Ελλαδα

Revenge Porn: Βιασμός διαρκείας

Λίγες οι επίσημες καταγγελίες, φόβος και ντροπή

Κώστας Κυριακόπουλος
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ρεπορτάζ - Revenge Porn: Τα περιστατικά που καταγγέλλονται στην αστυνομία και ιστορίες γυναικών που έχουν υπάρξει θύματα διαδικτυακής σεξουαλικής κακοποίησης.

Ο Στάθης Παναγιωτόπουλος, θλιβερός πρωταγωνιστής μίας από τις πιο άγριες ιστορίες διαδικτυακής σεξουαλικής κακοποίησης, δεν έκανε καθόλου πλάκα, όπως έκανε από το πάνελ της «Αρβύλας». Ούτε καν εκείνη με τα ημίχαζα ανέκδοτα από το πάνελ της «Αρβύλας» που μόνο τον ίδιον έκαναν να γελά εκλιπαρώντας με το ύφος του να γελάσουν και άλλοι. Εδώ και μερικά χρόνια έκανε, από ό,τι δείχνουν τα κατηγορητήρια, κάποιες γυναίκες να κλαίνε. Και να τον εκλιπαρούν να «κατεβάσει» τα βίντεο και τις φωτογραφίες από τις ιδιωτικές τους στιγμές.

«Revenge Porn», εκδικητική πορνογραφία και διαδικτυακή σεξουαλική κακοποίηση. Να μια καινούργια κατάσταση που μπήκε σε κάθε σαλόνι με τον δικό της περίεργο και ηχηρό τρόπο. Και δεν είναι καινούργια μόνο για όσους «έπεσαν από τα σύννεφα» με τα όσα καταμαρτυρούνται στον τηλεδιασκεδαστή. Είναι καινούργια ακόμα και για τις ελληνικές διωκτικές αρχές και ιδίως για την ΕΛ.ΑΣ. που μόλις το 2020 άρχισε να καταγράφει πιο συστηματικά τέτοιες υποθέσεις με Έλληνες δράστες και θύματα.

Μέχρι τότε τα περιστατικά που καταγγέλλονταν ήταν από μηδενικά έως εξαιρετικά σπάνια. Σε αυτές τις περιπτώσεις, όμως, ο φόβος, η ντροπή, ο κίνδυνος του χλευασμού ή ακόμα και της διαπόμπευσης και του εξευτελισμού, βαραίνουν τα πόδια -και τις ψυχές- πολλών γυναικών που έχουν πέσει θύματα ώστε να φτάσουν μέχρι την Αστυνομία και να κάνουν επίσημη καταγγελία. Όπως η ιστορία που ακολουθεί, όπως μας την εκμυστηρεύτηκαν άνθρωποι από το περιβάλλον του θύματος.

Την ώρα της συνέντευξης

Έχουν περάσει τρία χρόνια από τότε. Η Ελένη Κ. το θυμάται, όμως, σαν να έγινε πριν από μία ημέρα. Είχε στείλει βιογραφικό σε μία εταιρεία head hunters. Της τηλεφώνησαν ότι υπάρχει μία θέση η οποία πιθανώς να την ενδιέφερε. Δεν είχαν περάσει πέντε μήνες από τότε που είχε απολυθεί από τη δουλειά της σε ένα δικηγορικό γραφείο μετά από τέσσερα χρόνια, είχε πεθάνει ο ιδιοκτήτης και οι δυο του γιοι μισούσαν τη Νομική. Ντύθηκε σχετικά καλά, professional, πήρε την τσάντα της και πήγε στη συνέντευξη. Κάθισε σε ένα meeting table, στη μία πλευρά εκείνη και απέναντί της άλλες δύο νέες γυναίκες, στην ηλικία της πάνω κάτω, τριάντα, τριαντακάτι. Άνοιξαν τα laptop και η συνέντευξη άρχισε χωρίς ιδιαίτερες καθυστερήσεις. Οι ερωτήσεις και οι απαντήσεις πήγαιναν πολύ καλά. Και οι τρεις τους έμοιαζαν σαν να γνωρίζονταν χρόνια, σαν παλιές συμφοιτήτριες.

Οι ερωτήσεις αφορούσαν κυρίως στην εμπειρία της αλλά και στο τι προσδοκά από τη συγκεκριμένη δουλειά. Κλασική και η ερώτηση «πώς φαντάζεσαι τον εαυτό σου μετά από δέκα χρόνια;». Η μία από τις δύο γυναίκες που έκαναν ερωτήσεις σταμάτησε για μια στιγμή να μιλάει. Είχε καρφώσει το βλέμμα της στο laptop. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα τα μάτια της φάνηκαν να είχαν διασταλεί, έριχνε κλεφτές ματιές, μια στο laptop, μία στην γυναίκα που είχε απέναντί της. Η σιωπή συνεχίστηκε. Δεν κράτησε όμως. «Μισό λεπτό, μισό λεπτό…», είπε ανεβάζοντας λίγο τον τόνο. Την κοίταξαν. «Εσείς είστε εδώ;», ρώτησε κι έστριψε το laptop προς τη μεριά της με μια κίνηση που πρόδιδε απορία και θυμό μαζί. Το στέλεχος της εταιρείας, την ώρα της συνέντευξης, είχε μπει στο google images και «έψαχνε» την Ελένη Κ. Μοιάζει λίγο με τη διαδικασία που κάνουν οι profilers της αστυνομίας. Ξεκινούν τις έρευνες από το πού κάνει like στο facebook ο ύποπτος.

Η Ελένη Κ. έσκυψε για να δει καλύτερα την οθόνη. Είδε τον εαυτό της. Ήταν ολόγυμνη, ξαπλωμένη σε έναν καναπέ. Έμοιαζε να ποζάρει προκλητικά. H φωτογραφία της είχε αναρτηθεί σε ένα μυστηριώδες site που περιείχε στον τίτλο του τον συνδυασμό «greek amateurs» και είχε αναπαραχθεί από κάποιες ιδιωτικές σελίδες. Από κάτω, σε κοινή θέα, υπήρχαν διάφορα σχόλια.

Ήταν η ίδια, ναι. Μετά από ένα πανικοβλημένο «ναι… δεν ξέρω…», έσφιξε την τσάντα της πάνω στο στήθος της σαν να ήθελε να κρύψει έτσι τη διαδικτυακή της γύμνια, ευχαρίστησε αθόρυβα και έφυγε ακόμα πιο αθόρυβα. Μέσα της έβραζε. Η φωτογραφία είχε τραβηχτεί σε μια τρελή και περίεργη φάση πριν από δύο χρόνια, όταν είχαν πάει με τον πρώην φίλο της στο εξοχικό των γονιών του. Είχαν πιει και είχαν κάνει ό,τι κάνουν οι κανονικοί άνθρωποι όταν είναι ερωτευμένοι. Όταν ο φίλος της είχε σηκώσει το κινητό του κι εκείνη τρόμαξε, της είπε «μην είσαι χαζή, μα είναι δυνατόν…».

Στη διαδρομή για τη Δίωξη Ηλεκτρονικού Εγκλήματος, στο κτίριο της ΓΑΔΑ στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας, είχε αρχίσει να καταλαβαίνει τι σήμαινε εκείνο το «δεν θα ξεμπερδέψεις εύκολα μαζί μου» όταν είχαν μαλώσει για τελευταία φορά. Και είχαν μαλώσει άγρια. Όταν πλησίαζε στο κτίριο μίλησε με τη δικηγόρο της, της είπε τι είχε συμβεί και ότι πήγαινε να κάνει καταγγελία. «Μόνο μία φωτογραφία έχεις;», τη ρώτησε. «Ναι, δεν φτάνει;». “»Φτάνει αλλά μην περιμένεις και πολλά πράγματα». Αποθαρρύνθηκε. Γύρισε και έφυγε χωρίς να κάνει καταγγελία. Οι γραμμές από το ξεβαμμένο μακιγιάζ είχαν φτιάξει ένα περίεργο χάρτη στο πρόσωπό της. Τηλεφώνησε και πάλι στη δικηγόρο της. «Δεν έκανα τίποτα, δεν είχε νόημα…», της είπε και συνέχισε να περπατά κλαίγοντας.

«Εκδικητική πορνογραφία», λοιπόν. Η διαπόμπευση με φωτογραφίες και βίντεο με σεξουαλικό περιεχόμενο στην εποχή του παγκόσμιου χωριού. Κάποτε ήταν το κούρεμα με την ψιλή και η εξευτελιστική πορεία πάνω στον γάιδαρο, ημίγυμνη με σκυμμένο κεφάλι για τις αμαρτίες της. Τώρα είναι διαφορετικά, η «κόκκινη κλωστή», όμως, είναι η ίδια. Ο σύγχρονος ορισμός: «Ο διαμοιρασμός ιδιωτικού, σεξουαλικού υλικού, είτε φωτογραφιών είτε βίντεο, άλλου ατόμου χωρίς τη συγκατάθεσή του και με σκοπό να θιγεί η αξιοπρέπειά του και να του προκαλέσει αίσθηση ντροπής αλλά και κοινωνικής κατακραυγής. Συχνά, το υλικό συνοδεύεται και από προσωπικές πληροφορίες σχετικά με το θύμα, συμπεριλαμβανομένου του πλήρους ονόματος, της διεύθυνσής του και των λογαριασμών του στα κοινωνικά δίκτυα. Το αδίκημα ισχύει τόσο για την online διακίνηση του υλικού όσο και την παραδοσιακή».

Η ιστορία της Ελένης Κ. είναι μία από αυτές που δεν πήραν ποτέ δημοσιότητα. Από αυτές που μας μετέφεραν άνθρωποι που την γνωρίζουν ενώ το μόνο που θέλει η ίδια να μην το σκέφτεται. Μετά από το σοκ που πέρασε, προσπάθησε να επικοινωνήσει με τον πρώην φίλο της και να απαιτήσει να κατεβάσει τη φωτογραφία. Δεν κατόρθωσε να τον βρει αλλά έστειλε mail στη διαχειριστική ομάδα του site. Η φωτογραφία κατέβηκε αλλά μετά από τρεις μήνες.

«Ήθελε να πεθάνει, τίποτα άλλο»

Η Άννα Π. ήταν 17 ετών όταν είχε γνωρίσει έναν άντρα, τέσσερα χρόνια μεγαλύτερό της, σύμφωνα με τα στοιχεία που είχε καταχωρήσει ο ίδιος στο Tinder. Άρχισαν να επικοινωνούν.  Βγήκαν για φαγητό. Οι γονείς της Άννας δεν γνώριζαν το παραμικρό. Και η ίδια είχε δηλώσει ψεύτικα στοιχεία για να ανοίξει λογαριασμό. Λίγες ημέρες αργότερα η Άννα συνάντησε τον άνθρωπο αυτόν και μάλιστα ήταν ενθουσιασμένη μαζί του από πριν. Άκουγαν την ίδια μουσική και ο ίδιος της είχε πει ότι σπούδαζε στη σχολή όπου η Άννα ήθελε να περάσει στις πανελλαδικές. Συναντήθηκαν και η μεταξύ τους κατάσταση προχώρησε. Η σχέση τους δεν διήρκεσε περισσότερο από έξι μήνες και μάλιστα διεκόπη με πρωτοβουλία του άντρα που είχε γνωρίσει. Λίγο καιρό μετά και ενώ η Άννα Π. προετοιμαζόταν για τις πανελλαδικές έλαβε ένα μήνυμα από μια φίλη της. Την ενημέρωνε ότι στην παρέα της είχε φτάσει ένα βίντεο στο οποίο εμφανιζόταν να έχει σεξουαλική επαφή με έναν άντρα, τα χαρακτηριστικά του οποίου δεν ήταν καθαρά. Το βίντεο είχε «ανέβει» σε μια πλατφόρμα σεξουαλικού περιεχομένου και μάλιστα για ένα διάστημα ήταν καταχωρισμένο ως επί πληρωμή. «Ήθελε να πεθάνει, αναγκαστήκαμε να την πάμε με το ζόρι σε ψυχολόγο για να μπορέσει να σταθεί για λίγο στα πόδια της, βάλαμε όλοι χρήματα από το χαρτζιλίκι μας, οι περισσότεροι κρυφά από τους γονείς μας», περιγράφει μία φίλη της. «Στις Πανελλαδικές δεν μπόρεσε να γράψει τίποτα, στους γονείς της δεν είπε το παραμικρό. Άρχισε να συνέρχεται αφού πρώτα ο βίντεο κατέβηκε μετά από αίτημα που κατέθεσε στην αστυνομία ένας δικηγόρος φίλος του πατέρα ενός άλλου παιδιού της παρέας. Η Άννα δεν το έχει ξεπεράσει ακόμα κι ας έχουν περάσει σχεδόν πέντε χρόνια από τότε».


Πορνό εκδίκησης: Σχεδόν μία αναφορά την ημέρα στην ΕΛ.ΑΣ.

Οι υπηρεσίες της ΕΛ.ΑΣ, τα στελέχη της Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος, δηλαδή, είχαν αρχίσει εδώ και μερικά χρόνια να λαμβάνουν διάφορες καταγγελίες αλλά και να ερευνούν μόνοι τους, περιπτώσεις εκδικητικής πορνογραφίας. Σύμφωνα με πρώην στέλεχός της, «μέχρι πριν από μερικά χρόνια υπήρχε πολύ μικρός αριθμός παρόμοιων υποθέσεων και στο σύνολό τους αφορούσαν εκδίκηση μετά από χωρισμό. Ελάχιστες ήταν οι υποθέσεις που από πίσω τους έκρυβαν χρηματικό εκβιασμό. Κάποιες από αυτές είχαν ως κίνητρο τον εκβιασμό για την επανέναρξη της σχέσης που είχε διακοπεί».

Ο όρος «εκδικητικό πορνό» εμφανίστηκε με την επίσημη μορφή του γύρω στο 2020 με λίγες περιπτώσεις. Καθ’ όλη τη διάρκεια του 2021 είχαν καταγγελθεί, σύμφωνα με τις σχετικές πληροφορίες, 17 περιπτώσεις και το ⅓ αυτών στόχευαν στον εκβιασμό. Είτε στον οικονομικό είτε στον εξαναγκασμό σε επανέναρξη της σχέσης. Όλες οι περιπτώσεις είχαν θύματα γυναίκες και θύτες στην πλειονότητά τους άντρες. Οι ίδιες πληροφορίες αναφέρουν ότι μετά από την καραντίνα οι υποθέσεις που καταγράφονται είναι περίπου μία την ημέρα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι πρόκειται για επίσημες καταγγελίες για τις οποίες ξεκινά η προβλεπόμενη διερευνητική διαδικασία. Κάποιες από αυτές τις περιπτώσεις -και εδώ είναι εξαιρετικά δύσκολες οι συνθήκες της διερεύνησης- αφορούν σε ανήλικες μαθήτριες που έχουν πέσει θύματα της «πλάκας» συμμαθητών τους που έχουν απαθανατίσει περίεργες «φάσεις» στα σχολεία τους. 

Πορνό εκδίκησης: Η αυτοκτονία της Λίνας Κοεμτζή

Τον Νοέμβριο του 2016, από τον 9ο όροφο του κτιρίου της φοιτητικής εστίας του ΑΠΘ, στην οδό Λέοντος Σοφού στη Θεσσαλονίκη, αυτοκτόνησε μια φοιτήτρια από τα Γιαννιτσά. Η κοπέλα έπεσε στο κενό μετά από την κυκλοφορία κάποιων ημίγυμνων φωτογραφιών της που είχε τραβήξει ο φίλος της. Παρά τις αρχικές του διαβεβαιώσεις, οι φωτογραφίες άρχισαν να διακινούνται με δική του πρωτοβουλία. Η Λίνα Κοεμτζή βίωσε διαδικτυακό εξευτελισμό και διαπόμπευση, μέχρι που δεν άντεξε. Καταγράφηκε ως το πρώτο θύμα cyberbullying στην Ελλάδα. Για την υπόθεση συνελήφθησαν τότε τρεις νέοι άντρες. Οι δύο αθωώθηκαν και ο τρίτος καταδικάστηκε σε 120 ημέρες κοινωνικής εργασίας. Σύμφωνα με κάποιες καταγγελίες που είχαν δει το φως της δημοσιότητας τότε, όταν η μητέρα της με την αδερφή της είχαν πάει κάποια φορά στο νεκροταφείο, άγνωστοι μέσα από ΙΧ χωρίς πινακίδες κυκλοφορίας τούς φώναζαν ότι θα τους κόψουν το λαρύγγι και ότι η αδερφή της θα είχε την ίδια τύχη. Παρόμοια μηνύματα λάμβανε η αδερφή της στα social media.

Καθημερινά, αν έχει το κουράγιο κανείς να ψάχνει, όλο και κάποια τέτοια ιστορία θα ξετρυπώσει. Όλο και κάποια γυναίκα βλέπει τον γυμνό εαυτό της σε φωτογραφίες ή βίντεο να σουλατσάρει στις οθόνες μπροστά από πεινασμένα βλέμματα αντρών. Και τότε το δικό της βλέμμα σίγουρα θα είναι πιο τρομαγμένο και απεγνωσμένο από αυτό του Παναγιωτόπουλου όταν τον φωτογράφιζαν στην Ασφάλεια εκεί όπου βάζουν τους συλληφθέντες και τους μετρούν το ύψος…