταμφιεσμένος, αλλά μια ψυχοσεξουαλική διαταραχή στην οποία το μέσο διέγερσης είναι τα παιδιά. Για να το πάμε ένα βήμα πριν, η παιδοφιλία είναι μια παραφιλία. Ως παραφιλία ορίζεται ένα έντονο, επίμονο σεξουαλικό ενδιαφέρον κατά το οποίο η διέγερση δεν αφορά σωματικά ώριμους, συναινετικούς συντρόφους. Διαβάζω ότι το Διαγνωστικό και Στατιστικό Εγχειρίδιο Ψυχικών διαταραχών (DSM-5), που θεωρείται η Βίβλος της Ψυχιατρικής, στην πέμπτη, επικαιροποιημένη έκδοσή του περιλαμβάνει οκτώ παραφιλικές διαταραχές που είναι οι πιο συχνές και μπορούν να αποτελέσουν ποινικό αδίκημα. Η παιδοφιλία είναι μία από αυτές και έχει συγκεκριμένα διαγνωστικά κριτήρια τα οποία περιγράφονται ως εξής:

Α. Για διάστημα τουλάχιστον έξι μηνών, παρουσία επαναλαμβανόμενων, επίμονων φαντασιώσεων, παρορμήσεων, ή συμπεριφορών που περιλαμβάνουν σεξουαλικές δραστηριότητες με παιδιά προεφηβικής ηλικίας (13 ετών ή μικρότερα).

Β. Το άτομο έχει ενδώσει σ’ αυτές τις σεξουαλικές παρορμήσεις, ή αυτές οι παρορμήσεις ή φαντασιώσεις του προκαλούν σημαντική δυσφορία ή διαπροσωπικές δυσκολίες.

Γ. Διευκρινίζεται πως το άτομο πρέπει να είναι τουλάχιστον δεκαέξι ετών και πέντε χρόνια μεγαλύτερο από το παιδί.

Υπάρχουν πολλά να διαβάσει κανείς για την παιδοφιλία σε σελίδες ειδικών για την ψυχική υγεία, όπως ότι η έναρξη των συμπτωμάτων μπορεί να εμφανιστεί στο τέλος της εφηβείας, ή λιγότερο συχνά στη μέση ηλικία, ότι μπορεί να οφείλεται σε παιδική κακοποίηση του ίδιου του παιδόφιλου και ότι τα μικρά αγόρια αποτελούν πιο συχνά θύματα από ό,τι τα κορίτσια. Οι σεξουαλικές συμπεριφορές που σχετίζονται με την παιδοφιλία αφορούν σε μία πολύ μεγάλη γκάμα, από τις φαντασιώσεις μέσω του βλέμματος ή τον αυνανισμό μπροστά στην εικόνα ενός παιδιού, μέχρι βίντεο σκληρού πορνό και το πέρασμα στη σεξουαλική πράξη διά μέσου του εξαναγκασμού, αν και συνήθως χωρίς χρήση βίας. Οι παιδόφιλοι προσπαθούν να κερδίσουν την εμπιστοσύνη των παιδιών. Ωστόσο ένας παιδόφιλος μπορεί να μη γίνει ποτέ παιδεραστής, να μείνει στη φαντασίωση, να βλάψει, δηλαδή, μόνο τον εαυτό του. Για αυτό έχει ίσως νόημα η θεραπευτική οδός ως μέτρο πρόληψης πριν φτάσουμε στο έγκλημα. Αυτό προϋποθέτει, για να επιστρέψουμε σε αυτά που λέγαμε πριν, ότι οι σεξουαλικές διαταραχές δεν αποτελούν ταμπού, κάτι αποτρόπαιο που πρέπει να αποτρέψουμε το βλέμμα γιατί μας προξενεί σοκ και αηδία, αλλά κάτι που πρέπει να αντιμετωπίσουμε με κάθε μέσο. 

Το πρόβλημα λοιπόν υπάρχει, είναι πολύ πιο εκτεταμένο από ό,τι νομίζουμε και πολλές φορές συμβαίνει δίπλα μας. Τότε «πέφτουμε από τα σύννεφα» και είναι πολύ δύσκολο να το δεχθούμε. Κι αν στην επιστήμη ο όρος «παραφιλική διαταραχή» ήρθε για να αντικαταστήσει τον παλαιότερο όρο «σεξουαλική διαστροφή», μήπως να αλλάξουμε κι εμείς το δικό μας λεξιλόγιο. Στο κάτω-κάτω δεν είμαστε στην εποχή των δικών μας παιδικών χρόνων, τότε που οι μεγάλοι εξοστράκιζαν από τον κόσμο τους ό,τι δεν χωρούσε στα «χρηστά ήθη» της κοινωνίας με την τερατώδη λέξη «ανώμαλος». Η προσέγγιση αυτή δεν είναι μια προσπάθεια δικαιολόγησης του παιδόφιλου αλλά βοηθάει πρώτα από όλα εμάς να καταλάβουμε αυτό που δεν χωράει το μυαλό μας: πώς γινεται κάποιος να διεγείρεται βλέποντας βίντεο με παιδιά. 

Υ.Γ. Η κυριαρχία της φαντασίωσης στην παιδοφιλία εξηγεί και αυτή την αδιανόητη προσφορά υλικού παιδικής πορνογραφίας στο dark web. Γιατί πάρα πολλοί παιδόφιλοι πια, σε αντίθεση με τα παλιά χρόνια που τριγυρνούσαν στα σινεμά και τα περίπτερα, ικανοποιούν τις διαταραγμένες φαντασιώσεις  τους μέσω διαδικτύου. Είναι ενθαρρυντικό ότι έχουμε πλέον εργαλεία που εντοπίζουν τη διακίνηση πορνογραφικού υλικού, όπως το πρόγραμμα Child Protection System (CPS) που βλέπει σε πραγματικό χρόνο ποιοι και πού μοιράζονται ή ανταλλάσσουν υλικό παιδικής πορνογραφίας. Κανείς δεν πρέπει να νιώθει ασφαλής στην ασφάλεια της ανωνυμίας του.