Ελλαδα

Η Αστυπάλαια έχει δρόμο ακόμη

Μερικές σκέψεις για το διαφημισμένο «πράσινο και έξυπνο νησί»

Φώτης Κοκοτός
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η Αστυπάλαια, το «πράσινο και έξυπνο νησί», και οι αλλαγές που πρέπει να γίνουν.

Ήταν σύντομη η επίσκεψη στο νησί, μόλις τρεις ημέρες. Δεν έμαθα τα πάντα. Έμαθα, πάντως, αρκετά  για να σας γράψω αυτό το σύντομο σημείωμα. Τα διδάγματα από την Αστυπάλαια μπορεί να φανούν χρήσιμα για κάθε νησί και, τελικά, για κάθε τόπο της χώρας μας.

Οι φίλοι μου περίμεναν να δουν το πολυδιαφημισμένο «πράσινο και έξυπνο νησί» σε πλήρη ανάπτυξη, κάτι που βεβαίως δεν ήταν. Και, εύλογα, απογοητεύτηκαν κάπως. Εγώ πάλι, όντας του περιβαλλοντικού «συναφιού», κρατούσα μικρότερο καλάθι. Ήξερα πως τέτοια μεγαλεπήβολα έργα θέλουν χρόνια για να αναπτυχθούν. Έτσι έψαξα να ενημερωθώ περισσότερο, έχοντας κατά νου τον εξής προβληματισμό: την πιθανή δημιουργία ενός eco-resort παγκόσμιας εμβέλειας στο νησί.

Αν και η Αστυπάλαια έχει ήδη για τα μέτρα του νησιού βιώσιμα ξενοδοχεία «πόλεως», εγώ είχα κατά νου τη δημιουργία ενός συγκροτήματος περίπου 30-40 δωματίων και 30-40 σπιτιών, κατασκευασμένου σε κάποια πλαγιά που θα αγνάντευε από μακριά τη Χώρα και θα ήταν κοντά σε μια από τις πολλές απρόσιτες αμμουδιές.

Όπως τα υπέροχα «μπουτίκ» ξενοδοχεία της Χώρας προσφέρουν μια εμπειρία διεθνών προδιαγραφών με έντονο τοπικό χρώμα, προσωποποιημένες υπηρεσίες υψηλής στάθμης που εκμεταλλεύονται όλα τα σύγχρονα τεχνολογικά εργαλεία, με υποδειγματική περιβαλλοντική διαχείριση ως ιδιωτικές επιχειρήσεις, έτσι και ένα θέρετρο θα ακολουθούσε αυτή  τη διαδρομή: με πλήρη διαχείριση νερού (δηλαδή,  αφαλάτωση-καθαρισμό-άρδευση), πλήρη διαχείριση αποβλήτων (όπως ξεκίνησε να κάνει η Τήλος), άψογα καταλύματα προσωπικού, ηλεκτροκίνηση και ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.

Βέβαια, τα δυο τελευταία υποτίθεται πως έχουν ήδη ξεκινήσει. Κι αυτό μας φέρνει πίσω στον τίτλο: έχουν πολύ δρόμο ακόμη. Ναι, υπάρχουν 10-20 ηλεκτρικά οχήματα στο νησί, αλλά οι επισκέπτες έφεραν μαζί τους εκατοντάδες συμβατικά οχήματα. Και άρα υπάρχει ακόμη βενζινάδικο, που οι φίλοι μου νόμιζαν πως θα είχε καταργηθεί. Κι από ΑΠΕ; Δεν είδαμε ούτε μία ανεμογεννήτρια, ούτε ένα φωτοβολταϊκό.

Έμαθα πως οι κάτοικοι δεν βλέπουν τις ανεμογεννήτριες με θετικό μάτι, προφανώς ως απότοκο του γεγονότος πως κανείς δεν κάθισε ποτέ να εξηγήσει συστηματικά το θέμα. Με ένα πρόχειρο υπολογισμό, μία μόνον σύγχρονη ανεμογεννήτρια θα αρκούσε να καλύψει με άνεση τις ανάγκες όλου του νησιού (ούτε 3MWh ετησίως), αν υπήρχε και το κατάλληλο δίκτυο αποθήκευσης ενέργειας. Αν διαβάσει κανείς τους στόχους του κυβερνητικού προγράμματος για το νησί, αυτός είναι άλλωστε και ο μακροχρόνιος σχεδιασμός: η ενεργειακή ανεξαρτησία.

Ένα άλλο ζήτημα που έμαθα πως αποτελεί τροχοπέδη της τουριστικής ανάπτυξης είναι η παγιωμένη συνήθεια της τουριστικής περιόδου των δύο μηνών. Δηλαδή, η άποψη πως ο τουρισμός δεν είναι κύρια δραστηριότητα αλλά πάρεργο. Στη χειρότερη περίπτωση, μια ενόχληση που γίνεται ανεκτή μόνον επειδή φέρνει εισοδήματα. Όμως, ένα θέρετρο παγκόσμιας εμβέλειας που θα γέμιζε τις καθημερινές πτήσεις από Αθήνα θα λειτουργούσε τουλάχιστον τέσσερις μήνες, αν όχι έξι.

Κι ένα τρίτο ζήτημα που είμαι βέβαιος πως θα αντιμετώπιζε όποιος προσπαθούσε να κάνει κάτι τέτοιο είναι η καχυποψία και η  εχθρικότητα όσων θα ένιωθαν πως απειλούνται από αυτό. Πριν από χρόνια, σε μία ομιλία μου  στο Πανόραμα Επιχειρηματικότητας, ένας τελειόφοιτος του Οικονομικού Πανεπιστημίου με ρώτησε τι θα του πρότεινα να κάνει με το οικογενειακό ξενοδοχείο στην περιοχή της Πύλου, καθώς ανησυχούσε πως η έναρξη λειτουργίας του Costa Navarino θα τους «έκλεβε» όλη την πελατεία. Τον συμβούλευσα να σπεύσει πίσω στην πατρίδα του, να κάνει μια μικρή ανακαίνιση, και να περιμένει στην πόρτα τους επισκέπτες που θα συνέρρεαν κατά χιλιάδες, εξαιτίας της διαφήμισης της περιοχής από το πρωτοπόρο συγκρότημα. Όπως και έγινε, φυσικά: όλοι όσοι κάποτε φοβούνταν, τώρα πίνουν νερό στη μνήμη του Καπετάν Βασίλη Κωνσταντακόπουλου.

Και γιατί ένα θέρετρο παγκόσμιας εμβέλειας, μπορεί να ρωτήσετε. Γιατί να μην αφήσουμε τον τόπο «παρθένο»; Αυτήν ακριβώς την απορία μπορεί να είχαν πριν 60 χρόνια στην Ελούντα και τον Άγιο Νικόλαο, όταν ξεκίνησε ο παππούς μου το πρώτο ξενοδοχείο πολυτελείας. Σήμερα, όμως, που χιλιάδες άνθρωποι έχουν κάνει περιουσίες από τον τουρισμό, όλοι έχουν καταλάβει την αξία ενός ισχυρού brand.

Τελικά, ο πολύς ο δρόμος είναι πάντα στο μυαλό μας. Στο να ξεπεράσουμε τις προκαταλήψεις μας και να φανταστούμε το μέλλον δημιουργικά: ώστε να «έχουμε δρόμο ακόμη» επειδή έχουμε σπουδαίες προοπτικές.