Ελλαδα

Τελικά, για ποιους είναι ωραία η ζωή εδώ;

Ο μύθος της ελληνικής ποιότητας ζωής καθηλώνει την ελληνική κοινωνία στην αδράνεια

Φάνης Ουγγρίνης
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Το ειδυλλιακό ελληνικό καλοκαίρι αποτελεί μαγική εικόνα σε σχέση με την ελληνική καθημερινότητα

Το υπέροχο ελληνικό καλοκαίρι. Ξεγνοιασιά, καταγάλανες θάλασσες, νόστιμα ψάρια, φρούτα και ζαρζαβατικά, ηλιοβασιλεματα σε κάποιο νησί, γελαστές στιγμές με μεγάλη παρέα, ταβλάκι, ερωτικές βραδιές κάτω από τον έναστρο ουρανό.

Πάνω κάτω αυτή είναι η ειδυλλιακή εικόνα της πατρίδας μας, όπως τουλάχιστον την παρουσιάζουν οι διεθνείς καμπάνιες του ΕΟΤ, ένας θερινός παράδεισος επί γης. Στο ελληνικό καλοκαίρι εν πολλοίς εδράζεται και το παραδοσιακό αφήγημα πως μπορεί μεν να μην έχουμε μεγάλα εισοδήματα, όμως ο τόπος μας προσφερει άλλες χαρές, τόσο άφθονες και δυνατές που κάνουν την ζωή μας καλύτερη από σχεδόν οπουδήποτε αλλού. Δε μπορώ να μην αναγνωρίσω ότι είναι πολλοί όσοι γύρω μας υιοθετούν αυτό το σκεπτικό, ίσως μάλιστα ν’ αποτελούν και την πλειοψηφία. Ωστόσο, αν προβληματιστούμε λίγο παραπάνω διαπιστώνουμε ότι η ίδια η καθημερινότητα μας πολύ συχνά -ίσως υπερβολικά πολύ συχνά- διαψεύδει το παραπάνω αφηγημα. Πότε;

Όταν τα σκουπίδια δε συλλέγονται για μέρες, ζέχνοντας ανυπόφορα. Όταν η έλλειψη χρημάτων μας αναγκάζει να περναμε την άδεια μας σε μια καυτή πολή. Όταν η ήδη προβληματική κρατική παροχή υγείας γίνεται προβληματικότερη, επιβαρυμένη από τα εκατομμύρια των τουριστών. Όταν δε μπορούμε να κλείσουμε κάποιες εκκρεμότητες μας με το Δημόσιο, επειδή οι πάντες είναι φευγάτοι. Όταν φεύγουμε για Σαββατοκύριακο, με αγωνία μήπως μας ανοίξουν το σπίτι. Όταν η κατάληψη στη σχολή μας υποχρεωνει να περιμένουμε επ’ αόριστον για την κατάθεση της πτυχιακής μας. Όταν τσουρουφλιζόμαστε, μποτιλιαρισμένοι με τις ώρες μέσα στ’ αμάξι. Όταν μένουμε άυπνοι, επειδή το ακριβό ρεύμα μας αποτρέπει να ανάψουμε το κλιματιστικό. Όταν τα σχολεία είναι κλειστά και δεν έχουμε πού ν’ αφήσουμε τα μικρά παιδιά μας. Όταν κοντεύουμε να λιποθυμήσουμε μέσα σε υπερφορτωμένα αστικά λεωφορεία. Όταν στην παραθέριση, από το παράθυρό μας παρατηρούμε το αφρόντιστο πευκοδάσος κι αναρωτιόμαστε τι θα γίνει αν αρπάξει φωτιά. Όταν η εκκωφαντική μουσική από το διπλανό μπαράκι κάνει την ηρεμία μας αδύνατη. Όταν με το παραμικρό μπουρίνι κόβονται τα φώτα. Όταν τη νύχτα δε τολμάμε να οδηγήσουμε, φοβούμενοι τους μεθυσμένους σε δρόμους χωρίς φωτισμό και διαγραμμίσεις.

Εξυπακούεται πως τα παραπάνω δεν αποτελούν ελληνική αποκλειστικότητα. Αντίθετα, αποτελούν φαινόμενα που συναντάμε σε κάθε προηγμένη χώρα, ειδικά στις τουριστικές κατά τους καλοκαιρινούς μήνες. Από την άλλη όμως, δυσκολεύομαι να φέρω στο μυαλό μου άλλη -θεωρούμενη- προηγμένη χώρα όπου μονίμως συνυπάρχουν όλες ανεξαιρέτως οι παραπάνω καθημερινές δυσκολίες με τον δεύτερο χαμηλότερο δείκτη αγοραστικής δύναμης στην Ευρωπαϊκή Ένωση και με φορολογικές επιβαρύνσεις Σκανδιναβίας. Στο κάτω κάτω της γραφής, η ουραγός Βουλγαρία ούτε τους δικούς μας φόρους επιβάλλει, ούτε παρουσιάζεται ότι προσφέρει συνολικό υψηλό επίπεδο ζωής. Αν όμως η ζωή του μέσου Έλληνα είναι τόσο δύσκολη, τότε γιατί επιστρέφουν αρκετοί από εκείνους που έφυγαν τα τελευταία χρόνια; Γιατί αφήνουν καλοπληρωμένες δουλειές, υποσχόμενες καριέρες και υψηλότερο βιοτικό επίπεδο σε καλύτερα οργανωμένα κράτη; Δεν είμαι μάντης για να δώσω απάντηση, ούτε έχω πέσει πάνω σε κάποια σχετική έρευνα. Υποψιάζομαι βέβαια ότι στη λήψη της απόφασής τους συχνά συμβάλλουν η προϋπάρχουσα οικογενειακή ακίνητη περιουσία και η προθυμία των γιαγιάδων να βάλουν πλάτη στο μεγάλωμα των παιδιών. Η κάθε μορφής υποστήριξη από οικογένεια και φίλους πράγματι μετρά ακόμη, όντας ένα αδιόρατο μα ισχυρό στοιχείο συνεκτικότητας της κοινωνίας μας. Δυστυχώς, αυτό το τόσο πολύτιμο άυλο κεφάλαιο έχει επίσης απομειωθεί την τελευταια δωδεκαετία, όταν από την αρχή της κρίσης καθημερινά καθίστανται ακτήμονες πολλοί αλλοτινοί ακινητούχοι και κλείνονται ζορισμένοι στο καβούκι τους ακόμη περισσότεροι άνθρωποι της διπλανής πόρτας.

Υπάρχουν πάντως αρκετοί ενήλικες γύρω μας που επιμένουν ν’ ανακαλύπτουν αυτή την περιλάλητη ελληνική ποιότητα ζωής. Είναι κυρίως νέα παιδιά, φοιτητές ή λίγο μεγαλύτερα. Αποφεύγουν ν’ αγχώνονται για όσα απασχολούν τους παλαιότερους, ή για όσα τους ταλαιπωρούν. Είναι νέα και υγιή, νιώθουν άτρωτα, μα κατά κανόνα δε θα έχουν την πολυτέλεια να διαδεχθουν τους γονείς τους σε μία δυναμική επιχείρηση ή να σταδιοδρομήσουν στο εξωτερικό μετά από ένα καλό μεταπτυχιακό. Συνήθως δε πολυνοιάζονται για το μπάχαλο στα πανεπιστήμια, έχοντας πειστεί ότι ούτως ή άλλως το πτυχίο τους δε θα βρουν καλοπληρωμένες δουλειές. Αντιμετωπίζουν με αρκετό φλεγματισμό την καθημερινότητα, έχοντας προ πολλού προσαρμόσει τη στέγασή τους, τις μετακινησεις τους, το ντύσιμό τους, τη διασκέδασή τους, τις σχέσεις τους, τις προσδοκίες τους στις απαιτήσεις της μνημονιακής πραγματικότητας. Αν και δεν ανοίγονται με προθυμία στο νέο, απορρίπτουν οτιδήποτε ερμηνεύουν ως συστημικό και ζουν για τη στιγμή・απολαμβάνουν με σχεδόν χίπικό τρόπο όσα ωραία προσφέρει απλόχερα η καλοκαιρινή Ελλάδα, ενώ θεωρούν ότι δε τους αφορούν τα περισσότερα γνώριμα στραβά της.

Θα μπορούσαμε να πούμε πως ζουν σύμφωνα με τη ρήση του Κρητικού που αγάπησε και τίμησε την ελληνικότητα όσο κανείς άλλος: δεν ελπίζουν τίποτα, δεν φοβούνται τίποτα, είναι ελεύθερα. Θα ήταν ομολογουμένως υπέροχο για την κυβέρνηση αν αυτά τα παιδιά ψήφιζαν και ΝΔ.