Ελλαδα

Η ελληνική οικονομία αντέχει στις πιέσεις

Ακόμα και στη «σφιχτή» αξιολόγηση του ΔΝΤ εμφανίζεται να έχει ανακάμψει πλήρως από τη σοβαρή ύφεση της πανδημίας

328203-678198.png
Φίλιππος Κόλλιας
ΤΕΥΧΟΣ 837
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Κτίρια υπό κατασκευή
© Unsplash/ John Moeses

Επιχειρείν 2022: Η κατάσταση της ελληνικής οικονομίας και οι προβλέψεις για το μέλλον.

Ισχυρή αντοχή στις πιέσεις που δέχεται από τις άμεσες και έμμεσες επιπτώσεις της κρίσης στην Ουκρανία, επιδεικνύει η ελληνική οικονομία.

Κοινή συνισταμένη δημοσιευμένων μελετών –διεθνών, όπως η πρόσφατη αξιολόγηση του αυστηρού ΔΝΤ και οι αναλύσεις των οίκων αξιολογήσεων και εγχώριων όπως αυτές των ελληνικών τραπεζών– είναι ότι τόσο το 2022 όσο και το 2023, παρά τις δυσοίωνες προβλέψεις για την παγκόσμια οικονομία αλλά και την ευρωζώνη, η ελληνική οικονομία θα κινηθεί με θετικό πρόσημο.

Οι προβλέψεις για το 2022 κινούνται στην περιοχή του 3,5%-4%, ενώ για το 2023 στην περιοχή του 2%-2,5%, παρά το δύσκολο διεθνές περιβάλλον και με δεδομένη την αδυναμία που διεθνώς καταγράφεται να προβλεφθεί το τέλος του πολέμου ή έστω η επόμενη ημέρα στην Ουκρανία, στην Ευρώπη, στον κόσμο.

Σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, οι αναλυτές είναι στη θέση όπου από τη μία δεν μπορούν να αγνοήσουν το δύσκολο διεθνές περιβάλλον και τις προβλέψεις για την επιδείνωσή του και από την άλλη είναι υποχρεωμένοι να λαμβάνουν υπόψιν τα στοιχεία που παραπέμπουν σε αξιοσημείωτες για την εποχή επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας.

Η ελληνική οικονομία ακόμα και στη «σφιχτή» αξιολόγηση του ΔΝΤ εμφανίζεται να έχει ανακάμψει πλήρως από τη σοβαρή ύφεση που προκλήθηκε από την πανδημία του κορωνοϊού. Παρά τα όσα αποσπασματικά αναδύονται στην πρώτη γραμμή της επικαιρότητας κατά καιρούς, το δημόσιο χρέος βρίσκεται σε πτωτική τροχιά και οι κίνδυνοι είναι μεσοπρόθεσμα αλλά και μακροπρόθεσμα διαχειρίσιμοι.
Ως βασικό όπλο, καθώς τα έσοδα αναμένεται να είναι πολύ περισσότερα αυτών που αναμένονταν στην αρχή της χρονιάς, εμφανίζεται ο τουρισμός, αλλά στην άνοδο των προβλέψεων για την ανάπτυξη το 2022 έχουν συμβάλει επίσης η άνοδος των υπηρεσιών και των κατασκευών.

Η αύξηση που έδωσε η κυβέρνηση στον βασικό μισθό εξισορρόπησε ως ένα βαθμό τη δεδομένη αρνητική επίδραση του πληθωρισμού στο επίπεδο ζωής των νοικοκυριών, ενώ σχεδόν σε όλες τις αναλύσεις επισημαίνεται ότι η ελληνική οικονομία έχει ανάγκη επενδύσεων, καθώς η μικρή αύξησή τους κατά το α΄ τρίμηνο του έτους δεν είναι επαρκής.

Η ενεργειακή κρίση

Μείζον ερώτημα σήμερα για την επόμενη ημέρα είναι αφενός κατά πόσο η ελληνική οικονομία μπορεί να αντέξει μία αιφνίδια επιδείνωση της κρίσης που μπορεί να επιφέρει π.χ. η διακοπή παροχής φυσικού αερίου από τη Ρωσία προς την Ευρώπη και, φυσικά, αν και πόσο ακόμα θα επιβαρυνθούν τα νοικοκυριά από τον πληθωρισμό και την αύξηση του κόστους της ενέργειας τον χειμώνα που έρχεται.
Κλειδί για αυτή τη δύσκολη άσκηση αποτελεί η τιμή του ηλεκτρικού ρεύματος. Η Ελλάδα, παρά το γεγονός ότι μόνο ξεκομμένη δεν είναι από την υπόλοιπη Ευρώπη, έχει πολύ μικρότερη εξάρτηση από το ρωσικό φυσικό αέριο, σε σύγκριση με την υπόλοιπη Ευρώπη. Την ίδια στιγμή, το γεγονός ότι την ώρα που η τιμή του φυσικού αερίου βρίσκεται στα ύψη και ανεβαίνει συνεχώς, η τιμή του πετρελαίου υποχωρεί και αυτό ευνοεί την Ελλάδα. Και θα την ευνοήσει περισσότερο, αν για το επόμενο βραχύ διάστημα χρησιμοποιεί περισσότερο πετρέλαιο και λιγότερο φυσικό αέριο για να καλύψει τις ενεργειακές της ανάγκες.

Παρά το γεγονός ότι όλες οι διεθνείς προβλέψεις για τον πόλεμο και την ενεργειακή κρίση είναι αρνητικές, σενάριο με αρκετές πιθανότητες είναι τελικά η Ελλάδα να καταφέρει να περιορίσει τη ζημιά και να διαχειριστεί τη δύσκολη κατάσταση χωρίς μεγάλες απώλειες.

Ο κίνδυνος του στασιμοπληθωρισμού

Πολύ μελάνι έχει χυθεί τους τελευταίους μήνες για το αν θα πρέπει να αναμένουμε την επανάκαμψη των συνεπειών των πετρελαϊκών κρίσεων του ’70 και του ’80 στην Ευρώπη και κατ’ επέκταση και στη χώρα μας. Να επιστρέψει δηλαδή μετά από σχεδόν πενήντα χρόνια το φαινόμενο του στασιμοπληθωρισμού.

Σε αυτό το κρίσιμο ερώτημα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προσφάτως απάντησε ότι το 2020 δεν είναι 1970, για τρεις λόγους:
Πρώτον, διότι η χρήση ορυκτών καυσίμων και ειδικά πετρελαίου στη βιομηχανία έχει μειωθεί σημαντικά και ήδη ένα διόλου ευκαταφρόνητο κομμάτι της παραγωγής προέρχεται από τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα τελευταία 25 χρόνια η εξάρτηση της ΕΕ από τα ορυκτά καύσιμα έχει μειωθεί κατά 33% κατά μέσο όρο, με τη μεγαλύτερη μείωση να καταγράφεται στις χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, οι οποίες είχαν και τη μεγαλύτερη εξάρτηση.

Δεύτερον, η αλλαγή στον τρόπο με τον οποίο καθορίζονται πλέον οι μισθοί, με τις αυξήσεις να μη συνδέονται άμεσα με την αύξηση του πληθωρισμού, όπως τότε, αφήνει περιθώρια ελιγμών. Καταγράφεται στις αναλύσεις ότι η σημερινή σύνδεση της αύξησης των μισθών, με την αύξηση της απασχόλησης και τη διατήρηση θέσεων εργασίας, μειώνει στην παρούσα κρίση τις πιθανότητες εμφάνισης ανατροφοδοτούμενου πληθωρισμού.

Τρίτον, σήμερα οι Κεντρικές Τράπεζες δεν έχουν ως βασική αποστολή τη διατήρηση των ισοτιμιών τη δεκαετία του ’70 ή του ’80, αλλά τη διατήρηση της σταθερότητας των τιμών. Σε αυτήν την αποστολή, η ΕΚΤ έχει κερδίσει την αξιοπιστία της στα χρόνια του ευρώ, ενώ είναι ισχυρή η άποψη ότι η πρόσφατη ομαδική παρέμβαση των μεγαλύτερων κεντρικών τραπεζών στην κατεύθυνση της σταθερότητας των τιμών, αποδεικνύει ότι η νομισματική πολιτική είναι πολύ διαφορετική σήμερα από ό,τι πριν 50 χρόνια.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ