Ελλαδα

Ο Λάνθιμος στον Κολωνό: Ηome is the most dangerous place

Κι εμείς, θεατές μιας ταινίας τρόμου που παρακολουθούμε σε συνέχειες

34585-78037.jpg
Δήμητρα Γκρους
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Σκηνή από την ταινία «Κυνόδοντας» του Γιώργου Λάνθιμου
Σκηνή από την ταινία «Κυνόδοντας» του Γιώργου Λάνθιμου

Η οικογένεια του θύτη, του θύματος και εμείς. Τι μας μαθαίνει η ιστορία στον Κολωνό;

Αν και το πιο δημοφιλές θέμα στα νιούσρουμ και τα δελτία ειδήσεων, έχω μια άρνηση να διαβάζω κάθε τι καινούργιο για την υπόθεση στον Κολωνό. Κι όμως, όταν άκουσα ότι βγήκαν οι φωτογραφίες των βιαστών ένιωσα μια παρόρμηση να ανοίξω να τους δω. Να δω με τι μοιάζει το τέρας. Μα με τι να μοιάζει, παρά με δύο κανονικούς ανθρώπους; Μέχρι προχθές υπεράνω πάσης υποψίας, όπως πολύ συχνά συμβαίνει, όπως συνέβη στην υπόθεση της Καρολάιν και των άλλων γυναικών που δολοφονήθηκαν από τους συντρόφους τους, όπως και στην περίπτωση των τριών παιδιών στην Πάτρα. Κάτι που ωστόσο δεν ίσχυε στην υπόθεση της Κυψέλης, που οι γονείς τσιμέντωσαν το κοριτσάκι τους στην ταράτσα, εκεί έπρεπε να έχει παρέμβει η Πρόνοια και να έχει αποτρέψει το έγκλημα. Στην υπόθεση του Κολωνού μοιάζει τα δύο αυτά προφίλ ιστοριών να συναντιούνται.

Κάντε την εικόνα: Σαν να υπάρχει κάτι νοσηρό που σιγοβράζει σε διάφορες εστίες γύρω μας και κανείς δεν δίνει σημασία, κανείς δεν ακούει το σφύριγμα της βαλβίδας στη χύτρα ταχύτητας, μέχρι που σκάει και γκρεμίζει τον τοίχο και γυρνάμε όλοι ξαφνιασμένοι. Αλλά και τότε ακόμα, πώς κοιτάμε; Σαν να μας πιάνει αδημονία για κάθε τι που έρχεται στο φως, σαν κάθε καινούργια αποκάλυψη να έρχεται να δοκιμάζει την αντοχή μας, πόση φρίκη αντέxουμε στις ειδοποιήσεις στο κινητό και σε όσα διαβάζουμε στο Facebook. Κι έπειτα, σαν η ίδια η πραγματικότητα να έρχεται να μας επιβεβαιώνει βολικά, χωρίς να χρειάζεται εμείς να κάνουμε τίποτα, ότι είμαστε στη σωστή πλευρά, προνομιούχοι θεατές μιας ταινίας τρόμου που παρακολουθούμε ανάμεσα στις δουλειές μας σε μικροδόσεις και συνέχειες.

Δεν είναι όμως ταινία.

Αν και το σινεμά πρώτο μίλησε για όλα αυτά. Το είπε ο Λάνθιμος, στον «Κυνόδοντα», πόσο ανυπεράσπιστα είναι τα παιδιά απέναντι στους γονείς τους, home is the most dangerous place. Μέσα εκεί συντελούνται τα πιο μεγάλα εγκλήματα, σύζυγοι δολοφονούν συζύγους, αγόρια και κορίτσια ανατρέφονται με στερεότυπα που φτιάχνουν ρόλους υποταγής και κυριαρχίας. Το έδειξε και ο Οικονομίδης, από εκεί πηγάζουν και εκπορεύονται όλα, και εκεί όλα καταλήγουν: στην οικογένεια. Από το «Σπιρτόκουτο», γυρισμένο εξ ολοκλήρου μέσα σε ένα σπίτι, αυτό που θυμάται κανείς είναι οι τρομακτικοί διάλογοι που δίνουν πρόσωπο στη βία, η υψωμένη φωνή και γροθιά του πατέρα που προκαλεί αποστροφή: «Κάτω τα χέρια, ρε. Μας βαράνε παντού, ρε. Μας βαράνε. Ξέρεις πώς είναι ο πόλεμος; Ξέρεις ρε; Ξέρεις; Ξέρεις πώς είναι; Ξέρεις ή δεν ξέρεις ρε; Κεφάλια παντού ρε. Έχουμε γεμίσει πτώματα ρε. Έχουμε γεμίσει κομμένα κεφάλια, ρε. Κομμένα χέρια, ρε. Μυαλά χυμένα, ρε. Έχουμε πόλεμο! Φέρε μια μπίρα…» Και έπειτα, ο Σύλλας Τζουμέρκας στη «Χώρα Προέλευσης» δείχνει πώς κομμάτι του να ανήκεις σε μια οικογένεια είναι να συμμετέχεις στα ένοχα μυστικά της. Τα οικογενειακά μυστικά κάποια στιγμή βγαίνουν στην επιφάνεια και εσύ βρίσκεσαι, χωρίς να το έχεις διαλέξει, κομμάτι τους, όπως πολύ ωραία το είχε δείξει άλλωστε και ο Χάνεκε στην «Οικογενειακή Γιορτή». Δεν είναι ελληνική ιδιαιτερότητα.

Είναι λογικό ο συνειρμός να μας πηγαίνει εκεί, σε αυτές τις ταινίες, μια που όσο προχωρούν οι αποκαλύψεις της φριχτής ιστορίας του Κολωνού επί της ουσίας μαθαίνουμε για τις δύο οικογένειες, του θύτη και του θύματος. Αφαιρώντας τα ονόματα και τις φωτογραφίες, τι μένει παρά ένα λούμπεν σκηνικό που γεννά βία, αθλιότητα, αποκτήνωση;

Από τη μία, η κοινωνική συμπεριφορά του δράστη που μοιάζει να ψάχνει «προστασία» σε διάφορα μικρο-κέντρα εξουσίας, στη κομματική οργάνωση της γειτονιάς, στην Εκκλησία, σε δήθεν φιλανθρωπίες και φωτογραφικά ενσταντανέ με αναγνωρίσιμα πρόσωπα. Από την άλλη, η περιβάλλουσα αποσιώπηση. Ο ρόλος της μίας μητέρας, ο ρόλος της άλλης, οι μεταξύ τους συναλλαγές, πόσα ήξεραν, πόσα ανέχονταν, πόσο συνειδητοποιούσαν ότι ο βιασμός και η εκπόρνευση ενός μικρού παιδιού είναι ένα ανατριχιαστικό έγκλημα, σε ποιο βαθμό ήταν ή δεν ήταν συνεργοί. Κι αλήθεια, τι κάνεις όταν μαθαίνεις ότι ο άντρας σου, ο πατέρας σου, ο φίλος σου διαπράττει αυτά τα εγκλήματα; Και επίσης, πώς να είναι η συμπεριφορά προς τους οικείους του ενός ανθρώπου που απλώνει την εγκληματική του δράση στη γειτονιά, στο μαγαζί, στο αυτοκίνητο, στο κινητό, στον υπολογιστή, στο σπίτι, σαν να νιώθει πως κανένας και τίποτα δεν μπορεί να τον αγγίξει; 

Κι από την άλλη πλευρά, πώς μεγαλώνουν οχτώ παιδιά σε μία φτωχή σχεδόν μονογονεϊκή οικογένεια, με τον ναρκομανή πατέρα να μπαινοβγαίνει στη φυλακή και όλα όσα ίσως έχετε διαβάσει αλλά δεν είναι δουλειά μας να αναπαράγουμε εδώ; Και πώς, το πιο σημαντικό, δεν υπάρχει πρόνοια από την πολιτεία για μια οικογένεια σαν κι αυτή, πώς δεν υπάρχουν δομές, ένα πλαίσιο μέριμνας και στήριξης της μητέρας και των παιδιών αυτών;

Το εύρος της αθλιότητας όμως σε αυτή την ιστορία, αθλιότητας ηθικά ανεπίτρεπτης και ποινικά κολάσιμης, επεκτείνεται σε ομόκεντρους κύκλους στις πλατφόρμες του ίντερνετ και στα μηνύματα στις εφαρμογές, στους 200 υποψήφιους «πελάτες» που έψαχναν να συνευρεθούν με μια ανήλικη. Όλο αυτό σε κάνει να τρελαίνεσαι, να αγανακτείς, αλλά όχι να πέφτεις από τα σύννεφα. Γιατί αυτά συμβαίνουν. Η εκπόρνευση ανηλίκων στις πλατφόρμες είναι κάτι που γίνεται, το ξέρουμε, το έχουμε δεχτεί, αρκεί να μην το βλέπουμε, αρκεί να μη γίνεται στο δικό μας το παιδί. Δεν έχουμε αυτό αίτημα, ως κοινωνία, η Υπηρεσία Ηλεκτρονικού Εγκλήματος να μπορεί να προλαβαίνει τέτοιες καταστάσεις και θεωρούμε μάλλον κανονικό το να μην υπάρχουν κοινωνικές υπηρεσίες του κράτους που να προστατεύουν τα παιδιά από τους ίδιους τους γονείς τους. Έτσι λοιπόν, αν συνηθίσουμε το τέρας, το μόνο που μας μένει είναι να σχολιάζουμε «φρίκη!».

Όσο πραγματικά είναι τα αιτήματα που δεν αρθρώνουμε σαν κοινωνία, άλλο τόσο υποκριτικό είναι να ενοχοποιούμε κόμματα ή κοινωνικούς χώρους, ή να αναπαράγουμε συνθήματα όπως «Το σάπιο σύστημα γεννάει παιδοβιαστές». Τι σημαίνουν οι συγκεντρώσεις διαμαρτυρίες στον Κολωνό, ποιον καταγγέλλουν οι διαμαρτυρόμενοι, πόσο απέχουν στην τελική από το αγανακτισμένο πλήθος με τα κινητά έξω από το σπίτι των τριών δολοφονημένων παιδιών στην Πάτρα; Το σκοτάδι που υπάρχει στη ζωή των ανθρώπων δεν προσφέρεται για πολιτική ή άλλη εκμετάλλευση, ούτε για κάμερες έξω από το σπίτι της οικογένειας του παιδιού και το Νοσοκομείο Παίδων, κι όταν συμβαίνουν αυτά είναι μία ακόμα παθογένεια. Σε αυτή την τραγική ιστορία αστυνομικού δελτίου ωστόσο υπάρχει κάτι που μας αφορά όλους, και που πρέπει να το ανοίξουμε σαν συζήτηση στο δημόσιο διάλογο, είναι το ερώτημα πώς αντιμετωπίζεται όλο αυτό συλλογικά, θεσμικά, στο σχολείο, στο σπίτι, στο διαδίκτυο, κι είναι το μόνο ουσιαστικό να συζητήσουμε από τη δημοσιοποίηση μιας τέτοιας ιστορίας.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ